Η Εκκλησία μας πανηγυρίζει την εορτή της Αναλήψεως του Αναστημένου Θεανθρώπου στους ουρανούς.
Επίσης, τιμούμε τη μνήμη των αγίων θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Το πανίερο γεγονός της Αναλήψεως του Κυρίου κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες γιορταζόταν μαζί με την Πεντηκοστή αφού, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ο Ιησούς προανήγγειλε την άνοδό Του στους ουρανούς προς τον Θεό Πατέρα, υποσχόμενος ότι θα στείλει στους μαθητές Του το Άγιο Πνεύμα, το οποίο θα τους οδηγήσει στην πλήρη φανέρωση της Αλήθειας. Θεωρείται Δεσποτική γιορτή, διότι αναφέρεται στο Δεσπότη Χριστό.
Η Ανάληψη του Κυρίου σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του σχεδίου της θείας οικονομίας (δηλ. της αγάπης και φιλανθρωπίας του Θεού για τον άνθρωπο), που δεν είναι άλλο από την επαναφορά του ανθρώπου στον Παράδεισο, εκεί από όπου εξέπεσε. Αυτός που ανέβηκε στον ουρανό, αφού προηγουμένως νίκησε το θάνατο, είναι ο Υιός του Ανθρώπου, ο οποίος εξύψωσε την ενωμένη με τη θεότητά Του ανθρώπινη φύση και έδωσε, σε κάθε άνθρωπο που πιστεύει ελεύθερα τη δυνατότητα να τον ακολουθήσει. Η μεγαλειώδης αυτή εκδήλωση της αγάπης του Θεού, εξέπληξε ακόμη και τους αγγέλους οι οποίοι θαύμαζαν «τις η θέα αύτη; Άνθρωπος μεν τη μορφή ο ορώμενος, ως δε Θεός υπεράνω των ουρανών, μετά σώματος ανέρχεται».
Η θαυμαστή άνοδος του Ιησού στους ουρανούς πραγματοποιήθηκε στο Όρος των Ελαιών. Οι μαθητές του Τον είδαν να ανυψώνεται και μια νεφέλη να Τον κρύβει από τα μάτια τους. Τότε, δύο άγγελοι εμφανίστηκαν και τους διαβεβαίωσαν ότι «αυτός ο Ιησούς που ανελήφθη από ανάμεσά σας στον ουρανό, θα έρθει και πάλι με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να ανεβαίνει.»
Η αναχώρηση του Ιησού από τη γη προκάλεσε θλίψη στους μαθητές επειδή δεν θα Τον είχαν πια ανάμεσά τους. Η θλίψη όμως αυτή μεταβλήθηκε σε χαρά, μετά από δέκα ημέρες, όταν το Άγιο Πνεύμα επιβεβαίωσε με την κάθοδό Του ότι ο Χριστός, όχι μόνο δεν τους εγκατέλειψε, αλλά βρίσκεται διαρκώς μαζί τους, εντός της Αγίας μας Εκκλησίας.
Ο Κύριος ανελήφθη εν δόξει, όπως λέγει και το απολυτίκιο της γιορτής και η δόξα αυτή είναι εκείνη που υποσχέθηκε ο Θεός για κάθε άνθρωπο που θα μιμηθεί στη ζωή του τον Χριστό. Όταν, απαγγέλλοντας το Σύμβολο της Πίστεως, δηλώνουμε πίστη στον Χριστό, τον «ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός» και εκφράζουμε την ελπίδα και προσμονή μας στον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», ουσιαστικά ζούμε και γιορτάζουμε το γεγονός της Αναλήψεως.
Επίσης, σήμερα συνεορτάζουμε του Θεοστέπτους Βασιλείς και Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και την μητέρα του Ελένη.
Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Το 326 μ.Χ. πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ κόπον … καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη τιμώνται ιδιαίτερα στην πατρίδα μας γιατί, με την παρακίνηση και την οικονομική στήριξη του πρώτου και τη φυσική παρουσία της δεύτερης, ιδρύθηκαν στο νησί μας ονομαστές μονές και ναοί, όπως του Σταυροβουνίου, του Ομόδους, της Τόχνης και των Λευκάρων, όπου και θησαυρίστηκαν τεμάχια του Τιμίου Σταυρού.
Ιδού γιατί σήμερα συνεορτάζουμε το πανίερο γεγονός της Ανάληψης του Κυρίου εις τα δεξιά του Πατρός και τη μνήμη των Ισαποστόλων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης. Τόσο η χριστιανική τους ζωή όσο και οι θεάρεστες αποφάσεις τους είναι προσκλητήριο προς τους άρχοντες της κάθε εποχής, σύμφωνα με την ευχή της Εκκλησίας «λάλησον Κύριε αγαθά εις τάς καρδίας των αρχόντων ημών υπέρ της Εκκλησίας και παντός του λαού σου»!
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου