Συνέντευξη Μακαριωτάτου
με τον Γιώργο Κέντα
για το Περιοδικό “Σύγχρονη Άποψη”
Ο Αρχιεπίσκοπος μιλά στη «Σύγχρονη Άποψη» για το ζήτημα της ενότητας και τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία της Κύπρου συνδράμει προς τον σκοπό αυτό. Υποστηρίζει ότι ο λαός της Κύπρου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, υπέδειξαν ωριμότητα όλα αυτά τα χρόνια και κράτησαν την προοπτική της συμβίωσης ανοικτή. Εκφράζει την ετοιμότητά του να στηρίξει οποιαδήποτε λύση υποστηρίξει ο λαός και δεσμεύεται ότι η Εκκλησία δεν πρόκειται να διχάσει τον λαό. Απαντά, επίσης, σε επικρίσεις που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητας.
Πώς βλέπετε τον ρόλο της Εκκλησίας αυτή την περίοδο;
Η Εκκλησία διαδραμάτισε μέσα στους αιώνες ένα θετικό ρόλο. Είναι η μητέρα όλων. Ενδιαφέρεται για όλους. Και το ενδιαφέρον της το κατέστησε πολύ φανερό μέσα στους αιώνες. Η Κύπρος είχε ελάχιστα χρόνια ελεύθερου πολιτικού βίου. Οι κατακτητές εναλλάσσονταν ο ένας μετά τον άλλο. Και η Εκκλησία, ως πραγματική μητέρα, στάθηκε κοντά στον λαό, ενέσκυψε πάνω στον λαό και του έδιδε θάρρος να υπερβεί τις δυσκολίες και να μείνει ριζωμένος στην γη των πατέρων του. Αυτός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε η εκκλησία μέσα στους αιώνες. Το ίδιο κάνει και σήμερα. Δεν ξεχωρίζει η Εκκλησία ούτε δεξιούς, ούτε αριστερούς, ούτε κεντρώους. Έχει την άποψή της και την λέει. Η Εκκλησία δεν θέλει να ψεύδεται ή να παραπλανεί τον λαό. Τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντοτε, η αλήθεια είναι πικρή. Δεν μας ενδιαφέρει αν κάποιοι δεν συμφωνούν μαζί μας. Η Εκκλησία πρέπει να είναι αυθεντική και να λέει την αλήθεια με θάρρος, ιδιαίτερα σήμερα που ο τόπος κινδυνεύει.
Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της ενότητας στο εσωτερικό μέτωπο ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Κύπρου;
Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει ενότητα. Εάν όμως κάποιοι ως ενότητα εννοούν να κλείσουν τα στόματά τους οι πάντες και να μιλά ένας, αυτό δεν το καταλαβαίνω και τέτοια ενότητα δεν την θέλω. Δεν είναι ενότητα αυτή. Όλος ο λαός προαισθάνεται την αρνητική κατάσταση που εξελίσσεται. Απέναντί μας έχουμε έναν κατακτητή δύσκολο, ο οποίος αν και πέρασαν 35 χρόνια δεν έκανε καμία -ούτε καν ανεπαίσθητη- υποχώρηση. Ο λαός μας στο σύνολό του θέλει λύση, όχι διάλυση. Θέλει μια πραγματική λύση με την οποία να μπορέσει να ζήσει ευτυχισμένος στην γη των πατέρων του. Δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Ο λαός μας αγαπά ο ένας τον άλλο. Επί αιώνες ζήσαμε ευτυχισμένοι. Μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι και στο μέλλον. Αυτό απεδείχθη μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα: Ήρθαν οι Τούρκοι στις ελεύθερες περιοχές, πήγαμε εμείς στις υπό κατοχή περιοχές. Ούτε μύτη έσπασε, ούτε εχθρότητα υπάρχει. Με πολλή χαρά μας δέχονται και με χαρά τους δεχόμεθα εδώ. Συνεπώς, υπάρχει ενότητα και μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, υπάρχει ενότητα και αγάπη μεταξύ του λαού μας. Εάν υπάρχουν απόψεις για την λύση, αυτό είναι δημοκρατικό δικαίωμα και αλίμονο αν δεν υπήρχαν διαφορετικές απόψεις. Μόνο στα δικτατορικά καθεστώτα επικρατεί μια μόνον άποψη.
Έχετε αντιπαραβάλει την ενότητα με την προσπάθεια φίμωσης, να κλείσουν τα στόματα, όπως είπατε. Θεωρείτε ότι αυτή την περίοδο στην χώρα μας γίνεται μια τέτοια προσπάθεια από οποιονδήποτε;
Αν κάποιος λέει ότι «επιθυμούμε ενότητα και πρέπει να υπάρξει ενότητα» και με αυτό εννοεί ότι πρέπει οι πάντες να κλείσουν τα στόματά τους και να μιλά μόνο ένας, δεν είναι ενότητα αυτή. Ενότητα λέω ότι υπάρχει. Το να ακούγονται διαφορετικές απόψεις είναι υγειές φαινόμενο, είναι δείγμα δημοκρατίας και ελευθερίας. Ο λαός μας χαρακτηρίζεται από αυτήν την ελευθερία. Υπάρχει ελευθερία λόγου και ο καθένας κάνει εκείνο που νομίζει σωστό. Πρόκειται για δημοκρατικές αρχές που πρέπει να πρυτανεύουν για να μπορεί ο τόπος να πηγαίνει μπροστά. Πιστεύω λοιπόν ότι αυτή η ενότητα που χρειάζεται ο τόπος είναι δεδομένη, υπάρχει.
Γιατί τότε νομίζετε ότι γίνεται συνεχώς επίκληση της ανάγκης για ενότητα;
Διότι δεν υπεισέρχονται στο τι εστί ενότητα.
Δηλαδή θεωρείτε ότι η συζήτηση περί ενότητας αφορά διαφορετικές αντιλήψεις;
Ασφαλώς.
Ας επικεντρωθούμε σε ένα ζήτημα, το οποίο αναδείξατε πιο πάνω. Αναφερθήκατε σε ενότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Νομίζετε ότι η Εκκλησία της Κύπρου μπορεί να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο, έτσι ώστε να διατηρηθεί αυτό το κλίμα και να αποφευχθεί μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο θρησκευτικά δόγματα;
Όλοι οι Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, δεν ήσαν ποτέ στενοκέφαλοι. Ποτέ η θρησκεία δεν συνετέλεσε στην διαίρεση του λαού. Μάλλον συνέβαλε στην ενότητα του κυπριακού λαού. Ουδέποτε είχαμε θρησκευτικές διαφορές. Δεν είχαμε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις. Αντίθετα. Εμείς μετείχαμε στις θρησκευτικές τελετές των Τούρκων και εγενόμεθα μέτοχοι της χαράς τους όταν εγιόρταζαν, όπως και εκείνοι ερχόντουσαν στις δικές μας τις τελετές και εγενόντουσαν μέτοχοι της δικής μας χαράς όταν γιορτάζαμε. Για πολλούς αιώνες είχαμε αυτή την σχέση κατανόησης και αγάπης μεταξύ μας. Θρησκευτικό πρόβλημα ούτε υπήρξε ποτέ στην Κύπρο, ούτε υπάρχει σήμερα, ούτε και στο μέλλον θα υπάρξει. Μου έχει προταθεί να συναντηθούμε με τον Μουφτή. Και είπα «όποτε θέλει». Και αν θέλει είναι προσκεκλημένος να έρθει εδώ, στην Αρχιεπισκοπή. Να μιλήσουμε και να φάμε μαζί το μεσημέρι. Μου είπε ότι είναι καλύτερα να βρεθούμε στο Λήδρα Πάλας και απάντησα ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα.
Θεωρείτε ότι αυτή η ενότητα μπορεί να διαταραχθεί;
Όταν επιζητώ την ενότητα πρέπει να υπάρχει και αλληλοσεβασμός. Πρέπει να σέβομαι τον άλλο και εκείνος να σέβεται εμένα. Είπα ότι υπάρχει αυτή η ενότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ναι, αλλά όταν μέσα στο σπίτι μου, μέσα στην περιουσία μου, ευρίσκονται οι Τουρκοκύπριοι διά των όπλων, διά της επεμβάσεως της Τουρκίας, πώς θέλουν την ενότητα; Μπορώ λοιπόν να πω ότι θαυμάζω τον λαό μας, που παρόλον ότι εξεδιώχθη από τα σπίτια και τις περιουσίες του, όταν πηγαίνει πίσω βλέπει με αγάπη τον Τουρκοκύπριο που είναι μέσα στο σπίτι του και την περιουσία του. Δεν πήγε κανένας ούτε να τσακωθεί μαζί με κάποιο Τουρκοκύπριο, ούτε και να του πει «φύγε από το σπίτι μου και την περιουσία μου». Αντί αυτού, περιμένει την λύση του εθνικού μας προβλήματος το οποίο είναι πρόβλημα μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, όχι μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων όπως δυστυχώς το έχουμε αναγάγει σήμερα. Ειλικρινά θαυμάζω τους Ελληνοκύπριους που ευρίσκονται σε πολύ ψηλά επίπεδα ευγένειας, δημοκρατίας και αγάπης έναντι των Τουρκοκυπρίων.
Εν τούτοις, ένας παρατηρητής θα σας έλεγε ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει ενότητα ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Αντίθετα, υπάρχει μια έντονη πολιτική αντιπαράθεση, αν όχι σύγκρουση. Και κυρίως, αυτή η πολιτική αντιπαράθεση είναι το ίδιο έντονη στο εσωτερικό των δύο κοινοτήτων. Πώς θα αντιμετωπίζατε μια τέτοια παρατήρηση;
Όταν ο Κύπριος ακούει τον ένα πολιτικό να λέει «δέχομαι την ομοσπονδία», άλλον να λέει «θέλω το ενιαίο κράτος», άλλον να δέχεται την συνομοσπονδία, άλλον να δέχεται την διχοτόμηση, τότε αυτή η ενότητα που επιθυμούμε διαταράσσεται. Για να υπάρχει αυτή η ενότητα και να μην αναστατώνονται κάποιοι, ιδίως οι πρόσφυγές μας που έχασαν τα πάντα, οφείλει όλη η ηγεσία να έχει τον ίδιο στόχο. Όλοι πρέπει να πούμε: Αυτός είναι ο στόχος της Κύπρου και όλη η πολιτική ηγεσία, η οποία να τραβά μαζί της και τον λαό, πρέπει να έχει ένα και μόνο στόχο. Διότι οι πολλοί στόχοι προκαλούν αναστάτωση και σύγκρουση. Αν υπήρχε μια ομόφωνη εθνική γραμμή, τότε αυτό θα ήταν το ιδανικό.
Θεωρείτε ότι σε περίπτωση μιας λύσης του κυπριακού, με την οποία δεν θα ικανοποιηθούν όλοι, θα μπορέσει να διατηρηθεί αυτή η ενότητα ανά-μεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους;
Εάν έρθει κάποιο σχέδιο και ο λαός το υπερψηφίσει τότε η Εκκλησία, και αντίθετη να ήταν σε αυτό το σχέδιο, αφού ο λαός θα το έχει ψηφίσει, δεν μπορεί να συμβάλει στην διαίρεση του λαού. Η Εκκλησία θα επέμβει με όλη την δύναμη της ψυχής της και θα ζητήσει σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές. Αφού ο λαός δέχθηκε αυτή την λύση οφείλουμε να την υποστηρίξουμε, διότι εάν διχαστούμε η καταστροφή θα είναι ολοκληρωτική. Ενώ, αν υποστηρίξουμε έστω κα μία λύση που δεν είναι αρεστή σε εμάς, αλλά τουλάχιστο να είναι λειτουργική, τότε το κακό θα είναι λιγότερο. Η Εκκλησία σίγουρα δεν θα ρίξει λάδι στην φωτιά. Θα διαφωνεί αν δεν της αρέσει η λύση εκ των προτέρων, αλλά από την στιγμή που θα αποφανθεί ο λαός νομίζω ότι θα έκανε κακό αν συνέβαλλε στον διχασμό.
Έχετε κατηγορηθεί ότι παρεμβαίνετε στο κυπριακό χωρίς να ενημερώνεστε. Πώς απαντάτε;
Είμαι πολύ καλά ενημερωμένος, όχι λιγότερο από τους αρχηγούς των κομμάτων. Τώρα, αν από τις απαντήσεις που δίδω νομίζουν μερικοί ότι δεν κατέχω τα θέματα, κάνουν λάθος. Διότι δεν θα απαντώ όπως θέλουν εκείνοι. Θα απαντώ όπως θέλω εγώ. Και προσπαθώ πάντοτε να είμαι ενημερωμένος, παρακολουθώ τόσο τα δελτία ειδήσεων όσο και τον Τύπο. Δεν κατοικώ ούτε σε κάποια σπηλιά απομονωμένος, ούτε στο φεγγάρι ευρίσκομαι. Βρίσκομαι σε αυτό τον χώρο, όπου υπάρχουν πλουραλιστικά ΜΜΕ και κάνουν λάθος εκείνοι που νομίζουν ότι δεν ξέρω τι συμβαίνει. Μπορεί να μην συμφωνούν με τις απαντήσεις που δίδω στις ερωτήσεις των διαφόρων δημοσιογράφων, αλλά επαναλαμβάνω ότι η απάντηση είναι δική μου.
Έχετε κατηγορηθεί επίσης ότι με τον τρόπο που εκφράζεστε δεν συμβάλλετε στην ενότητα. Πώς απαντάτε σε αυτό;
Όπως έχω πει, η αλήθεια είναι πικρή. Αλλά η Εκκλησία που διδάσκει την αλήθεια δεν μπορεί να την καμουφλάρει. Δεν μπορεί να την κρύψει. Η αλήθεια είναι αλήθεια και αργά ή γρήγορα θα επιπλεύσει. Είναι πιο σωστό να λέμε την αλήθεια έστω και αν κάποιοι ενοχλούνται. Η Κύπρος είναι και δική μου πατρίδα, δεν ανήκει περισσότερο σε κάποιους άλλους, ανήκει σε όλους μας. Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να ενδιαφέρεται και να μιλά για την πατρίδα του. Δεν νομίζω ότι έχει κανείς το δικαίωμα να απαγορεύσει σε κάποιον να εκφράσει την άποψή του.
Κατά καιρούς κάποιοι υποστήριξαν -και ακόμα υποστηρίζουν- ότι οι θέσεις του Αρχιεπισκόπου δεν είναι θέσεις της Ιεράς Συνόδου. Πώς απαντάτε σε αυτό;
Έχουμε δημοκρατία. Μπορεί και μέσα στην Σύνοδο κάποιοι αδελφοί να έχουν διαφορετικές απόψεις. Αλλά την Σύνοδο την εκφράζει, ο Αρχιεπίσκοπος, άρα ο Αρχιεπίσκοπος την εκφράζει είτε ομοφώνως είτε κατά πλειοψηφία. Δεν πράττει αντίθετα από ό,τι η Σύνοδος αποφασίζει. Σύμφωνα με το καταστατικό της Εκκλησίας της Κύπρου, δεν μπορεί κανένας να εκπροσωπεί την Σύνοδο παρά μόνον ο Αρχιεπίσκοπος.
Νομίζετε ότι μπορείτε να παίξετε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο ως Αρχιεπίσκοπος αυτή την περίοδο που διανύουμε στο κυπριακό;
Νομίζω πάντοτε η Εκκλησία είχε ένα ρόλο εθνικό τον οποίο δεν επιθυμούμε να απεμπολήσουμε, αλλά να τον διαδραματίσουμε. Πάντοτε με θετικό πνεύμα και αποτελεσματικότητα.
Πώς νομίζετε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει αυτό τον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας;
Νομίζω ότι ο λαός, στην πλειοψηφία του, είναι θετικός ως προς τον ρόλο αυτό της Εκκλησίας. Πολλές φορές ακούμε και αντίθετες απόψεις, αλλά σε μια δημοκρατία πρέπει να ακούονται όλες οι απόψεις. Νομίζω ότι με πολλή χαρά δέχεται ο λαός τις απόψεις μας. Εμείς ακούμε τον λαό μας. Είμεθα καθημερινά μέσα στον λαό. Δεν τον αποφεύγουμε. Τον πλησιάζουμε και με τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας, με τις θείες λειτουργίες, με τις συνάξεις που έχουμε και έτσι μπορούμε να παίρνουμε τον σφυγμό του. Δεν νομίζω ότι είμαστε απώντες και μακράν του λαού.
Περιοδικό “Σύγχρονη Άποψη”, τεύχος Οκτωβρίου 09, σ 18-21.