Η αγιοκατάταξή του έγινε την Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2009, από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
Κωστής Κοκκινόφτας
Ο Φιλούμενος για οκτώ χρόνια που ασκήτευε, δεν κάθισε ποτέ σε τραπέζι για να φάει, αλλά έτρωγε όρθιος και μέσα σε κατσαρόλα, για άσκηση και απλότητα.
Έγινε την προπερασμένη Κυριακή, 29 Νοεμβρίου, στο Φρέαρ του Ιακώβ στην παλαιστινιακή πόλη Ναπλούς, τον ιερό χώρο όπου υπηρέτησε και μαρτύρησε τελικά ο Κύπριος Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος, η λειτουργία και Πράξη της αγιοκατάταξής του, της κατάταξής του δηλαδή στο επίσημο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην τελετή προέστη ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος αφού ο Φιλούμενος, που δολοφονήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1979 από φανατικούς Εβραίους, καταγόταν από το χωριό Ορούντα που υπάγεται στη Μητρόπολη Μόρφου. Μας είπε σχετικά ο Μητροπολίτης Μόρφου: «Θυμάμαι το 1979, ενώ ήμουν στο καράβι πηγαίνοντας στην Αθήνα να σπουδάσω, διάβασα ότι ο Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος Ορουντιώτης δολοφονήθηκε από Εβραίους στο Φρέαρ του Ιακώβ και μου έκανε εντύπωση. Πού να ήξερα ότι θα γίνω Επίσκοπος στο χωριό του και ότι θα βρω αυτήν την τιμή να εμπλακώ στην αγιοκατάταξή του...».
Έμπρακτη αγιοποίηση από το λαό
Την απόφαση αγιοκατάταξης του Φιλουμένου έλαβε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων μετά από σύσταση της Μητρόπολης Μόρφου. Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος, σε συνομιλία που είχαμε μαζί του χθες Κυριακή, μετά που τέλεσε τρισάγιο στον τάφο των γονιών του Αγίου Φιλουμένου, στην Ορούντα, μας ανέφερε: «Από το 2000 διαπιστώσαμε ότι ο λαός σε όλη την Κύπρο και όχι μόνο στο χωριό του την Ορούντα, τον θεωρούσε ως Άγιο και ως τέτοιο τον τιμούσε. Του έκαναν εικόνες και λειτουργίες, του κάναμε Ακολουθία κι εμείς ως Μητρόπολη Μόρφου. Στην ουσία αναγνωρίστηκε Άγιος έμπρακτα από το λαό όπως γίνεται σε όλη την Ορθοδοξία. Αναγνωρίστηκε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι ξεχωριστό, ότι μετά θάνατον ακούει, ότι ζει μετά θάνατον και ακούει προσευχές, δεήσεις και παρακλήσεις. Εμείς μαζέψαμε τα στοιχεία, εκδώσαμε ένα βιβλίο για τον Άγιο, τα στείλαμε στα Ιεροσόλυμα και πληροφορήσαμε σχετικά το Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο ανταποκρίθηκε θετικά, και αφού προηγήθηκαν συναντήσεις μας με τον Πατριάρχη Θεόφιλο τα τελευταία τρία χρόνια. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων παμψηφεί αποφάσισε να τον κατατάξει επίσημα πια στους Αγίους, αφού ο λαός προέτρεξε κι εμείς συμφωνήσαμε με αυτόν».
Από εύπορη οικογένεια της Λευκωσίας
Σύμφωνα με τον ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα, ο Σοφοκλής Χασάπης, όπως ήταν το λαϊκό όνομα του πατρός Φιλουμένου, γεννήθηκε το 1913 στην ενορία Αγίου Σάββα στη Λευκωσία. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον Αλέξανδρο, τον μετέπειτα Αρχιμανδρίτη Ελπίδιο, έναν άλλο εξέχοντα Κύπριο κληρικό του 20ού αιώνα. Οι γονείς τους, Γιώργος και Μαγδαληνή Χασάπη ή Ορουντιώτη όπως ήταν γνωστότεροι, αφού κατάγονταν από το χωριό Ορούντα, απέκτησαν 13 παιδιά από τα οποία επέζησαν τελικά τα 10, 7 αγόρια και 3 κορίτσια. Η οικογένεια διέμενε σε ιδιόκτητο σπίτι στην ενορία του Αγίου Σάββα, ήταν αρκετά εύπορη και συντηρείτο από την εργασία του πατέρα, που είχε στην ιδιοκτησία του φούρνο και πανδοχείο. Η μητέρα είχε ως μοναδική της απασχόληση τη φροντίδα του σπιτικού, όπως βέβαια και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Άνθρωποι ευλαβέστατοι, μετέτρεψαν ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους σε εικονοστάσι και προσευχητάριο, στο οποίο κατέφευγαν όλα τα μέλη της οικογένειας.
Σταυροβούνι και Παλαιστίνη
Όπως αναφέρει ο Κωστής Κοκκινόφτας, λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή τους από το δημοτικό σχολείο τον Ιούλιο 1928, χωρίς να ενημερώσουν τους γονείς τους, τα δίδυμα αδέλφια έφυγαν κρυφά από τους γονείς τους στο ιστορικό μοναστήρι του Σταυροβουνιού, ξακουστό για την ησυχαστική και ασκητική του παράδοση. Ο πατέρας τους τούς επισκέφθηκε δύο ημέρες μετά και τους έδωσε την ευχή του, όταν διαπίστωσε ότι ήθελαν να παραμείνουν στο μοναστήρι.
Η ζωή τους, όμως, έμελλε να πάρει διαφορετική πορεία όταν το 1934 επισκέφθηκε το μοναστήρι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου Τιμόθεος Θέμελης (1878-1955), μετέπειτα Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ο Θέμελης πρότεινε στον ηγούμενο Βαρνάβα και στον πατέρα των διδύμων αδελφών να τους πάρει μαζί του στα Ιεροσόλυμα, όπου και θα φοιτούσαν στο εκεί Γυμνάσιο. Ο πατέρας των παιδιών έδωσε και πάλι την ευχή του, αφού αυτή ήταν και η επιθυμία τους. Την ίδια χρονιά αναχώρησαν για την Παλαιστίνη. Ο Αλέξανδρος το 1937 κάρηκε μοναχός και μετονομάσθηκε σε Ελπίδιο. Πέθανε στο Άγιον Όρος το 1983, αφού είχε υπηρετήσει σε διάφορα μέρη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στην Οδησσό και στην Κύπρο.
Αθόρυβη και ταπεινή ζωή
Ο πατήρ Φιλούμενος είχε μια εντελώς διαφορετική πορεία από τον αδελφό του, αφού παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στο χώρο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Κάρηκε μοναχός το 1937 και το 1948 προχειρίσθηκε σε Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε σε πολλά διακονήματα και προσκυνήματα στην Παλαιστίνη. Τελικά στις 8 Μαΐου 1979 διορίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, όπου και μαρτύρησε. Όπως έγραψε ο Κ. Κοκκινόφτας, σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως μέλος της Αγιοταφίτικης αδελφότητας, ο πατήρ Φιλούμενος έζησε αθόρυβα και ταπεινά. Η ασκητική ζωή και η ακρίβεια της τήρησης των μοναχικών ιδεωδών, ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν. Πολλές φορές έκανε και τον σαλό (Σ.Σ τον «σαλεμένο») για να κρύβεται από τον κόσμο. («Έκανε μερικές χαζομάρες για να μη δείξει την αγιότητά του», όπως το διατύπωσε ο Μητροπολίτης Νεόφυτος). Αναφέρεται ανάμεσα στα άλλα πως για οκτώ χρόνια που ασκήτευε μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Λύδδης Υμέναιο δεν κάθισαν ποτέ σε τραπέζι για να φάνε, αλλά έτρωγαν όρθιοι και μέσα σε κατσαρόλα, για άσκηση και απλότητα.
«Αυτός που ήταν ο πιο αφανής, τον φανέρωσε ο Θεός»
Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: «Για την Εκκλησία το σημαντικό είναι να γεννά Αγίους. Η ενέργεια του Θεού είναι η αγιότητα, όπως του ηλεκτρισμού η θερμότητα και του ήλιου η λάμψη. Στο μέτρο που ένας άνθρωπος γίνεται άγιος τότε έχει λόγο να υπάρχει η Εκκλησία. Τα εθνικά και τα ηθικά κηρύγματα είναι δευτερεύοντα για την Εκκλησία. Το πρωτεύον είναι να γεννά Αγίους. Και πρέπει να πω ότι με συγκινούσε πολύ που ο Άγιος Φιλούμενος ήταν αφανής. Στις φωτογραφίες που έχουμε, είναι πάντα χωσμένος. Κι αυτός που ήταν ο πιο χωσμένος, τον φανέρωσε ο Θεός».
Ένας Άγιος σε κάσα διπλοκάμπινου
Μητροπολίτης Μόρφου: «Πέρσι τον Αύγουστο μεταφέραμε το λείψανο του Αγίου Φιλουμένου από την Ιερατική Σχολή της Σιών, στον τόπο του μαρτυρίου του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Ναπλούς, αφού περάσαμε δύο οδοφράγματα Ισραηλινών στρατιωτών. Σκέψου έναν Άγιο και τον είχαμε σε μια κάσα διπλοκάμπινου για απόκρυψη. Δεν μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο Άγιος που σκότωσαν οι Εβραίοι. Μας ρώτησαν \"τι σας είναι ο νεκρός;\". Τους είπαμε ότι είναι συγγενής μας και πατέρας μας - και βεβαίως λέγαμε αλήθεια γιατί πνευματικά είναι συγγενής και πατέρας μας.... Ο Πατριάρχης μάς έδωσε ένα τεμάχιο από το λείψανο του Αγίου και το φέραμε στο γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Ορούντας, που αναβίωσε τα τελευταία δέκα χρόνια και είναι το κέντρο της τιμής του».
του Μάριου Δημητρίου
Εφημερίδα «Σημερινή»
07/12/2009