Του Σταύρου Σ. Φωτίου*
Kατά καιρούς αναγράφεται η άποψη ότι ο Χριστιανισμός δαιμονοποίησε το σώμα και, κατ᾽ επέκταση, τη σεξουαλικότητα. Μια απόδειξη που προσάγεται γι᾽ αυτό είναι ότι σε εικόνες ή αγάλματα τα σεξουαλικά όργανα καλύπτονται με φύλλα συκής, κάλυψη η οποία επικροτείται στο τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης.
Για την ορθόδοξη όμως θεολογία τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Μεταξύ πολλών άλλων, ένα θέμα που παρουσιάζεται στα πρώτα τρία κεφάλαια της Γένεσης είναι η διαφορά μεταξύ έρωτα και ερωτισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιό της η Γένεση παρουσίασε τον έρωτα ως ψυχοσωματική μέθεξη αγαπώντων προσώπων, όπου ο αγαπημένος θεωρείται σάρκα από τη σάρκα και οστούν εκ των οστέων του αγαπώντος. Με τον έρωτα ο αγαπημένος γίνεται όχι ο διπλανός, ούτε καν ο κολλητός, αλλά ο βαθύτερος εαυτός τού αγαπώντος, ο άλλος του εαυτός, ο εαυτός του ο άλλος• και συνάμα παραμένει πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Πλην όμως, ο έρωτας είναι η μία υπαρξιακή επιλογή του ανθρώπου. Γιατί υπάρχει και η υπαρξιακή επιλογή του ερωτισμού. Αυτόν περιγράφει η Γένεση στο τρίτο της κεφάλαιο. Η άρνηση του ανθρώπου να μετάσχει στη διαπροσωπική κοινωνία ελευθερίας και αγάπης που είναι ο Θεός, επιφέρει την πτώση του στον εγωκεντρισμό, μία έκφραση του οποίου συνιστά ο ερωτισμός. Αλλά εκεί που απουσιάζει η αγάπη, ο άλλος εκπίπτει σε σεξουαλικό αντικείμενο, όργανο για κτήση και κατάκτηση, για χρήση και κατάχρηση. Το λάγνο βλέμμα του σεξισμού δεν βλέπει τον άλλο ως πρόσωπο αλλά ως παραγωγό ηδονής κατά την ανέραστη τριβή επιδερμίδων.
Στον ερωτισμό εμφανίζεται ο σαδομαζοχισμός, το δίπολο κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Στον σαδισμό το υπερυψωμένο εγώ ηδονίζεται επιβαλλόμενο πάνω στο μηδαμινό εσύ• στον μαζοχισμό το μηδαμινό εγώ ηδονίζεται υποτασσόμενο στο υπερυψωμένο εσύ. Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος εγκλωβίζεται στον φαύλο κύκλο ηδονής και οδύνης. Αναζητώντας την αυτονομημένη ηδονή, συναντά την οδύνη της αποξένωσης από τον εαυτό του και τον άλλο. Έρημος από κάθε ζωοποιό δεσμό, ο εγωκεντρικός θηρευτής της ηδονής ταλαιπωρεί την ψυχή και το σώμα του, βιώνοντας έσωθεν και έξωθεν την υπαρξιακή μοναξιά.
Αντίθετα, στον έρωτα, η σεξουαλικότητα συνεισφέρει, με τον δικό της τρόπο, στην επίτευξη της ανδρόγυνης κοινωνίας, υπηρετεί την ψυχοσωματική ενότητα των δύο συζύγων. Η σεξουαλικότητα είναι δώρο, που ο Θεός μετά την πτώση ενεργοποίησε στην ανθρώπινη φύση, ώστε ο άνθρωπος να εξέρχεται από τον εαυτό του και να ανοίγεται στον άλλο. Ως εκ τούτου, η σεξουαλικότητα καταφάσκεται όταν διακονεί τον έρωτα, όταν καλλιεργεί την ώσμωση δύο ερωτευμένων προσώπων. Το δόσιμο του ενός προς τον άλλο αποβλέπει στο να γίνουν οι δύο «σάρκα μία». Εδώ το φύλο διακονεί το πρόσωπο, και όχι το αντίθετο• εδώ κάθε έξαρση του φύλου υπεράνω του ανθρώπου απορρίπτεται. Κατά συνέπεια, στον έρωτα δεν υπάρχει ντροπή μεταξύ των συζύγων, αφού η αγάπη βλέπει τον άλλο ως πρόσωπο και όχι ως αντικείμενο. Ο ένας θεωρεί τον άλλο όχι ως σκεύος ηδονής αλλά ως σύντροφο, από τον οποίο δεν έχει τίποτε να κρύψει και τίποτε να φοβηθεί. Καθένας είναι πλήρως διάφανος γιατί είναι πλήρως δοσμένος στον άλλο. Απεναντίας στον ερωτισμό όλα λειτουργούν απρόσωπα, όλα εστιάζονται στα σεξουαλικά όργανα. Απόδειξη τούτου η πορνογραφία, στην οποία απουσιάζει το πρόσωπο.
Συνεπώς τα φύλλα συκής στο βιβλικό κείμενο όχι μόνο δεν εκφράζουν φόβο ή ενοχή για τη σεξουαλικότητα αλλά θίγουν το θέμα της καταξίωσης ή της παραμόρφωσής της. Στην αγαπητική της διάσταση η σεξουαλικότητα έχει εκστατική φορά, κινεί τον άνθρωπο σε έξοδο από την αυτάρκεια, για να συναντήσει τον άλλο.
Η ορθόδοξη διδαχή όχι μόνο δεν διακρίνεται για πουριτανισμούς και καχυποψίες έναντι του σώματος αλλά είναι αυτή που το ανύψωσε και το υπερασπίστηκε από ιδεαλιστικές απορρίψεις. Γι᾽ αυτήν, ο άνθρωπος βιώνει την ολοκλήρωση και την πληρότητα με σύνολο τον ψυχοσωματικό του δυναμισμό. Όπως με σύνολο τον ψυχοσωματικό του δυναμισμό μπορεί να βιώσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση.
*Ο Σταύρος Σ. Φωτίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου.