Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
Μέσα στη μακραίωνη ιστορία του Ελληνισμού, η 7η Δεκεμβρίου 1974, δεν είναι μονάχα ένας ευδιάκριτος σταθμός. Είναι προ πάντων ένα σύμβολο. Σύμβολο εθνικής αρετής και αξιοπρέπειας. Πίστης σε αξίες και θέλησης για ευόδωση και ολοκλήρωση του αγώνα.
Είναι αδύνατο όποιος δεν έζησε την ημέρα εκείνη να καταλάβει το μεγαλείο της. Γι΄ αυτό και θα αφιερώσω λίγο χρόνο για να θυμίσω εκείνη τη μυσταγωγία, με μύστη και μυσταγωγό τον Εθνάρχη Μακάριο. Εκατόν σαράντα σκληρές μέρες, από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 15ης Ιουλίου που άφηνε την Κύπρο χωρίς την προστατευτική παρουσία του Εθνάρχη της, έσβησαν μπροστά στην 7η Δεκεμβρίου 1974, την οποία εξαΰλωνε η σεπτή παρουσία Εκείνου. Ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου μέσα στο οποίο ελικνίζετο ο Κυπριακός λαός και επαρηγορείτο η τραυματισμένη του ψυχή στις ατέλειωτες εφιαλτικές μέρες που προηγήθηκαν.
Βγαίνοντας από το κατεστραμμένο από τους εθνικάφρονες γραφείο του, στον εξώστη της Αρχιεπισκοπής, έμοιαζε ο Μακάριος με τον μαρμαρωμένο βασιλιά που ερχόταν από τα βάθη της Ιστορίας και εισερχόταν στον ναό του εθνικού λυγμού και σπαραγμού, του πόνου και του παραπόνου. Του λυγμού και του σπαραγμού για τους νεκρούς και αγνοούμενους˙ του ανείπωτου πόνου για τα αντίσκηνα και τα συσσίτια˙ του παραπόνου για τον εθνικό εξευτελισμό. Ερχόταν για να συνεχίσει την μεγάλη λειτουργία που ξεκίνησε χρόνια πολλά πριν και που διεκόπη την αποφράδα εκείνη μέρα του Ιουλίου.
Όλο εκείνο το πλήθος, που συγκεντρώθηκε τότε στην Αρχιεπισκοπή, στους γύρω δρόμους και στις στέγες των σπιτιών, αγνοώντας, ή μάλλον θέλοντας να αγνοεί τις νέες πραγματικότητες, τον έβλεπε σαν τον λευκοφόρο άγγελο του τάφου του Χριστού, που θα κήρυσσε, όπως και εκείνος τότε στις Μυροφόρες, την ανάσταση. Πάνω από τα άτεγκτα γεγονότα, που καταγράφει και επεξεργάζεται η λογική, υπάρχει και το συναίσθημα, που θερμαίνει και εμψυχώνει ένα λαό και στις κρίσιμες ώρες τον σπρώχνει στην πάλη για φυσική και εθνική επιβίωση. Και ο Μακάριος τότε ήταν για τον λαό του η ενσάρκωση των ιδανικών της πίστης και της πατρίδας που δεν ετάφησαν κάτω από τα ερείπια που άφησε η προδοσία. Τον έβλεπαν σαν άνοιξη ύστερα από μια μακροχρόνια βαρυχειμωνιά. Σαν ήλιο που ανέτελλε ύστερα από τη φοβερή εκείνη δύση του Ιουλίου, σαν γλυκοχάραμα εωθινό που έφερνε τέλος στην απογοήτευση και στην ανασφάλεια.
Όσο εκινείτο από το ένα άκρο του εξώστη στο άλλο για να χαιρετήσει το πλήθος, κάτω από τις παρατεταμένες ιαχές και τα χειροκροτήματα του λαού, ένοιωθες, χωρίς καμιά δυσκολία, ότι ποτέ άνθρωπος δεν βρέθηκε σε τραγικότερη θέση. Εκείνα τα μάτια, που μέχρι πριν λίγους μήνες αγκάλιαζαν την ήμερη γη, τα όμορφα ακρογιάλια, τους εύφορους κάμπους, τους εργατικούς ανθρώπους, κατάντησαν τώρα πηγές δακρύων. Προσπαθούσε να μη διαψεύσει τον εμψυχωτικό τόνο της ομιλίας του με κάποιο λυγμό που να του ξέφευγε, παρόλο που ό,τι έβλεπε, και περισσότερο ό,τι διαισθανόταν, δικαιολογούσαν θρήνο και κλαυθμό και οδυρμό πολύ. Ως υπόκρουση των λόγων του ακούονταν, ευκρινώς, οι λυγμοί του πλήθους, παρά τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες άλλων. Λαός και ηγέτης συντονίζονταν˙ συνιστούσαν μιαν ενιαία οντότητα, ένα αδιάσπαστο σύνολο.
Με την παρουσία αλλά και τον εμψυχωτικό λόγο του έδωσε τότε ο Μακάριος κουράγιο στους αδικημένους, ενέπνευσε περηφάνια στους ταπεινωμένους, έδωσε στους Έλληνες ελπίδα. Ο πόνος μετεβλήθη σε πείσμα για αγώνα, σε συναίσθηση της οφειλής για ανατροπή των τετελεσμένων της βίας, σε διάθεση αμνήστευσης, όχι λήθης, της προδοσίας και πορείας προς τα εμπρός.