Βοηθείστε με να φτιάξω μια φάτνη, σαν εκείνη μέσα στην οποία γεννήθηκε ο Χριστός. Βοηθείστε με γιατί πραγματικά δυσκολεύομαι.
Και πρώτα-πρώτα τι είδους υλικό νομίζετε πως θα πρέπει να χρησιμοποιήσω για να φτιάξω το πρόχειρο οικοδόμημα που θα στεγάσει τη φάντη μου; Έχω στο μυαλό μου κάποια πλινθόκτιστα σπίτια σε κάτι άσημες φτωχογειτονιές. Σαν αυτά στα οποία μπαινοβγαίνουν στεγνά από κόπο και χαρά ανθρώπινα πλάσματα. Έγχρωμα ή μη. Αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Αλήθεια βρίσκετε όμορφο ως εδώ το φόντο μου;
Πάλιν, μήπως είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσω για να τη φτιάξω αντίσκηνα βιαστικά στημένα στην παγωμένη γη για να βολέψουν διωγμένους απ\' τους τόπους τους πρόσφυγες; Μικρούς ή μεγάλους στην ηλικία. Πάνω κάτω 14 εκατομμύρια. Ο αριθμός δεν μετρά και τόσο σ\'αυτό που πάμε να φτιάξουμε. Λοιπόν, ας μην το πολυσκεφτόμαστε.
ΑΝ αποφασίσαμε για το υλικό, ας προχωρήσουμε τώρα στη δεύτερη κίνηση. Να φτιάξουμε μια φάτνη. Ένα είδος κούνιας παιδικής. Θα μας χρησίμευαν, αν και σεις φίλοι και φίλες θέλετε, σωροί από στελέχη σιτηρών. Αυτά που λέμε άχυρα. Ή μήπως θάταν καλύτερες κουβέρτες σχισμένες ή τρυπημένες; Ακόμη μπορούμε να υποθέσουμε με την πλούσια φαντασία που διαθέτουμε και σεις και γω ότι πρακτικά χρήσιμο υλικό για να φτιάξουμε τη φάτνη μας θα ήταν και ένα απλό μπαλωμένο ρούχο. Τι είπατε; Σαν παράδειγμα; Παράδειγμα ένα κομμάτι από τον μπόγο που έχουν φορτωμένο στην πλάτη τους δεκάδες χιλιάδες νεόφτωχοι, μετανάστες, απόκληροι. Σαν αυτούς που βλέπουμε μέσα απ\' το γυαλί της επίπεδης οθόνης μας να περπατούν απελπισμένα, ξεπνεμένα με σκοπό ένα άγνωστο κάπου ή ένα ανύπαρκτο πουθενά. Ο αβέβαιος προορισ μός αυτής της κατηγορίας των ανθρώπων, ε, δεν έχει και τόση σημασία. Γι\'αυτό ας μην χαλάμε την καλή μας διάθεση.
Και ΤΩΡΑ ήρθε η κατάλληλη ώρα να ολοκληρώσουμε το έργο μας. Η ώρα να τοποθετήσουμε το παιδί, αυτό το αθώο, άκακο πλασματάκι στο σκηνικό που του φτιάξαμε. Σ\'αυτό το σημείο, κυρίες και κύριοι, ομολογώ την ανυπέρβλητη δυσκολία μου. Βοηθείστε με. Γιατί βλέπω εκατομμύρια παιδιά να τρέχουν ικετεύοντας για μια θέση κάτω απ\' το ανήλιαγο κατασκεύασμα που τους φτιάξαμε. Πέντε εκατομμύρια παιδικά προσωπάκια με περικυκλώνουν. Ζητούν ας είναι μια πρόχειρη διευθέτηση αφού απειλούνται από θάνατο πριν πατήσουν τα πέντε τους. Η αφυδάτωση και άλλες παιδικές αρρώστειες έγιναν οι μόνιμοι εφιάλτες τους. Να τα. Τα βλέπετε κι εσείς, δεν τα βλέπετε;
Υψώνουν τεντωμένα τα τρυφερά χεράκια τους σαν κεραίες και ζητούν τη λήψη μηνύματος. Χεράκια μαύρα, λευκά, κίτρινα. Την ίδια στιγμή άλλα τόσα παιδιά πίσω απ\'αυτά κλαιν, παρακαλούν με αξιοσυμπάθητη επιμονή μια θέση ανάπαυσης στη σχισμένη κουβέρτα, στους σωρούς με τα άχυρα. Κουράστηκαν πια να δουλεύουν ασταμάτητα από το πρωί ίσαμε βράδυ, να γίνονται θύματα εκμετάλλευσης των πωρωμένων δήθεν ενήλικων.
Άλλοι πάλιν, τρίτος επάλληλος κύκλος παιδιών, τραυματίστηκαν στο σώμα και στην ψυχή από ένοπλες συρράξεις στις οποίες πήραν μέρος από θέσεις μάχης πίσω από προχώματα, ενώ δεν είναι λίγα αυτά που εξαντλήθηκαν από υποσιτισμό, βαθούλωσαν τα μάτια τους, πρίστηκε η κοιλιά τους, αφανίστηκαν.
Και τώρα, κυρίες και κύριοι, που προκηρύξαμε μια θέση στη φάτνη, την απαιτούν όλοι με το δίκιο τους. Το βλέμμα αυτών των εκατομμυρίων μικρών κατοίκων της γης, αληθινά σας το λέω με κάνει να νιώθω αμήχανα. Γιατί είναι βλέμμα αθώο, παιδικό, απονήρευτο. Και όμως τόσο πρόωρα αμήχανο, φοβισμένο, απελπισμένο. Οι φωνές της παράκλησης των αναρίθμητων παιδιών βουίζουν στα αυτιά μου. Όλα στηρίζοντια πάνω ΜΟΥ. Ίσως και πάνω ΣΑΣ, αφού θελήσατε να με βοηθήσετε να φτιάξω μια φάτνη.
Ομολογώ ότι δεν υποψιαζόμουνα σε τι μπελάδες θα μπλεκόμασταν προσπαθώντας να φτιάξουμε μια φάτνη. Και γω σας διαβεβαιώνω πως ξεκίνησα να τη φτιάχνω για να « σκοτώσω» το χρόνο μου. Υποθέτω το ίδιο και για σας. Κάναμε τρεις κινήσεις και ιδού που βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, ψυχικό αναμφίβολα. Πώς θα μπορούσαμε άραγα να βγούμε απ\'αυτό;
Εκτός και αν...-απλώς προτείνω στην αγάπη σας- τραβήξουμε πέρα από το σκηνικό που φτιάξαμε τα άχυρα ή τις κουβέρτες, τα ευτελή εν ολίγοις υλικά. Σ\'αυτή την περίπτωση, τι θάχαμε εγώ και σεις για να τοποθετήσουμε στη θέση τους ; Έχουμε ένα γλυκό χαμόγελο ή μήπως πάγωσε το πρόσωπό μας από εγκόσμιες αγωνίες υλικής επι-επιβίωσης; Μπορούμε να προσφέρουμε μια θερμή αγκαλιά ή μήπως αυτή υπάρχει, όταν υπάρχει, για να ζεστάνει μόνο τους φυσικούς μας απόγονους; Διαθέτουμε ευαισθητοποιημένη τη συνείδησή μας ή μήπως την έχουμε ΕΘΙΣΕΙ να μην παρεμβαίνει σε ξένα ζητήματα , όταν αυτά δεν μας θίγουνε άμεσα;
Σαν πολύ δεν νομίζετε πως έχουμε σκοτιστεί με όλα αυτά; Ο εφησυχασμός είναι προτιμότερος. Σίγουρα. Γιατί να μπερδευόμαστε με τέτοια περίπλοκα ζητήματα; Αφήστε έρχονται και Χριστούγεννα. Με φάτνες θα ασχολούμαστε τώρα;
Δρ Αλέξης Αλεξάνδρου