Του Σταύρου Σ. Φωτίου*
Ένα στερεότυπο, που κατά διαστήματα κάνει την εμφάνισή του, είναι ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν μισογύνης. Ως μία απόδειξη περί τούτου επισυνάπτεται το ότι έγραψε «η γυναίκα να φοβάται τον άνδρα».
Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Κατ᾽ αρχήν, είναι ερμηνευτικό ατόπημα η χρήση χωρίων αποκομμένων από τη συνάφειά τους. Για να κατανοηθεί ορθά ένα χωρίο πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα: ποιος, πού, πότε, πώς και γιατί ειπώθηκε.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ορθή φράση βρίσκεται σε επιστολή που ο Απόστολος Παύλος απευθύνει προς τους πιστούς της Εκκλησίας της Εφέσου. Στην επιστολή αυτή ο Παύλος παρουσιάζει το νέο όραμα ζωής που έφερε ο Χριστιανισμός: ολόκληρη η κτίση είναι έργο της ελευθερίας και της αγάπης του Θεού, γι᾽ αυτό και η ανθρωπότητα καλείται να μεταμορφωθεί σε μια παγκόσμια αδελφική κοινωνία. Κάθε εχθρότητα και διαμάχη ανθρώπων και λαών πρέπει να αντικατασταθεί από τη συμφιλίωση και την καταλλαγή. Συνεπώς, όσοι θέλουν να είναι Χριστιανοί οφείλουν να υιοθετήσουν αυτή τη νέα θέαση της ζωής και να μεταμορφώσουν ανάλογα κάθε πτυχή του βίου.
Έτσι, στο πέμπτο κεφάλαιο της επιστολής του, ο Παύλος αναφέρεται στη μεταμόρφωση που πρέπει να επέλθει στη σχέση άνδρα και γυναίκας. Ο Παύλος επιζητεί όχι απλώς την αλλαγή του νομικού πλαισίου αλλά, πρωτίστως, τη μεταμόρφωση των συνειδήσεων. Στην τότε κοινωνία η γυναίκα όφειλε πλήρη υποταγή στον άνδρα, ενώ ο άνδρας δεν είχε καμία υποχρέωση έναντι της γυναίκας. Απορρίπτοντας αυτήν τη νοοτροπία ο Παύλος προβάλλει ένα νέο πρότυπο, μια καινούργια στοχοθεσία: την αμοιβαιότητα της αγάπης.
Αρνούμενος τη μονομερή υποταγή, ο Παύλος προτείνει την αμοιβαία αυτοπαράδοση. Έτσι στο μεγαλύτερο μέρος του σχετικού κειμένου γράφει για τις «υποχρεώσεις» του άνδρα. Για να «υποτάσσεται» η γυναίκα στον άνδρα, πρέπει προηγουμένως ο άνδρας να την αγαπά με την ίδια ένταση αγάπης με την οποία ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία• πρέπει προηγουμένως ο άνδρας να την αγαπά με την ίδια ένταση αγάπης με την οποία κάθε άνθρωπος αγαπά το σώμα του• πρέπει προηγουμένως ο άνδρας να την αγαπά με τέτοια ένταση αγάπης ώστε να θυσιάζει ακόμη και τη ζωή του για χάρη της. Τότε η γυναίκα καλείται να «υποτάσσεται» σε αυτόν, ανταπαντώντας με την ίδια ισχυρή αγάπη. Σε αυτήν την ανταπάντηση αγάπης αναφέρεται ο Παύλος, στο τέλος της περικοπής, όταν γράφει: «η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα». Το «ίνα», (και όχι «να», όπως γράφουν όσοι παρερμηνεύουν το κείμενο), σημαίνει ότι η αγάπη της γυναίκας ακολουθεί την αγάπη του άνδρα.
Όσον αφορά τη λέξη «φοβείται», κάθε λέξη έχει πολλές σημασίες ανάλογα με την κειμενική της συνάφεια. Έδώ δεν εννοείται ότι η γυναίκα πρέπει να φοβάται τον άνδρα. Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατό να φοβάται κάποιον που την αγαπά στον ύψιστο δυνατό βαθμό; Η λέξη εξυπονοεί το εξής: επειδή η γυναίκα δέχεται μέγα δώρο -τη μέχρι αυτοθυσίας αγάπη του άνδρα-, οφείλει να «φοβάται» τον εαυτό της μήπως δεν αποδειχθεί αντάξια του δώρου αυτού. Παράδειγμα: όταν κάποιος έχει προσκληθεί ως ο κύριος ομιλητής σε ένα διεθνές και υψηλού κύρους συνέδριο και λέει ότι φοβάται, δεν εννοεί ότι έξω από την αίθουσα υπάρχει κάποιος που θα του κάνει κακό. Αυτό που «φοβάται» είναι μήπως η ομιλία του δεν είναι ανάλογου επιπέδου και έτσι δεν ανταποκριθεί επάξια στην τιμή που του έγινε.
Τον τέταρτο αιώνα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Παύλου, θα καυτηριάσει και αυτός τη διπλή ηθική του ανδροκεντρισμού: «Για ποιο λόγο άραγε τιμωρούν τη γυναίκα, ενώ τον άνδρα όχι; Γιατί όταν η γυναίκα προδίδει τη συζυγική κλίνη θεωρείται ότι μοιχεύει και τιμωρείται αυστηρά από τον νόμο, ενώ όταν πορνεύει ο άνδρας θεωρείται ανεύθυνος; Δεν δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν εγκρίνω αυτή τη συνήθεια. Άνδρες ήσαν αυτοί που έκαναν τους νόμους και γι᾽ αυτό είναι εναντίον των γυναικών η νομοθεσία».
*Ο Σταύρος Σ. Φωτίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου.