Διαβάστε το κείμενο του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος εδώ...
Οι Λόγοι και τα προς την Κοίμηση της Θεοτόκου Εγκώμια των εκκλησιαστικών συγγραφέων, σκοπό έχουν να αναδείξουν το εορτολογικό περιεχόμενο και να εξάρουν το σωτηριολογικό μήνυμα της εορτής. Τα κείμενα αυτά, δεν είναι ούτε ευχολόγια, ούτε τυπικά, επομένως δεν πρέπει να αναμένεται από αυτά εκτεταμένη αναφορά στον τρόπο τελέσεως (τελετουργικό) της εορτής της Κοιμήσεως.
Τόσο στην ιστορία της χριστιανικής λατρείας, όσο και στη θρησκευτική λαϊκή συνείδηση, η έννοια της εορτής είναι στενά συνυφασμένη με την έννοια της πανηγύρεως. Οι εγκωμιάζοντες την Κοίμηση εκκλησιαστικοί συγγραφείς επισημαίνουν την έννοια της πανηγύρεως, η οποία πηγάζει από το θάνατο. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι το 14ο αιώνα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποκαλεί την εορτή ως παγκόσμιο πανήγυρη, γεγονός το οποίο σημαίνει, όχι μόνο την καθολική επικράτηση της εορτής, αλλά και την αποβολή του όποιου πένθιμου χαρακτήρα.
Η πανήγυρη της Κοιμήσεως είναι κοινή για τους αγγέλους και τους ανθρώπους, για τα επίγεια και τα ουράνια. Η άποψη αυτή πηγάζει από τις ποικίλες διηγήσεις, στις οποίες σαφώς μαρτυρείται η παρουσία των αγγελικών δυνάμεων μαζί με τους αποστόλους και τους λοιπούς πιστούς κατά την Κοίμηση και τον ενταφιασμό της Θεοτόκου. Πηγάζει, επίσης, από τις μαρτυρίες των διηγήσεων περί συμμετοχής της φύσεως στον προθανάτιο και επιθανάτιο θρήνο. Η πανήγυρη της Κοιμήσεως αποτελεί εορτή σεβάσμιο, πηγή χαράς και λαμπρότητας. Οι μαρτυρίες αυτές αντανακλούν, προφανώς, τον τρόπο επιτελέσεως της πανηγύρεως κατά την εποχή των εκκλησιαστικών συγγραφέων τους. Τα στοιχεία του σεβασμού, της χαράς και της λαμπρότητας είναι ενδεικτικά της σημασίας του εορτασμού, αλλά και της τελετουργικής μεγαλοπρέπειας.
Ενδιαφέρουσα παράμετρος στο θέμα της πανηγύρεως είναι η διάκριση που κάνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ανάμεσα στο χριστιανικό εορτασμό και τους αντίστοιχους ειδωλολατρικούς εορτασμούς. Ο Δαμασκηνός σπεύδει να διευκρινίσει, ότι η εξόδιος εορτή της μητέρας του Θεού, δεν χαρακτηρίζεται από πανηγύρεις με αυλούς και κορύβαντες, όπως συμβαίνει περί των εορτών των μητέρων των ψευδωνύμων θεών, κατά τις όποιες επισυμβαίνουν όργια. Η σκέψη του ιερού συγγραφέα οδηγείται στη συνάφεια μεταξύ της τιμωμένης Θεοτόκου και του λατρευομένου Θεού, υπό την έννοια, ότι η αρμόζουσα στο Θεό πνευματική λατρεία προεκτείνεται στην τιμή της μητέρας του Θεού, της Θεοτόκου. Τα υπό του Δαμασκηνού επισημαινόμενα, ως προς το χαρακτήρα της πανηγύρεως της Κοιμήσεως διαφωτίζουν πτυχές της ιστορίας της εορτής. Γνωστή είναι η διστακτικότητα της χριστιανικής εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες περί της συστάσεως εορτών, οι οποίες θα δημιουργούσαν παρεξηγήσεις στις συνειδήσεις των Χριστιανών, λόγω συνάφειάς τους με αντίστοιχες ειδωλολατρικές. Αν και οι αντιστοιχίες δεν ήσαν πλήρεις, η Εκκλησία δεν έσπευσε να θεσμοθετήσει εορτές περί Γεννήσεως του Κυρίου (οι ειδωλολατρικές εορτές των γενεθλίων των Θεών ήσαν έντονες και διαδεδομένες), αλλά και περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εφόσον και στο θέμα του θανάτου των θεοτήτων, η ειδωλολατρία επεδείκνυε τελετουργική κινητικότητα.
Η τελετουργική πτυχή του εορτασμού της Κοιμήσεως είναι οι διάφοροι χαιρετισμοί, οι οποίοι καταχωρούνται στους Εγκωμιαστικούς προς την Κοίμηση Λόγους. Η επισήμανση του Ανδρέα Κρήτης ότι, κατά την εορτή της Κοιμήσεως, πάσα γλώσσα χορευέτω και προσαδέτω τη Θεοτόκω το χαίρε, εισάγει το χριστιανό στο ενδιαφέρον τελετουργικό θέμα πιθανής υπάρξεως εγκωμιαστικών χαιρετισμών κατά την επιτέλεση της εορτής.
Ενδεικτικά ακολουθεί μέρος των χαιρετισμών του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (911), ο οποίος υπήρξε και υμνογράφος, όπως καταχωρούνται σε Ομιλία του στην Κοίμηση.
"Χαίρε η κιβωτός, δι’ ης ο Θεός εν τω διά σου αναστήσαι το πλάσμα του πτώματος, … Χαίρε, το πίον όρος, ου την πιότητα κατιδών ο της φύσεως γεωργός, εκ σου ημίν εγεώργησε την αφθονίαν των αγαθών. Χαίρε, δι’ ης οσφύος θνητής επί τον αιώνιον θρόνον αιωνίως καθίσων, ενίδρυται βασιλεύ. … Χαίρε, ο δεξιώτατος τόμος της του Θεού Λόγου γραφής, … δι’ ου τετρυχωμένος ημίν τω βαρεί της δουλείας ζυγώ, αναφαίρετος εγράφη ελευθερία. Χαίρε, Ράβδος, εξ ης του ζωηρού άνθους της ευλογίας εξανθηκότος, η φθοροποιός απεφθάρη κατάρα. Χαίρε, η τον άστεκτον άνθρακα περισχούσα λαβίς, δι’ ου της ρυπαράς αμαρτίας, εν τη χειλέων προσψαύσει εκκαθαιρόμεθα. Χαίρε, η τον καινώς και υπερφυώς γεωργηθέντα άρτον φέρουσα τράπεζα, ου τραφέντες οι τη γεωργία της ακάνθης λιμώ απολλύμενοι, του κινδύνου διασεσώσμεθα. Χαίρε, πύλη, η μόνω τω Βασιλεί, εις την είσοδον της καθ’ ημάς αφωρισμένη ζωοπλαστίας, των κλείθρων σοι παλάτιον, εξ ου ταπεινώ σχήματι προεληλυθώς ο Βασιλεύς, και τον ανηρημένον το καθ’ ημάς κράτος θάνατον ανελών, το της εκείνου τυραννίδος οδυνηρόν, και επίπονον, εις ανάπαυσιν ήμειψεν, η και αυτή σήμερον προσομιλούσα, προς την διά σου κεχορηγημένην διαβαίνεις άθανασίαν".
Οι μαρτυρούμενες υμνωδίες κατά την εορτή της Κοιμήσεως αποτελούν μία ακόμα πτυχή του τελετουργικού. Γίνεται αναφορά σε μέλος επιτάφιο, σε ψαλμούς, ύμνους και ωδές πνευματικές, με τις οποίες γεραίρεται η Θεοτόκος, σε ιερούς ύμνους, οι οποίοι μελωδούνται, σε ιερά άσματα, με τα οποία ευφημείται η Θεοτόκος, σε ευφημίες, ψαλμούς και ευχαριστίες για την εορτή.
Ενδιαφέρουσες, ακόμη, είναι οι μαρτυρίες περί ορισμένης ακολουθίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ανεπέμπετο η υμνωδία. Ο Δαμασκηνός αναφέρεται σε παννύχεις στάσεις, υποδηλώνοντας προφανώς την τέλεση ολονύκτιου εορτασμού επί τη εορτή της Κοιμήσεως. Στον τύπο αυτό της ακολουθίας αναφέρεται αναλυτικότερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Γερμανός Α' (715-730), ο οποίος μαρτυρεί περί τριών παννυχίδων, οι οποίες προηγούνται της εορτής της Κοιμήσεως. Η πληροφορία αυτή του Γερμανού αποκαλύπτει, ότι υφίστατο τριήμερος εορτασμός. Εφόσον η συγκεκριμένη τελετουργική πρακτική ίσχυε για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, θα πρέπει να τη θεωρήσουμε ως διαδεδομένη και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Οι Λόγοι και τα Εγκώμια για την εορτή της Κοιμήσεως περιέχουν, κάποτε, κάποιες προσευχές, απευθυνόμενες προς τη Θεοτόκο. Οι προσευχές αυτές δεν μαρτυρούνται σε ιδιαίτερα λειτουργικά βιβλία (στις ευχολογιακές συλλογές) και είναι άγνωστο εάν αποτελούσαν ατομικές ευχές των συγγραφέων τους ή συλλογικές ευχές της Εκκλησίας. Οι σημαντικότερες εκ των προσευχών αυτών προέρχονται από το Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως. Λειτουργικού χαρακτήρος, επίσης, θεωρείται η προσευχή του Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, του δε Γρηγορίου του Παλαμά βρίσκεται μάλλον στα πλαίσια της ατομικής προσευχής.
Οι μαρτυρούμενες ευχές, τέλος, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ελεύθερη έμπνευση των συγγραφέων τους, η οποία ουδέποτε έλαβε καθολικό χαρακτήρα. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των Λόγων και Εγκωμίων προς την Κοίμηση, θα μπορούσαν να καταγράψουν το περιεχόμενο των προσευχών αυτών υπό άλλη συγγραφική μορφή. Το γεγονός, ότι προτίμησαν τη μορφή της προσευχής προϊδεάζει περί κάποιας έμμεσης λειτουργικής μαρτυρίας και, πάντως, ενισχύει τη μαρτυρία περί λαμπρού εορτασμού επί τη Κοιμήσει της Θεοτόκου.
Βλέπε: Γεωργίου Ν. Φίλια, Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας, Αθήνα 2002.
Επιμέλεια: Δρ Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού (Φιλόλογος-Βυζαντινολόγος)