Το λοιπόν, να τυπώσετε βαθιά στη μνήμη τη φωτογραφία ή τη σκηνή που είδατε στις τηλεοράσεις και να την πολλαπλασιάσετε και να την προβάλετε στο μέλλον: από τη μια ο οποιοσδήποτε Ταβούτογλου κι από την άλλη ο οποιοσδήποτε Ταλάτ να στέκονται και με ύφος εκατό Αττίλων από εξέδρας να μας υπαγορεύουν: «Θα φέρετε εις πέρας όσα αναφέρονται πιο κάτω: πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Ως το τέλος του χρόνου». Και να μας ειρωνεύονται, με εκείνο το μειδίαμα Τζοκόντα.
Είτε λυθεί το κυπριακό είτε δεν λυθεί, η εικόνα αυτή θα επαναλαμβάνεται επί το τερατουργηματικότερο. Ο κάθε Τούρκος υπουργός των εξωτερικών θα προστάζει με χαραγμένο χαμόγελο, ενώ το κάθε τσιράκι του εδώ θα μας υπαγορεύει τους όρους του, για να μεγαλύνει το παράνομο κρατίδιό του.
Κι όλα αυτά, γιατί εμείς τους το επιτρέψαμε. Κι αν συνεχίσουμε να έχουμε αυτό το άηθες, το ραγιαδίστικο, και το «σφάξε με, φταίω εγώ για όλα, ήμουν ληστής και τρομοκράτης και φονιάς», αν συνεχίσουμε σ’ αυτό το τέμπο, ραγιάδες θα γενούμε, ραγιάδες θα γεννούμε και ραγιάδες θα πεθαίνουν τα παιδιά των παιδιών μας, κρίμα κι άδικο.
Γι’ αυτό, λέω, καιρός να πούμε ο καθένας το «ως εδώ και μη παρέκει». Έχουμε ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, ήθος, κι ας ξαναβρούμε το θάρρος, όσο μας απέμεινε. Δεν είναι εθνικισμός, δεν είναι σοβινισμός. Μη φοβόμαστε τις λέξεις και τις ετικέτες.
Τις χρησιμοποιούν για να κάμψουν αντιστάσεις. Αγαπούμε τον πλησίον μας, αγαπούμε την ειρήνη, αλλά πλαστήκαμε για να είμαστε ελεύθεροι κι εμείς και τα παιδιά μας. Και να είμαστε ο εαυτός μας. Κι αυτό δεν είναι ούτε σοβινισμός ούτε εθνικισμός. Όπως δεν είναι, αν δεν ξεχνούμε τα σκλαβωμένα χώματά μας, κι αν δείχνουμε την Κύπρο μας καθημαγμένη.
Γιατί φαίνεται πως στήθηκε ολόκληρη μηχανή, όχι μόνο για να μας επιβάλει μια λύση ανελεύθερη αλλά και για να μας αγκυλώσει την ψυχή. «Μη εκείνο, μη ετούτο». Από τώρα. Κι από ξένους και από δικούς. Ας μεγεθύνουμε και ας πολλαπλασιάσουμε τις εικόνες αυτές και τα στρεβλά ακούσματα. Ας τα δούμε κι ας τα ακούσουμε να προβάλλονται στο μέλλον. Εμείς υπάκουα αρνιά, κι οι ξένοι τσέλιγκες να μας προγκίζουν. Έτσι θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας; Με φοβέρες και προσταγές, με διαγράμματα και τέρμινα, υπηρέτες ξένων συμφερόντων;
Μα φταίνε, αλίμονο, κι όσοι σέρνουν το λαό στη δουλοπρέπεια. Να βλέπεις τη χριστιανή να ανέχεται ν’ ανοίγει την τσάντα της μια ψευδοαστυνομικίνα για να την ερευνήσει! Να βλέπεις να τους κατεβάζουν από τα λεωφορεία να τους ελέγξουν! Ξένοι στην πατρίδα τους! Στο κράτος τους! Οι Βρετανοί ξανάρχονται; Σε λίγο θα μας βάζουν κέρφιου και θα κλείνουμε πόρτες, στόματα, παντζούρια!
Ανάγκη πάσα, τελικά, να ξαναβρούμε τις πηγές του θάρρους μας, να αντιμετωπίσουμε όσους μας παραπλανούν, όσους μας συγχύζουν, όσους παραποιούν την Ιστορία μας και μολύνουν την ψυχή μας.
Γιατί ο αγώνας τώρα παίζεται στο αλώνι της ψυχής. Γι’ αυτό χρειάζεται να ξαναβρούμε τη γνησιότητά μας, να τη φορέσουμε άυλη πανοπλία, και για τους ξένους και για τους δικούς. Που θέλουν να μας μετατρέψουν σε ραγιάδες, κι εμάς και τα παιδιά μας. Κρίμα κι άδικο.
του φιλόλογου Στέλιου Παπαντωνίου