Βαρβάρα ἡ μεγαλομάρτυς καὶ πάγκαλλη νύμφη τοῦ Χριστοῦ μᾶς συνάθροισε στὸν εὐαγὴ καὶ περικαλλὴ τοῦτο ναό της, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, γιὰ νὰ ἀναπέμψουμε ὕμνους θεοπρεπεῖς καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς στὴ χάρη της, στὴν ἡμέρα τῆς ἐτήσιας μνήμης της, καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεό, τὸν ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, τοὺς ὁποίους δόξασε καὶ δοξάζει στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, κατὰ τὴν ἀψευδή Του ὑπόσχεση, ποὺ εἶπε: «Ἀλλ΄ εἰ τοὺς δοξάζοντας με δοξάσω». Καί, εἰδικά, ἡ σήμερον ἑορταζόμενη καὶ τιμώμενη ἁγία ἔλαβε πλουσιώτατη τούτη τὴ δόξα καὶ Χάρη ἀπὸ τὸν δίκαιο μισθαποδότην Ἰησοῦν.
Ἡ ἁγία Βαρβάρα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ μεγάλου διώκτη τῶν Χριστιανῶν, τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305). Ἐπίγεια πατρίδα της ὑπῆρξε ἡ σπουδαία ἀρχαία πόλη τοῦ Λιβάνου Ἡλιούπολη, ἡ γνωστὴ στὰ προελληνικά της χρόνια, ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα, μὲ τὴ φοινικικὴ ὀνομασία της ὡς Μπάαλμπεκ, δηλαδὴ πόλη τοῦ Βάαλ. Ὁ Βάαλ ἦταν ἡ ἀντίστοιχη σημιτικὴ θεότητα πρὸς τὸν ἑλληνικὸ Δία. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ λατρευόταν κατεξοχὴν αὐτὸς ὁ ψευδοθεός, ποὺ ἐθεωρεῖτο κατὰ τὴ μυθολογία ὁ θεὸς τοῦ ἥλιου, ὀνομάστηκε καὶ ἡ πόλη ἐκείνη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Ἡλιούπολη, πόλη δηλαδὴ τοῦ ἥλιου. Ἡ περίφημη τούτη πόλη, ποὺ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ κατοίκους, βρίσκεται 85 χλμ. βορειοδυτικὰ τῆς Βηρυτοῦ καὶ 75 χλμ. βόρεια τῆς Δαμασκοῦ, κτισμένη σὲ ὕψος 1170 μ., στὰ ὄρη τοῦ Λιβάνου. Σήμερα ἀριθμεῖ 72000 κατοίκους καὶ διατηρεῖ πλεῖστα ὅσα ἀρχαῖα ὡραιότατα ἀρχιτεκτονικὰ μνημεῖα στὸν χῶρο της. Στὴν πόλη τούτη λοιπόν, τὴν Ἡλιούπολη, ποὺ γειτονεύει σχετικὰ μὲ τὸ νησί μας, εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἡ ἁγία μας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀντικρύσει ἐκεῖ τὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατέρας της, ὀνόματι Διόσκορος, πλούσιος εἰδωλολάτρης, ἦταν τοπάρχης, τοπικὸς δηλαδὴ ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστὴς τῆς Ἡλιούπολης. Ἡ Βαρβάρα ἀπὸ μικρὴ εἶχε μία ἐξαιρετικὴ σωματικὴ ὡραιότητα, ποὺ προμήνυε τὴ μέλλουσα πνευματικὴ ὀμορφιά της. Ἐπιθυμῶντας νὰ διαφυλάξει τούτη τὴν ὡραιότητα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνδρῶν ὁ Διόσκορος, ὅταν κάποτε ἑτοιμαζόταν νὰ κάνει ἕνα μακρινὸ ταξίδι, ἔκλεισε τὴν κόρη του σὲ πύργο ὑψηλὸ μέσα στὸ παλάτι του. Ἐκεῖ πρόσταξε νὰ παραμένει πλέον ἡ Βαρβάρα, στὴν ὁποία φρόντισε νὰ δώσει ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, καθὼς καὶ λαμπρὴ μόρφωση. Τίποτα ὅμως ἀπ΄ ὅλα αὐτὰ δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ ἐμποδίσει τὴν καθαρή της διάνοια νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ γνώση τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τὸν ἔμφυτο στὸν κάθε ἄνθρωπο, ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, πόθο τῆς θεογνωσίας. Παρόλο λοιπὸν ποὺ ἡ ταπεινὴ τούτη κόρη βρισκόταν κλεισμένη στὸ παλάτι τοῦ πατέρα της, μέσα σὲ μιὰ πόλη-κέντρο τῆς εἰδωλολατρίας, στοχαζόμενη ἀπὸ τὴν ὑλικὴ φύση τὴν ὕπαρξη καὶ παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴ Χάρη Του στὴ γνώση καὶ πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἡ ἁγνὴ καρδιά της ἀποστράφηκε τὶς ἐγκόσμιες ματαιότητες καὶ ποθοῦσε μόνο ἕνα: Τὸν ἐπουράνιο Νυμφίο της Χριστό. Πρόκειται γιὰ μία πράγματι σπάνια, ἴσως μοναδική, περίπτωση, ποὺ ἕνας ἄνθρωπος, μία γυναίκα, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν προαίρεσή της στὴ θεογνωσία, καὶ μάλιστα, ὅπως ἀμέσως πιὸ κάτω θὰ δοῦμε, θεολόγησε καὶ μὲ τὴν πράξη τὸ Μυστήριο, τὸ Δόγμα τοῦ ἑνὸς καὶ ταυτόχρονα Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Ὁ Διόσκορος, ἀναχωρώντας γιὰ τὸ ταξίδι του, εἶχε προστάξει νὰ κατασκευάσουν στὴ βάση τοῦ πύργου του ἕνα λουτρό, ὅπου διέταξε νὰ φτιάξουν δύο μόνο παράθυρα. Βλέποντας ἡ Βαρβάρα αὐτὴ τὴν κατασκευή, ἐνῶ ἔλειπε ὁ πατέρας της, ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἐργάτες καὶ ἄνοιξαν καὶ ἕνα τρίτο παράθυρο, γιατί, ὅπως εἶπε: «ἡ αἴθουσα ἔπρεπε νὰ φωτίζεται ἀπὸ φῶς τριπλό, σύμβολο τοῦ τριαδικοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον στὸν κόσμο». Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι του ὁ Διόσκορος, ἔχοντας ἤδη πολλὲς προτάσεις γιὰ συνοικέσια πλούσια, ἀντιμετώπισε τὴ σταθερὴ ἄρνηση τῆς κόρης, ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀφιερώσει τὴν παρθενία της, ὅλο τὸν ἑαυτό της, στὸν Χριστό. Στὸν πατέρα της βεβαίως προφασιζόταν ἀρχικὰ διάφορες δικαιολογίες. Αὐτός, ὅταν πληροφορήθηκε καὶ τὴ διάνοιξη τοῦ τρίτου παραθύρου στὸ λουτρὸ μὲ ἐντολὴ τῆς κόρης του, γεμάτος ὀργή, ζήτησε νὰ μάθει τὸν λόγο. Τότε ἡ Βαρβάρα ἀτρόμητη, ἐνώπιον τοῦ φανατικοῦ ἐκείνου εἰδωλολάτρη πατέρα της, ἔκανε ἐπάνω της τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί, δείχνοντάς του ἑνωμένα τὰ τρία της δάκτυλα, θεολόγησε καὶ πάλιν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λέγοντάς του: «Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ φῶς, ποὺ φωτίζει ὅλη τὴν κτίση, καὶ μέσῳ τούτου τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ σώζονται οἱ ἄνθρωποι.» Ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ Διόσκορος, ἅρπαξε τὸ σπαθί του νὰ τὴ σφάξει ἐπὶ τόπου. Ἀλλ΄ ἡ κόρη διέφυγε καὶ κατέφυγε σὲ πλησίον ὄρος, ὅπου, θαυματουργικά, ἄνοιξε ἕνας βράχος καὶ τὴ δέχθηκε μέσα, ὅπως παλαιότερα τὴν πρωτομάρτυρα Θέκλα, γιὰ νὰ περάσει ἀντίκρυ. Τελικά, προδομένη ἀπὸ ἕνα πονηρὸ βοσκό, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα της, ποὺ τὴν ἔσυρε ἀπὸ τὰ πλούσια μακριὰ μαλλιά της ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Ἐκεῖ ἡ ἁγία ὁμολόγησε δημόσια τὸν Χριστὸ καὶ χλεύασε τὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ μαστιγωθεῖ καὶ βασανισθεῖ ἀνελέητα στὴ συνέχεια καὶ νὰ ριχθεῖ αἱμόφυρτη σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστός, γιὰ τὸν Ὁποῖο τόσα ἔπασχε, ἐμφανίσθηκε τὸ βράδυ, τῆς θεράπευσε ὅλες τὶς πληγὲς καὶ τὴν ἐνίσχυσε νὰ ὑπομείνει μέχρι τέλους τὸ μαρτύριό της. Τὴν ἑπομένη καὶ πάλιν ὑποβάλλεται ἡ ἁγία σὲ δεινὰ κολαστήρια καὶ γυμνώνεται, γιὰ νὰ πομπευθεῖ καὶ καταισχυνθεῖ περιφερόμενη στὴν πόλη. Μὰ ὁ Κύριος ἀπέστειλε νεφέλη φωτεινὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ τὴν σκέπασε ὡς φωτεινὸ ἱμάτιο. Μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὰ θαύματά της ἡ Βαρβάρα ὁδήγησε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μιὰ νεαρὴ γυναίκα, ὀνόματι Ἰουλιανή, μὲ τὴν ὁποία ἔλαβαν μαζὶ τὸ στέφος τοῦ μαρτυρίου. Οἱ δύο κόρες ὁδηγήθηκαν στὴν κορυφὴ βουνοῦ, ὅπου τὴν Ἰουλιανὴ ἀποκεφάλισε ἕνας δήμιος, ἐνῶ τὴ Βαρβάρα ὁ ἴδιος ὁ ἄσπλαχνος πατέρας της. Μὰ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ τὸν βρεῖ : κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ βουνό, κεραυνὸς κατέκαυσε τὸν ἴδιο καὶ ὅλα τὰ ὑποστατικά του!
Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς, ὀνόματι Οὐαλεντῖνος, ἔλαβε κρυφὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν δύο μαρτύρων καὶ τὰ ἐνεταφίασε μὲ κάθε τιμὴ σὲ κάποιο χωριό, Γελάσια ἢ Γελασσό, κοντὰ στὴν πόλη τῶν Εὐχαΐτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὰ λείψανα τῆς ἁγίας, ποὺ ἀνακομίσθηκαν ἀργότερα, διεσπάρησαν σὲ πλεῖστα χριστιανικὰ μέρη, ἐνεργῶντας πλῆθος ἰαμάτων σ΄ ὅσους τὰ προσκυνοῦσαν καὶ προσκυνοῦν μὲ πίστη. Ἐξαιρέτως ἡ μάρτυς ἔλαβε τὴ χάρη τῆς θεραπείας τῶν λοιμικῶν (δηλαδὴ μεταδοτικῶν) ἀσθενειῶν, ὅπως τῆς λέπρας (παλαιότερα), τῆς πανούκλας κ.ἄ.
Στὸ νησί μας τιμήθηκε ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς ἡ ἁγία Βαρβάρα. Κοντὰ στὸ χωριὸ Κορόβεια τῆς Καρπασίας, ἐντοπίσθηκε πρὶν λίγα χρόνια ἐρειπωμένη βασιλικὴ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ χρονολογήθηκε στὸν 8ο αἰῶνα, πέριξ τῆς ὁποίας εὑρίσκονται λαξευτὰ σπήλαια-ἀσκητήρια. Δύο χωριά, τριάντα περίπου ναοὶ καὶ εἰκοσιεννέα ἄλλα τοπωνύμια τιμῶνται στὴν Κύπρο στὸ ὄνομα τῆς λαοφίλητης τούτης ἁγίας, ἐνῶ τοιχογραφίες της κοσμοῦν ναούς μας ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα τουλάχιστον.
Ἀλλά, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυστόστομο, «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Κι ἐμεῖς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ποὺ συναθροισθήκαμε ἐδῶ γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν παρθενομάρτυρα Βαρβάρα, ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε ὁ καθένας τὸ κατὰ δύναμη κάτι ἀπὸ τὶς ἔνθεες ἀρετές της: τὴν ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη της, τὴ ζέουσα πίστη της, τὴ λαμπρὴ ὁμολογία της, τὴν μέχρι θανάτου ἀγάπη της στὸν Χριστό μας. Κι ἐμεῖς σήμερα, στοὺς ἔσχατους καὶ ζοφεροὺς τούτους χρόνους, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπεφύλαξε νὰ ζήσουμε, καλούμαστε νὰ δώσουμε μαρτυρία Χριστοῦ, πρώτιστα μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Κι ἂν ἔτσι ζοῦμε, μὲ πίστη θερμή, μὲ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, μὲ μετάνοια, μὲ ἐνσυνείδητη μετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἀπολάβουμε πλούσια τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας νὰ εἰσέλθουμε στὸν οὐράνιο ἐκεῖνο νυμφῶνα, ὅπου χοροὶ ἁγίων καὶ ἀγγέλων ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τὸ φῶς τὸ τριλαμπὲς τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!
Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ