Το Σάββατο, 13 Δεκεμβρίου 2008, πραγματοποιήθηκε, σε αίθουσα του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στην Αθήνα, Σεμινάριο για νέους θρησκευτικούς λειτουργούς, που προέρχονται από τους χώρους του Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Το Σεμινάριο, που διοργανώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την World Islamic Call Society, είχε το χαρακτήρα διαθρησκειακής εκπαιδευτικής πρωτοβουλίας και στεγάστηκε κάτω από το γενικό τίτλο «Capacity – building for inter – religious dialogue» (Ικανότητα οικοδόμησης διαθρησκειακού διαλόγου).
Στην πρόσκληση – πρόκληση των διοργανωτών ανταποκρίθηκαν θετικά όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ενώ, από πλευράς των Μουσουλμάνων, συμμετέσχαν εκπρόσωποι από την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ιορδανία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, την Ελλάδα, τη Μ. Βρετανία, τη Δανία, τη Σουηδία, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Παρέστησαν επίσης και απηύθυναν χαιρετισμούς εκπρόσωποι της Ελληνικής Κυβέρνησης, του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC) και της Επιτροπής Επισκοπικών Συνδιασκέψεων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (COMECE). Την Εκκλησία της Κύπρου εκπροσώπησαν ο Διευθυντής του Γραφείου Διεκκλησιαστικών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιεράς Συνόδου Χωρεπίσκοπος Μεσαορίας κ. Γρηγόριος και ο Θεολόγος – Θρησκειολόγος δρ Φαίδων Παπαδόπουλος.
Πριν από την έναρξη των εργασιών διανεμήθηκε και διαβάστηκε μήνυμα της Αυτού Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, μέσα από το οποίο εξαίρεται η σημασία της συνάντησης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, αλλά και το επίκαιρο της πρωτοβουλίας, που συνέπεσε χρονικά με την εξηκοστή επέτειο της υπογραφής της Διεθνούς Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Το καθήκον της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον», όπως σημειώνει εμφαντικά ο Παναγιότατος, «μας καθιστά ικανούς να προωθήσουμε το διάλογο για επικράτηση της ειρήνης τού Θεού στον κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε πιστεύοντας στη δυνατότητα ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας μεταξύ των πιστών και καλοπροαίρετων ανθρώπων, οφείλουμε να εξεύρουμε πρακτικούς τρόπους προώθησης του αμοιβαίου σεβασμού, της συναντίληψης και της συνεργασίας».
Οι εργασίες του Σεμιναρίου άρχισαν με εισαγωγικές ομιλίες από τον εκπρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Γαλλίας κ. Εμμανουήλ και τον εκπρόσωπο της World Islamic Call Society δρα Ιμπραχίμ Ραμπού από τη Λιβύη. Και οι δύο ομιλητές τόνισαν τη σημασία του διαλόγου ανάμεσα στο Ισλάμ και το Χριστιανισμό και την αναγκαιότητα ανάδειξης των στοιχείων εκείνων, που είναι κοινά στις δύο θρησκευτικές παραδόσεις.
Το κύριο μέρος των εργασιών περιλάμβανε εισηγήσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων εκπροσώπων από διάφορες περιοχές του πλανήτη, μέσα από τις οποίες προβλήθηκαν εμπειρίες συμβίωσης μεταξύ των πιστών των δύο θρησκειών. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι τοποθετήσεις από το Πατριαρχείο Μόσχας (Διαθρησκειακή Συνεργασία στη Ρωσία), το Πατριαρχείο Σερβίας (Συμφιλίωση Μεταξύ Μουσουλμανικών και Χριστιανικών Κοινοτήτων), την Εκκλησία της Ελλάδος (Το Ισλάμ σε ΄Ενα Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιβάλλον), την Παλαιστινιακή Αρχή (Διαθρησκειακή Εκπαίδευση στο Σχολικό Περιβάλλον) και τη Λιβανική Μουσουλμανική αντιπροσωπεία (Πολιτιστική Ταυτότητα, Αντιπαράθεση, Συμφιλίωση σε ένα Μουσουλμανικό Περιβάλλον).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσαν οι παρεμβάσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων συνέδρων – δημοσιογράφων από ευρωπαϊκές και μεσανατολικές χώρες, μέσα από τις οποίες αναδείχθηκαν προβλήματα, προκλήσεις και αδυναμίες, που αντιμετωπίζει ο διαθρησκειακός διάλογος και περιγράφηκε η εικόνα, που εμφανίζουν χριστιανικού και μουσουλμανικού ενδιαφέροντος ζητήματα, στα Μ.Μ.Ε. περιοχών όπου κυριαρχεί το ένα ή το άλλο θρησκευτικό στοιχείο.
Στη γόνιμη συζήτηση, που διαδέχθηκε τις εισηγήσεις, υπήρξε ταύτιση απόψεων σε αρκετά ζητήματα όπως: α. η διαπίστωση ότι οι νέοι, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους προέλευση, αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο από τη θρησκεία, β. η αναγκαιότητα εξόδου του διαθρησκειακού διαλόγου από τα στενά όρια των θρησκευτικών ηγεσιών ή των πανεπιστημιακών αιθουσών και η επέκτασή του στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, γ. η παραδοχή ότι η ανεκτικότητα και σεβασμός της ετερότητας απορρέουν, τόσο από τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όσο και από αυτή του Κορανίου, δ. η πεποίθηση ότι ο διάλογος μεταξύ των θρησκειών μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην πρόληψη ή αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων και ε. η ανάγκη καταδίκης εξτρεμιστικών και φουνταμεντλιστικών πρακτικών, που ακολουθούνται εν ονόματι της θρησκείας, αλλά τελικά λειτουργούν σε βάρος της.
Από μερίδα Μουσουλμάνων συνέδρων διατυπώθηκαν ενστάσεις για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ομόθρησκοί τους στα ευρωπαϊκά κράτη και την ύπαρξη ισλαμοφοβίας στη Δύση, που εκφράζεται με την ταύτιση του Ισλάμ με τις διάφορες φουνταμενταλιστικές – τρομοκρατικές οργανώσεις, με ιστορικές αναδρομές στις επιδρομές των Οθωμανών κατά της Ευρώπης, με διακωμώδηση ενδυματικών ή λατρευτικών συνηθειών κ.ά..
Οι απαντήσεις που δόθηκαν από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς συνέδρους εστιάστηκαν α. στο γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά κράτη, ως κοσμικές δημοκρατικές κοινωνίες, αντιμετωπίζουν τους κατοίκους τους ως πολίτες και όχι ως θρησκευόμενα άτομα και απαιτούν από όλους τη συμμόρφωση με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, β. στο ό,τι οι Μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ευρώπη παρουσιάζουν μεγάλη ανομοιογένεια, αφού δεν προβάλλουν μια ενιαία ισλαμική παράδοση αλλά τις διάφορες εθνικές τους παραδόσεις.
Ουσιαστική και χαρακτηριστική επί του προκειμένου ήταν η παρέμβαση του Χωρεπισκόπου Μεσαορίας κ. Γρηγορίου, ο οποίος επεσήμανε τη μη ύπαρξη ισλαμοφοβίας στην Κύπρο, κάτι το οποίο θα δικαιολογείτο από την άποψη της εισβολής και κατάληψης μεγάλου μέρους των εδαφών της από ένα, κατά συντριπτική πλειοψηφία πληθυσμού μουσουλμανικό κράτος, την Τουρκία. Ως απόδειξη ο Θεοφιλέστατος προέβαλε την καθημερινή άφιξη στη νήσο μεταναστών ή λαθρομεταναστών από μουσουλμανικές χώρες της Μ.Ανατολής, την εξασφάλιση σ’ αυτούς συνθηκών ομαλής διαβίωσης και άσκησης των θρησκευτικών τους καθηκόντων, καθώς και τη συντήρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία, όλων των μουσουλμανικών ιερών χώρων, που βρίσκονται στο ελεύθερο τμήμα της Κύπρου.
Από πλευράς Χριστιανών της Μ. Ανατολής προβλήθηκε η αναγκαιότητα για συνεπή στάση στις διεκδικήσεις, ώστε η μουσουλμανική πλειοψηφία να εγγυάται στους Χριστιανούς τα ίδια δικαιώματα που διεκδικούν οι Μουσουλμάνοι στην Ευρώπη. Σήμερα, δυστυχώς, παρατηρείται μια τάση καταπίεσης των Χριστιανών, που εξαναγκάζονται να μεταναστεύουν, αφού στην πραγματικότητα και εντελώς άδικα υφίστανται τις συνέπειες για όσα δεινά προκαλούν στους Μουσουλμάνους οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις.
Στην ομιλία του με τίτλο «Religious coexistance between Christians and Muslims. The experience of Cyprus» ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Κύπρου δρ Φαίδων Παπαδόπουλος, αναφέρθηκε στη διά μέσου των αιώνων ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Κύπρο. Ανέπτυξε τις διάφορες πτυχές αυτής της συνύπαρξης και τόνισε τον αρνητικό πόλο των έξωθεν πολιτικών παρεμβάσεων, οι οποίες διαχρονικά επεδίωξαν και επιδιώκουν τη δημιουργία προϋποθέσεων θρησκευτικής αντιπαλότητας ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού. Τέλος παρουσίασε τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται, τόσο από την Κυπριακή Εκκλησία και ειδικά τον προκαθήμενό της Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο κ.κ. Χρυσόστομο Β΄, όσο και από την Κυπριακή Πολιτεία και τον Κυπριακό λαό γενικότερα.