του Νίκου Ὀρφανίδη
Σκέφτομαι, μέρες πού ΄ναι, να σταθώ σε ένα ποιητικό αριστούργημα του Τάσου Λειβαδίτη, εκείνο το ποιητικό του κατόρθωμα Ο τυφλός με το λύχνο, του 1983. Μια κατάθεση ταπεινότητος και αγάπης και στοργής από ένα ποιητὴ που βίωσε και κατέθεσε επωδύνως την εμπειρία του κατατρεγμού, της ματαίωσης και της αποτυχίας του κοινωνικού οράματος και των παντοίων ιδεολογισμών, για να έλθει και να πέσει και να αφεθεί εντέλει ολόκληρος στην αγκάλη του Χριστού.
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίδης, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, καταθέτει, μια ποίηση της εγκατάλειψης, της ερημίας, της απουσίας και της θλίψως, με έναν υπόγειο καημό. Είναι στόν Λειβαδίτη μια εξόχως εξομολογητικὴ ποίηση της υπάρξεως, και συγχρόνως μιὰ έμμεση κατάθεση και ομολογία της ματαίωσης και της ήττας, με μιὰ εικονογραφία της θλίψεως και μιὰ ποιητική σκηνοθεσία εκπληκτικής αμεσότητος και μοναδικότητος.
Στο τέλος, όμως, ο Τάσος Λειβαδίτης εισέρχεται στα ποιητικά μας τοπία με μιαν άλλη ποίηση. Που είναι αυτή της καταφυγής στον τόπο της θαλπωρής. Στον τόπο και την αγκάλη του Ιησού. Έτσι μας οδηγεί ποιητικώς σε έναν άλλο τόπο. Που είναι ο τόπος του Κυρίου. Εμείς πορευόμαστε ως τυφλοί στόν κόσμο τούτο. Κουβαλούμε το λύχνο μας, ίσως και συναντήσουμε την αλήθεια του κόσμου τούτου και την αλήθεια των αιώνων. Τυφλοί μέσα στα απατηλὰ πέπλα του κόσμου της φθοράς και του θανάτου, αναζητούμε απεγνωσμένα εντέλει αυτή την αλήθεια και αυτό τό φώς. Αυτή τὴν αλήθεια μάς την αποκαλύπτει η ποίηση. Ο ποιητής ποὺ βγαίνει μαζί μας στο δρόμο, με εκείνο το λύχνο της θαλπωρής και της ταπεινότητος.
Αντιγράφω, λοιπόν, πρώτα, ένα απόσπασμα από αυτή τὴν ποίηση του φωτός. Κι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα των Χριστουγέννων. Και σκέφτομαι πως είναι καιρός να ψηλαφήσουμε ξανά αυτά τα ποιήματα και τα κείμενα της θαλπωρής, ίσως και αποδράσουμε και ξεφύγουμε από τὴν αγριότητα και το πάθος που μας κατακλύζει. Την ανησυχία και την ταραχή.
Δίνω λοιπόν, πρώτα εκείνους τους επιγραμματικοὺς στίχους από το ποίημα "Η Γέννηση". Είναι από την ενότητα "Ο Ιησούς" της ποιητικής σύνθεσης Ο τυφλός με το λύχνο:
"Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μού ‘δειξε πάνω στό κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. “Είδες - μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”. Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θὰ περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θά ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ΄ αυτό."
Τίποτα ωραιότερο δεν έχουμε να πούμε από αυτὴ την αγάπη και την εσπλαχνία και τη στοργὴ του ταπεινού Ιησού. Που μας συνοδεύει και μας ακολουθεί και μας σκέπει. Που μας διεκδικεί επιμόνως:
"Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα,
και μάλιστα χωρὶς νά ΄ναι κανείς στην άλλη μεριά
του τραπεζιού ―κανείς; αστείοι που είμαστε―
αντίκρυ μου εκεί κάθε νύχτα, στέκεται ο
Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω
πανουργίες, θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες
σκέψεις, αλλὰ Εκείνος με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω
που δε μπορώ να βρω μια υπεκφυγή,
μια διέξοδο...
Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το
παράθυρο και άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια
ακόμα φορά, με κέρδιζε με την καινούργια μέρα του."
Είναι, λοιπόν, πάντοτε ο Κύριος, που μας διεκδικεί με την αγάπη Του, με την υπομονή Του, με τη στοργή του, με την εσπλαχνία Του, καθισμένος δίπλα μας και απέναντί μας, κοιτάζοντας μας στο πρόσωπο.
Τέλος, σ΄ εκείνη την ενότητα "Συνομιλίες", ο ποιητὴς ομολογεί ή εξομολογείται:
"Κύριε, σε αναζήτησα παντού: στις δόξες της γης και τ΄ ουρανού, στο μεγαλείο των μητροπόλεων, στων εποχών τα σταυροδρόμια - κι εσύ περνούσες ταπεινά κι αθόρυβα στον πιο ακαθόριστο τη νύχτα ρεμβασμό μου."
Αυτά τα ελάχιστα για την ποίηση της εξομολογήσεως και της ταπεινότητος του Τάσου Λειβαδίτη, που μας οδηγεί απαλά, με το δικό του ποητικό τρόπο, στην αγκάλιὰ και τη σκέπη του Ιησού. Στον τόπο της καλοσύνης και του φωτός.