Του Σταύρου Σ. Φωτίου*
Για να κατανοήσει κάποιος τις αλλαγές στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων οφείλει να γνωρίζει τις αλλαγές που συμβαίνουν σε επίπεδο κοσμοερμηνείας. Την εποχή μας εν πολλοίς καθορίζει το πνεύμα του Ύστερου Νεωτερισμού ή Μετανεωτερισμού. Έτσι, σύμφωνα με το μετανεωτερικό πνεύμα των καιρών μας, κάθε κοσμοθεωρία που ζητά να αλλάξει τον κόσμο («μεγάλη αφήγηση») φέρει μέσα της το σπέρμα του ολοκληρωτισμού. Η αντίληψη της μίας αλήθειας οδηγεί στη βίαιη επιβολή της και, ως εκ τούτου, στην υποταγή του άλλου. Γι᾽ αυτό ο Μετανεωτερισμός απορρίπτει κάθε αντίληψη για ύπαρξη οικουμενικών αληθειών. Απεναντίας, θεωρεί ότι κάθε κοινωνία διαμορφώνεται στη βάση δικών της κανόνων, που δεν πρέπει να συγκρίνονται με αυτούς άλλων κοινωνιών. Την απόρριψη των «μεγάλων αφηγήσεων» -επειδή απέτυχαν να εκπληρώσουν τις επαγγελίες τους και υπέθαλψαν το «βίαιο πνεύμα του μονοθεϊσμού»- διαδέχεται η επικράτηση των «μικρών αφηγήσεων», όπου ο καθένας έχει τη δική του ιστορία, η οποία έχει την ίδια αξία με οποιαδήποτε άλλη.
Η αντίληψη του Μετανεωτερισμού ότι κάθε κοσμοθεωρία άγει κατ᾽ ανάγκην στον ολοκληρωτισμό, συνεπάγεται την υιοθέτηση του ηθικού σχετικισμού, όπου ο καθένας πρέπει να αφήνεται απερίσπαστος να βιώνει την «αλήθειά» του. Κάθε «αλήθεια» πρέπει να τυγχάνει σεβασμού, μέσα σε ένα απέραντο πλουραλισμό. Στο όνομα της καταδίκης της ουσιοκρατίας, δηλαδή της προτεραιότητας γενικών απρόσωπων αρχών, ο Μετανεωτερισμός καταλήγει στην μερικοκρατία, δηλαδή την προτεραιότητα επιμέρους ατομικιστικών επιλογών. Αν όμως δεν υπάρχει καμία αλήθεια τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος οποιασδήποτε μορφής διαλόγου.
Έτσι, ενώ από μια οπτική γωνιά η μετανεωτερική αφήγηση μπορεί, με ορισμένες ορθές αποδομήσεις της, να απελευθερώνει, από μια άλλη οπτική μπορεί να γίνεται άλλοθι της καθεστυκίας τάξης πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο που ο τούρμπο καπιταλισμός αγαλλιάζεται με τα κελεύσματά της. Διότι με την απόρριψη κριτηρίων αλήθειας, οτιδήποτε μπορεί να νομιμοποιηθεί, ως ανήκον σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Παράδειγμα: αν η κλειτοριδεκτομή θεωρηθεί ότι ανήκει σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμό, που τη δέχεται μέσα στους δικούς του κανόνες, και αν όποιος είναι έξω από αυτόν τον πολιτισμό δεν δικαιούται να την κρίνει, ως μη ανήκουσα στη δική του κοινωνία, τότε καταλήγουμε, στο όνομα του σεβασμού της διαφοράς, να δεχόμαστε απάνθρωπες καταστάσεις. Απεναντίας, αν δεχθούμε ότι υπάρχουν καθολικά κριτήρια αλήθειας, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κλειτοριδεκτομή είναι μια εγκληματική πράξη σε βάρος των γυναικών, η οποία πρέπει να εκλείψει πάραυτα.
Συνεπώς, μια κοινωνία δεν πρέπει να επαναπαύεται στην απλή ανεκτικότητα του άλλου. Κάτι τέτοιο μπορεί να σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για τον άλλο και την κατοχύρωση της ιδιωτείας. Μια κοινωνία χρειάζεται τον υπαρξιακό διάλογο. Ο διάλογος αυτός αποβλέπει στην κατάθεση των διαφόρων προτάσεων για το έσχατο νόημα της ζωής. Το οποίο νόημα ζωής μεταφράζεται σε συγκεκριμένη θεσμική οργάνωση, σε αντίστοιχη δηλαδή εκδοχή για την οικονομία, την πολιτική, την εργασία, τον έρωτα, την τέχνη. Διότι κάθε πτυχή της ζωής σε μια κοινωνία αντικατοπτρίζει το τι αυτή η κοινωνία θεωρεί ως ιερό, ως πρώτιστο. Συνεπώς οι άνθρωποι οφείλουν να αναμετρώνται με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, να καταλήγουν σε απαντήσεις, βάσει των οποίων θα ιεραρχούν τις ανάγκες τους. Όποιος απωθεί τον υπαρξιακό στοχασμό είναι καταδικασμένος να ασχολείται με τα χθαμαλά. Βεβαίως έτσι αποφεύγει τα ηθικά διλήμματα, τη βάσανο της προσωπικής ευθύνης, την οδύνη της επίγνωσης των ορίων. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα βιολογικό ον που απλώς καταναλώνει τα πάντα: ανθρώπους, εμπειρίες, αντικείμενα. Άποψη, βέβαια, ιδιαιτέρως προσφιλής σε όσους εκδέχονται την κοινωνία ως γενικευμένη εμπορευματοποιημένη συνθήκη, όπου όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται.
Ένας καλόπιστος διάλογος βοηθά να προσδιορίσουμε την αντίληψή μας για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του και τη φύση. Όσοι πιστεύουν στον διάλογο όχι μόνο δεν φοβούνται την αντίθετη άποψη αλλά την επιδιώκουν. Γιατί τους βοηθά να επανεξετάζουν τη δική τους θέαση ζωής, να επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη τους, να καθαίρουν την ταυτότητά τους από κάθε ειδωλοποίηση.
*Ο Σταύρος Σ. Φωτίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου.