Χαιρετίζω με ιδιαίτερη πατρική αγάπη τα συνέδρια του Κεντρικού Συμβουλίου της ΠΟΜΑΚ και της ΠΣΕΚΑ καθώς και το Παγκόσμιο Συνέδριο της Νεολαίας της ΠΟΜΑΚ που έχουν γίνει ένας ευχάριστος θεσμικός δροσερός σταθμός μέσα στην αύρα του Κυπριακού Αυγούστου.
Ίσως καταντά κοινότυπο, αλλά είναι ανάγκη να το επαναλάβω σε όλους σας, αγαπητοί απόδημοι, ότι η Εκκλησία ποτέ δεν σας ξεχνά. Και μόνον η καθημερινή προσευχή μας «υπέρ των εν θαλάσση μακράν» (διαβιούντων), κατά το αρχαίο λεκτικό και την αρχαία ορολογία, δείχνει πόσο σας σκεπτόμαστε και πόσο επενδύουμε σ’ εσάς.
Σκέφτομαι πως είναι μεγάλο προνόμιο, πραγματική ευλογία Θεού να έχει ο άνθρωπος δική του πατρική γη. Να μπορεί να προφέρει σαν το πιο φυσικό των πραγμάτων τον μεγάλο λόγο «Είμαι στον τόπο μου. Ή πηγαίνω στον τόπο μου». Όσοι από σας, ή από μας, δεν μπορούμε ελεύθερα να πάμε στο χωριό ή την πόλη μας, ή κι όταν καταφέρνουμε υπό τις ανελεύθερες συνθήκες που μας επεβλήθηκαν να πάμε, ως επισκέπτες, νιώθουμε πως δεν ήταν ο τόπος μας που ξέραμε, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Και καταλαβαίνουμε τη μεγάλη σημασία αυτών των συνεδρίων. Θέλουμε να κατοχυρώσουμε τη δυνατότητα συνέχισης της παρουσίας μας στην Κύπρο (και ας μη φανώ υπεραπαισιόδοξος. Δεν είναι πλέον απόμακρο το αντίθετο ενδεχόμενο)• αλλά θέλουμε να κατοχυρώσουμε και την προοπτική απελευθέρωσης των κατεχομένων μας. Δεν είναι δηλαδή μόνον ο βαθιά ανθρώπινος προσωπικός συναισθηματικός δεσμός με τον τόπο μας που μας κάνει να τον βλέπουμε ως μοναδικό και ανεκτίμητο. Είναι και ο κίνδυνος απώλειάς του που κατευθύνει τα βήματά μας κάθε χρόνο εδώ για ενημέρωση αλλά και για συμπροβληματισμό.
Τριάντα πέντε χρόνια από τα τραγικά γεγονότα του 1974, κι όμως δεν μπορούμε να πούμε πως διακρίνουμε έστω και αμυδρό φως στο δρόμο επίλυσης του προβλήματός μας. Αντίθετα μάλιστα. Έχω την αίσθηση ότι συρθήκαμε σε ατραπούς σκοτεινές και σε λαβύρινθους δαιδαλώδεις από τους οποίους μόνο με αποφασιστικά άλματα μπορούμε να ξεφύγουμε κι όχι με τις συνηθισμένες συμβατικές κινήσεις.
Το πρόβλημά μας ήταν και είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Είναι πρόβλημα εδαφικής επέκτασης μιας χώρας έναντι άλλης. Κι ενώ στην αρχή έτσι το αντιμετωπίζαμε, αρνούμενοι την προσέλευση σε συνομιλίες χωρίς την τήρηση κάποιων θεμελιωδών προϋποθέσεων, σιγά – σιγά διολισθήσαμε στις θέσεις των Τούρκων. Δεχθήκαμε δικοινοτική ομοσπονδία, όταν ακόμα δεν υπήρχε ούτε ένας έποικος, περάσαμε στη διζωνική, δεχόμαστε την παραμονή κάποιων εποίκων, κι όμως καμιά πρόοδος. Εξισώσαμε το 18% με το 82%, προτείναμε την εκ περιτροπής προεδρία, κι όμως δεν παρατηρήθηκε μετακίνηση των Τουρκικών αδιάλλακτων θέσεων. Και δεν διαχειρίστηκε το εθνικό μας θέμα ένας μόνον πρόεδρος ή μια κυβέρνηση. Υπήρξαν κυβερνήσεις από όλα τα φάσματα του πολιτικού μας κόσμου. Από τη δεξιά, το κέντρο, την αριστερά. Όλοι οι πρόεδροι από του αειμνήστου Εθνάρχου Μακαρίου μέχρι και του προέδρου Χριστόφια κατέβαλαν το άπαν το δυνάμεών των προκειμένου να εξευρεθεί μια βιώσιμη λύση για τον λαό μας. Καταλαβαίνουμε ότι στα πλαίσια αυτών των φιλότιμων προσπαθειών έγιναν και όλες οι υποχωρήσεις – πολλές από τις οποίες ως υποχωρήσεις αρχών θα έπρεπε να είχαν, κατά τη γνώμη μας, αποφευχθεί -.
Κι όμως, τόσα χρόνια μετά, βρισκόμαστε σε πολύ χειρότερο σημείο απ’ ό,τι αμέσως μετά την εισβολή. Είναι ξεκάθαρο πως δεν φταίει η πλευρά μας γι’ αυτό, και κανένας από τους μέχρι σήμερα προέδρους. Ήταν όλοι πρόεδροι λύσης. Δεν βρήκαν, όμως, ανταπόκριση από τον κατακτητή.
Όταν ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξήγγελλε μακροχρόνιο αγώνα δεν έκανε μιαν απλή επιλογή ανάμεσα στις πολλές. Διέβλεπε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος αγώνα. Ο μακροχρόνιος αγώνας μας επεβλήθη. Θα πρέπει όμως να τον προγραμματίσουμε ορθά για να μπορέσει να αποδώσει. Κι εκφράζοντας την αγωνία της Εκκλησίας, θα ’θελα να θέσω, αγαπητοί απόδημοι, στο συνέδριό σας τις θέσεις μου με πολλή συντομία. Οι αναφορές μου δεν έχουν καμιά αιχμή για κανένα. Είναι έκφραση αγωνίας για τα αδιέξοδα που μας κυκλώνουν και οριοθετούν την ευθύνη μου από το δισχιλιόχρονο θεσμό που εκπροσωπώ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα συμφέροντα Ανατολής και Δύσης εστιάζονται σήμερα στην Τουρκία. Η γεωγραφική της θέση πάντα την έκανε περιζήτητο στρατιωτικό σύμμαχο, ενώ ο μεγάλος πληθυσμός της ελκύει το οικονομικό ενδιαφέρον κρατών αλλά και οικονομικών οργανισμών. Η πρόσφατη μάλιστα αναδόμηση της αξίας της με το πέρασμα αγωγών φυσικού αερίου από το έδαφός της και η επίσκεψη των δύο κοσμοκρατόρων εκεί, μας εμπεδώνουν ένα ανεπιθύμητο μεν, αλλά συγκεκριμένο, υπαρκτό δεδομένο.
Στο σύγχρονο κόσμο αξίες και αρχές σχετικοποιούνται. Είναι η εποχή – και πότε δεν ήταν τέτοιες οι εποχές; - των ωμών συμφερόντων. Γι’ αυτό και θα πρέπει να εδράσουμε τον αγώνα μας σε παγκόσμια αποδεκτές και αυτονόητες αρχές, τις οποίες δύσκολα κάποιος θα μπορέσει να παραβλέψει και ουδέποτε θα μπορέσει να αμφισβητήσει. Όταν η Ευρώπη, π.χ., θεωρεί αυτονόητο και εκ των ων ουκ άνευ δικαιωμάτων του ανθρώπου, το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, ελεύθερης εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας σε όλες τις χώρες της, ποιο ηθικό έρεισμα θα έχει κάποιος για να αρνηθεί τούτο για μας; Όταν όλοι κόπτονται για κατάργηση των κάθε είδους διακρίσεων και υπερπρονομίων, είναι δυνατόν να αποδεκτούν την κατάργηση της αρχής ένας άνθρωπος, μία ψήφος, αν εμείς δεν απεμπολήσουμε για τον εαυτό μας αυτό το δικαίωμα; Αν οι διεθνείς συμβάσεις θεωρούν έγκλημα πολέμου τον εποικισμό, ποιος θα τον αποδεχτεί αν δεν του δώσουμε εμείς κάλυψη;
Αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν μιαν ευθαρσή τοποθέτησή μας απέναντι στην κατοχή. Τοποθέτηση ηγεσίας και λαού. Η δικαιολόγηση ενεργειών της κατοχής (όπως έγινε με την εκβάθυνση του λιμανιού των Κοκκίνων) και η μη αντίδραση σε απαράδεκτες ενέργειές της, η αποσιώπηση και η συγκάλυψη εγκλημάτων που οι ίδιοι οι Τούρκοι ομολογούν, ή αποδεικνύεται περίτρανα ότι διέπραξαν εις βάρος αθώων πολιτών, για να μη διαταραχθεί, τάχα, το κλίμα των συνομιλιών, αποδυναμώνουν τη φωνή μας στο εξωτερικό και ισοπεδώνουν το ηθικό του λαού μας. Κάθε κατακτητής, και περισσότερο η Τουρκία, δεν συγκινείται από αβρότητες. Τις εκλαμβάνει ως απροθυμία αντίδρασης και τις αξιολογεί ως αδυναμία δράσης, με αποτέλεσμα να σκληρύνει τη θέση του. Μια πορεία 35 χρόνων θωπειών προς τον κατακτητή, πρέπει να μας έχει πείσει για το ατελέσφορο αυτής της μεθόδου. Δεν πρέπει να θωπεύουμε αλλά να εκθέτουμε τον κατακτητή σε κάθε προσφερόμενο βήμα και για κάθε ενέργειά του.
Ακόμα το ότι ανεχόμαστε τον Βρετανό ύπατο αρμοστή να υποτιμά όχι μόνο την αξιοπρέπεια αλλά και τη νοημοσύνη μας, να συμπεριφέρεται ως αποικιακός κυβερνήτης, να προαναγγέλλει εξελίξεις και να υποδεικνύει τρόπους δράσης, δεν συνιστά έκπτωση από τα επιθυμητά επίπεδα αγώνα;
Μια τέτοια τοποθέτησή μας προϋποθέτει, ασφαλώς, με τη σειρά της, και προθυμία για θυσίες. Σημεία κόπωσης και κάμψης υπάρχουν, δυστυχώς, στο λαό μας και είναι εμφανή. Οι πιέσεις για εξασφάλιση μικροεξυπηρετήσεων της καθημερινότητας (όπως για διάνοιξη οδοφραγμάτων) ανεξάρτητα από το κόστος στις θέσεις αρχών που διακηρύττουμε, υπονομεύουν τον αγώνα μας. Κι η συνεχιζόμενη οικονομική ενίσχυση της κατοχής, με επισκέψεις δίκην τουριστών στην κατεχόμενη γη μας, η θέα της οποίας μόνο άφατη θλίψη και οδύνη θα ’πρεπε να μας προκαλούν, υποδηλώνουν εθνική μυωπία και αξιολογικό δαλτωνισμό. Τι να πει κανείς και για την αυξανόμενη τάση αποφυγής της στράτευσης για υπεράσπιση της πατρίδας;
Είμαστε σίγουροι πως όλα τα πιο πάνω κι άλλα, ακόμα, πολλά απασχολούν αλλά και ενοχλούν πολύ περισσότερο εσάς, αγαπητοί απόδημοι. Εσείς δεν ισοπεδωθήκατε από την καθημερινή σας επαφή με την εισβολή. Ούτε και σας ξεγελά η «άνετη προσωρινότητα». Για σας το ρολόι για την Κύπρο σταμάτησε την ώρα του ξενιτεμού, τη στιγμή της αναχώρησης. Πιστεύω πως θα αναφερθείτε σ’ αυτά, στα συνέδριά σας. Κι ότι θα συζητήσετε τρόπους συντονισμού με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση που χειρίζεται υπεύθυνα το θέμα.
Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν δεν εξέφραζα και την απογοήτευσή μου για την αδυναμία συντονισμού των κατά τόπους οργανώσεων των αποδήμων μας. Χωρίς την αταλάντευτη εμμονή μας σε αρχές, χωρίς την ακατάπαυστη ετοιμότητα ψυχής και πνεύματος, αλλά κυρίως χωρίς συντονισμό, όσο μεγάλες κι αν είναι οι προσπάθειες, όσες κι αν είναι οι θυσίες, δεν φέρουν αποτέλεσμα. Μοιάζουν με άλματα επί τόπου που, μπορεί να κουράζουν αλλά δεν φέρουν αποτέλεσμα• που αναλώνουν δυνάμεις αλλά δεν συνιστούν πρόοδο• που παρουσιάζουν κινητικότητα αλλά με μηδενικό έργο, αφού δεν παρατηρείται μετακίνηση. Κι έτσι συμβαίνει, δυστυχώς με σας. Αναμφίβολα κουράζεστε, εργάζεστε, αγωνιάτε. Ποιο όμως είναι το αποτέλεσμα;
Οι Εβραίοι απόδημοι, πολύ λιγότεροι σήμερα από τους Έλληνες αποδήμους, μπόρεσαν με το συντονισμό μεταξύ τους και την προγραμματισμένη δουλειά τους να συντονίσουν την πολιτική των χωρών, στις οποίες διαβιούν, με τα συμφέροντα της χώρας τους. Μπορούν όχι μόνον να εκλέγουν βουλευτές, γερουσιαστές, δημάρχους, πολύ περισσότερους από την αριθμητική αναλογία τους, αλλά και να επιβάλλουν πολιτική στις χώρες όπου διαμένουν. Εμείς, κι όταν εκλέγουμε κάποιους βουλευτές ή τοπικούς άρχοντες – πάντως σε πολύ μικρότερο αριθμό, συγκριτικά με τους Εβραίους - , δεν επηρεάζουμε, λόγω μη συντονισμού, κανένα. Είναι ένα μεγάλο μειονέκτημά μας.
Το μειονέκτημα αυτό γίνεται μεγαλύτερο, αν αναλογιστούμε και το ανάδελφο του ελληνικού έθνους στον κόσμο. Όλα τα έθνη, λίγο – πολύ, έχουν τους συγγενείς τους, τα φυσικά τους, κατά κάποιο τρόπο, στηρίγματα: Οι Λατίνοι, οι Αγγλοσάξωνες, οι Άραβες, οι Σλάβοι, είναι οικογένειες κρατών. Όσο κι αν αυτές οι συγγένειες περνούν κάθε τόσο από δοκιμασίες, παραμένουν ένα βασικό γι’ αυτούς τους λαούς πλεονέκτημα. Εμείς είμαστε μόνοι, ανάδελφοι, χωρίς αδελφό έθνος. Κι αυτό επιβάλλει περισσότερο τον μεταξύ μας συντονισμό.
Αν συντονιστούμε κι αν δείξουμε αποφασιστικότητα για αγώνα, είναι ακόμα καιρός. Μπορούμε να σωθούμε. Όχι απλώς να επιβιώσουμε αλλά και να μεγαλουργήσουμε.
Σας καλωσορίζω και πάλι στην πατρίδα κι εύχομαι κάθε επιτυχία.