Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Λόγος
«Τέτοιος Ἐπίσκοπος μᾶς ἐταίριαζε»
«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος...» (Ἑβρ. ζ´26)
*******
«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος»
«Πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμός καί πάλιν μυστήριον»· ἀνακράζει ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, προκειμένου νά ὁμιλήσει γιά τόν Χριστό. «Πάλιν Ἰωάννης ὁ ἐμός», ἀναφωνεῖ μετά ρίγους συγκινήσεως ὁ καλούμενος ὑπό τῆς μεγαθυμίας σας, Μακαριώτατε πάτερ, σεπτή τῶν Ἱεραρχῶν χορεία, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί, νά ψελλίσει τήν ὥρα αὐτή, ὡς ἄλλο νήπιο, φθόγγους ἐγκωμιαστικούς τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων. «Ὁ τῶν τοῦ Θεοῦ ἀπορρήτων σοφός καί ὑποφήτης Ἰωάννης», κατά τόν Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη, ἒπεισε τόν ἱερό ὑμνογράφο νά ὁρίσει, ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς του, τό τμῆμα τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς, πού ἀκούσαμε κατά τή Θεία Λειτουργία.
Βεβαίως τό ἱερό κείμενο ἀναφέρεται στόν Μεγάλο Ἀρχιερέα μας, τόν Κύριον Ἰησοῦν Χρι-στόν, καί τά ὅσα αὐτό διαλαμβάνει, κυριολεκτοῦνται σ᾽ Ἐκεῖνον. Ἐπειδή ὅμως καί ὁ «κοινός τῆς οἰκουμένης προμηθεύς καί προστάτης» ὡς Ἀρχιερεύς ὑπῆρξε μιμητής τοῦ Κυρίου, γι᾽αὐτό καί τά θεῖα νοήματα τοῦ ἀναγνώσματος, τά ὁποῖα ἐφαρμόζονται κατά τρόπο ἀπόλυτο στόν Κύριο, ἔχουν μία, κατά τό δυνατόν, ἐφαρμογή καί στή δική του ζωή. Ἄς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἐφαρμόζεται στήν ὅλη βιοτή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὡραία φράση τοῦ κειμένου μας:
*****
« Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς,
ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος »
Τέτοιος λοιπόν ἀρχιερεύς, τέτοιος ἐπίσκο-πος μᾶς ταίριαζε. Καί πράγματι, καί στούς τότε πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σέ ὅλους ἐμᾶς σήμερα ἦταν καί εἶναι τόσο κατάλληλος καί ταιριαστός ἕνας τέτοιος ἀληθινός ἐπίσκοπος σάν τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Διότι ὁ «κοινός τῆς οἰκουμένης πατήρ», κατά τόν Λέοντα τόν σοφό, ἦταν ὄντως ἐπίσκοπος, δηλαδή πατέρας ἄγρυπνος καί στοργικός τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Πατέρας! Στά ἑξήμισυ περίπου χρόνια, πού ἔμεινε στήν Κων-σταντινούπολη, ἡ πόλη ἄλλαξε ὄψη. Ἔκτισε νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ἕνα πλῆθος φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, καί ἔδινε τροφή κάθε μέρα σέ 7.000 φτωχούς.
Ὅπως γράφει ὁ ἱστορικός Θεοδώρητος: «Ἀναρίθμητες φροντίδες καταβάλλονται καθημερινά ἀπό τόν Πατέρα γιά πολλούς. Σύρεται κάποιος σέ δίκη; Ἀμέσως ὁ Πατέρας γίνεται συνήγορος. Βρίσκει τήν πόλη πείνα; Ἀπό συνήγορος γίνεται τροφοδότης. Ὅταν κάποιος ἀσθενεῖ, ὁ τροφοδότης μεταβάλλεται σέ για-τρό. Βρῆκε ἄλλον τὸ πένθος; Ὁ γιατρός γίνεται παρηγορητής. Χρειάστηκε φροντίδα γιά τούς ξένους; Ἀμέσως ἀναδεικνύεται ξενοδόχος, αὐτός πού ἔγινε τοῖς πᾶσι τά πάντα».
Καί ὅλα αὐτά, ἐνῶ δέν ἔπαυε οὔτε στιγμή νά παρέχει πλουσιοπάροχα σέ ὅλους πνευματική τροφή μέ τά μελιστάλακτα λόγια του, μέ τά ὑπέροχα κηρύγματά του, γιά τά ὁποῖα τόσο πολύ ἀγαπήθηκε καὶ ἒγινε αντικείμενο θαυμασμοῦ ἀπό τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων. Μιᾶς τέτοιας ἀγάπης καὶ ἑνός τέτοιου μεγάλου θαυμασμού, ποὺ τοῦ ἀπένειμαν - καὶ πολὺ δικαίως - τήν τιμητική προσωνυμία τοῦ Χρυσοστόμου!
Ναί! Ἔγινε γιά ὅλους ὅλα, ὅσα εἶχαν ἀνάγκη. Ἀλλά γιατί ἔγινε; Διότι, ὅπως λέγει τό κείμενό μας ἦταν: «ὅσιος»• δηλαδή εὐσεβής. Ἦταν ἄνθρωπος ἑξ ὁλοκλήρου ἁγιασμένος. Δοσμένος «ψυχῇ τε καὶ σώματι» στόν Χριστό. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη, αὐτός ὁ θεῖος ἔρωτας, πού ἄναψε στά βάθη τῆς ψυχῆς του ἀπό τά νεανικά του χρόνια, ἔγινε πυρκαϊά πού κατέφλεξε τήν ὕπαρξή του• αὐτή ἡ ἀγάπη τόν παρακίνησε, αὐτόν, πού καταγόταν ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια καί ἦταν ἐξοικειωμένος μέ τήν εὐπορία καί τίς ἀνέσεις, νά προτιμήσει τή σκληρή ἄσκηση κοντά στούς ἀναχωρητές, πού ἐμόναζαν στά παρά τήν Ἀντιόχεια ὄρη. Ἐκεῖ περιβεβλημένος τά μοναχικά ἐνδύματα, τά κατασκευασμένα ἀπό τρίχες αἰγῶν ἤ καμήλων, ἐργάσθηκε μαζί μέ τούς συμμοναστές του καλλιεργώντας τὴ γῆ, κόπτοντας ξύλα, κατασκευάζοντας καλάθια καί τρίχινους χιτῶνες, γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν στοιχειωδῶν πρός διατήρηση τῆς ζωῆς ἐφοδίων. Τή νύκτα τήν περνοῦσε μέ ἐλάχιστο ὕπνο, δοσμένος στή μελέτη καί τήν προσευχή.
Αὐτή ἡ ἄσκηση ἀποτέλεσε τό ἰσχυρό ἐφό-διο καί τό ἐχέγγυο τῆς ἐπιτυχίας του στή διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου τῆς δόξης τοποθέτησε «τόν λύχνον ἐπί τήν λυχνίαν» τῆς κατά Ἀντιόχειαν καί κατόπιν τῆς κατά Κωνσταντινούπολιν Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωσή του στόν Χριστό καί στούς ἐλαχίστους ἀδελφούς Του, τόν παρακινοῦσε, σύμφωνα μέ τούς βιογράφους του, νά πηγαίνει κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή στά νοσοκομεῖα καί νά περιποιεῖται ὁ ἴδιος μέ τά χέρια του τούς ἀσθενεῖς, γιά νά αἰσθάνεται ἔτσι ἐντονότερα τό Πάθος τοῦ Κυρίου μας. Ὁ ἱερός Χρυ-σόστομος ἦταν ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος ὁ βυθισμένος στήν προσευχή καί τή μελέτη, ἀλλά, ὁ ἰδιαιτέρως ἀφωσιωμένος στή Λατρεία καί κατ᾽ ἐξοχήν στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
****
Ὁ «τῆς οἰκουμένης ἁπάσης διδάσκαλος καί φωστήρ» κατά τόν Ἀλεξανδρείας Γρηγόριο ἦταν καί «ἄκακος». «Ἀπόνηρος, οὐχ ὕπουλος», «κακίας ἐλεύθερος». Ἦταν ἀπηλλαγμένος ἀπό κάθε κακία, πονηρία καί δόλο. Εἰλικρινής πρός ὅλους. Καί συγχωρητικός πάντοτε, διότι ἡ ἀνεξικακία του δέν εἶχε ὅρια. Ὅταν ὁ πρωθυπουργός Εὐτρόπιος θέσπισε νόμο, μέ τόν ὁποῖο κατήργησε τό Ἐκκλη-σιαστικό ἄσυλο (κάτι ἀντίστοιχο μέ τό σημερινό πανεπιστημιακό ἄσυλο), ὁ Χρυσόστομος τόν ἤλεγξε μέ σφοδρότητα. Λίγο ἀργότερα ὁ Εὐτρόπιος ἔπεσε στή δυσμένεια τοῦ αὐτοκράτορα• ἔτρεξε τότε κυνηγημένος καί ἀγκάλιασε τήν Ἁγία Τράπεζα στόν παλαιό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας γιά νά σωθεῖ. Τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού μισοῦσαν τόν Εὐτρόπιο γιά τήν πλεονεξία του καί τά πολλαπλά ἐγκλήματά του, ἐρεθισμένα, ἔτρεξαν ὡς θορυβώδη κύματα στή μεγάλη Ἐκκλησία, μέ στόχο νά τόν ἁρπάξουν καί νά τόν παραδώσουν στόν θάνατο. Ἀλλὰ ὁ Χρυσόστομος ἀγρυπνοῦσε. Ἀναδείχτηκε ὂχι μόνον ἀνώτερος τοῦ πάθους τῆς μνησικακίας ἀλλά καὶ κατὰ πάντα ἂξιος μιμητής τῆς ἀνεξικακίας τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Ζηλωτής τῶν προνομίων τῆς Ἐκκλησίας, οἰκτίροντας τό πεσμένο μεγαλεῖο, ἐλεώντας τόν ἄθλιο καί κατατρομαγμένο φυγάδα, συγκινημένος ἀλλά καί εὐσταθής, Χριστοῦ πλήρης ὁ ἱερός ἄνδρας, στάθηκε στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καί δέν ἄφηνε τούς στρατιῶτες νά μποῦν μέσα. «Ἀπό τό πτῶμα μου θά περάσετε γιά νά μπεῖτε» τούς εἶπε. Ναί, διότι δέν ἤξευρε ὁ Χρυσόστομος τί θά πεῖ μνησικακία. Ἦταν ἄκακος. Ἡ ἀνεξικακία τοῦ «οἰκουμενικοῦ διαδασκάλου» ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος κατά τή δοκιμασία τῆς ἐξορίας του. Ἐσωτερικός καί βαθύς τῆς ψυχῆς του ὁ ἀγώνας. Πορεύεται ἀνάμεσα ἀπό γκρεμούς καί χαράδρες, ἀπό ἄγρια βουνά καί σκοτεινά δάση καί ποτάμια βαθιά, μέσα στή βροχή καί στό χιόνι καί πάλι στήν κάψα τοῦ λιοπυριοῦ. Πολεμᾶ μέ τήν ἀχώριστη σύντροφό του, τήν ἀρρώστεια∙ πού τοὔμεινε μόνη πιστή στήν πεζοπορία του, μέ τοὺς ἀφόρητους στομαχικοὺς πόνους, μέ κρίσεις πυρετοῦ, γιά τὴν ἀνα-κούφιση τῶν ὁποίων, τό μόνο φάρμακο πού εἶχε στὴ διάθεσή του, ἦταν νά προλάβει νά πάρει ἕνα λουτρό, ὅπως- ὅπως. Πολεμᾶ μέ τή μοναξιά, τόν ἀπαίσιο δυνάστη τῶν εὐαίσθητων πνευμάτων∙ πολεμᾶ μέ τήν κακότητα τῶν δεύτερων φρουρῶν του∙ μέ τό μίσος καί τόν κατατρεγμό ἐχθρικῶν ἀπέναντί του ἐπισκόπων. Ἡ ψυχή του μονάχη, ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν καί τόσων ἄλλων. Μά ἡ ψυχή αὐτή εἶναι ἕνας παράδεισος πνευματικῶν ὡραιοτήτων, καί ἡ διάνοια του εἶναι «ἀδαμαντίνη», πού στό ἠλιοβασίλεμά της θά γεμίσει τόν οὐρανό τῆς οἰκουμένης μέ λαμπερές ἀνταύγειες, κατακόκκινες ἀπό αἷμα καί δόξα. Τή δόξα τῆς μαρτυρικῆς ἁγιότητας μέ διαμάντι ἀστραφτερό τήν ἀνεξικακία καί τήν ἔκδηλη ἀγάπη καί συμπάθεια πρός ὅλους ὅσους τόν πίκραναν, μέ μόνο ἀποκούμπι του τήν ἀγαθή συνείδηση καί τήν ἀγάπη τοῦ δικαιοκρίτη Θεοῦ τόν ὁποῖο ἀγάπησε, λάτρεψε ὁλόψυχχα καί ὑπηρέτησε μέ πάθος ἱερό.
Καί ἦταν «ἄκακος» ὁ Χρυσόστομος γιατί ἦταν «ἀμίαντος». Ἀμόλυντος δηλαδή, ὡς μιμητής τοῦ ὄντως ἀμολύντου Κυρίου μας. Δέν ἄφηνε νά ἐγγίσει τήν ψυχή του ἡ παραμικρή θεληματική ἁμαρτία. Ἦταν ἀσυμβίβαστος ἀκόμη καί στά ἀπειροελάχιστα. Γι᾽αὐτό καί ἔλεγε ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν μας εἶναι τό γεγονός ὅτι δέν προσέχουμε τά μικρά ἁμαρτήματα. Ὡς ἐκ τούτου καί ἐπέμενε ὅτι, γιά νά μείνουμε ἀμόλυντοι ἀπό τήν ἁμαρτία ἔχουμε ἀνάγκη «ἀδαμαντίνης διανοίας, μηδέποτε καθεύδοντος ὀφθαλμοῦ... καί πρό τούτων ἁπάντων τῆς ἄνωθεν ροπῆς». Θά κατορθώσουμε τήν καθαρότητα τήν ὁποία μακαρίζει ὁ Κύριος, στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία, «ὅταν τά παρ᾽ ἑαυτῶν ἅπαντα εἰσενέγκωμεν, λογισμόν ὑγιῆ... καί τό πάντων κεφάλαιον, τό μή θαρρεῖν ἑαυτοῖς». Διδαχή τήν ὁποία πρῶτος ἐφήρμοζε στόν ἑαυτό του. Αὐτή δέ ἡ ἐσωτερική καθαρότητα τοῦ ἔδινε τήν παρρησία νά ἐλέγχει τήν ἁμαρτία καί νά ἀγωνίζεται νά τήν ἐξαλείψει καί ἀπό τή ζωή τῶν ἄλλων.
******
« Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς,
ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος»
Ὁσιότης, δηλαδή, βαθειά εὐσέβεια καί ὁλόψυχη ἀφοσίωση στόν Θεό, ἀνεξικακία καί καθαρότητα, στολίδι ψυχῆς καί σώματος κοσμούσαν τήν ὕπαρξη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Τρία χαρακτηριστικά στοιχεῖα πού τόν καθιστούσαν πιστό ἀντίγραφο τοῦ «ἀμώμου καί ἀσπίλου» νυμφίου Χριστοῦ. Τρία χρακτηριστικά γνωρίσματα πού τόν ἀνέδειξαν ἄστρο λαμπρό στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτά τά τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ προστάτου σας Ἁγίου, Μακαριώτατε πάτερ, δέν θά ἐκινδύνευε ὁ λαλῶν καί οἱ ἀκούοντες, νά περιπέσωμεν στό βαρύτατο ἁμάρτημα τῆς κολακείας, ἰσχυριζόμενοι ὅτι κοσμοῦν καί τήν δική σας θεοφιλή ψυχή.
Υἱικῶς εὐχόμεθα, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί οἱ εύχές τοῦ προστάτου Σας ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου νά τά πολυπλασιάζουν, καί νά λαμπρύνουν τήν ὕπαρξή Σας, καθιστώντας Σας ὑπόδειγμα βίου στό ποίμνιό Σας, ἐξασφαλίζοντας στήν Μακαριότητά Σας τήν καλήν ἀπολογίαν καί τόν στέφανον τῆς ζωῆς στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Παρακαλοῦμε εὔχεσθε ὅπως καί ἐμεῖς, τά πνευματικά σας τέκνα, ζηλώσωμε καί βιώσωμε τήν ἀληθῆ ὁσιότητα - εὐσέβεια, τήν ἀνεξικακία καί τήν καθαρότητα πού ζητεῖ ἀπό κάθε πιστόν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Πολλά καὶ καρποφόρα ἐν Κυρίῳ, τά ἔτη Σας, Μακαριώτατε.