Καθώς ψηλαφώ εκείνα τα παλαιά και λησμονημένα Χρονικά της μεσαιωνικής Κύπρου, με τον διωγμό και τον κατατρεγμό των Ορθοδόξων πατέρων μας, με τις ραδιουργίες της αυλής, τους φόνους, τα πάθη, τους έρωτες και τις συνωμοσίες, στέκομαι σ’ εκείνη τη διήγηση της ανεύρεσης του Τιμίου Σταυρού, και όσα αναφέρονται στην ανέγερση της μονής του Σταυρού του Φανερωμένου «εις τόπον αναπαμένον», μεταξύ Λευκωσίας και Αγίου Δομετίου. Άγνωστος ο τόπος και άφαντος ο ναός του Σταυρού του Φανερωμένου. Μόνο σε εκείνα τα μεσαιωνικά Χρονικά και στη μνήμη και στη λαϊκή παράδοση.
Στα ατελείωτα θαύματα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, του φύλακος πάσης της οικουμένης, στέκομαι σήμερα, και στο λόγο του Λεοντίου Μαχαιρά, ένα λόγο απελέκητο. Στέκομαι, έτσι, σ’ εκείνο τό θαύμα του Σταυρού που τον έριξαν μέσα στη φωτιά για να δουν και να εξετάσουν οι καθολικοί βασιλείς τη γνησιότητά του και βγήκε ανέπαφος. Έτσι που η βασίλισσα Αλίκη, που η γλώσσα της ήτο δεμένη και παρέμενε άλαλος ύστερα που την τιμώρησε η Παναγία η Μαχαιριώτισσα για ασέβεια, ανέκραξε εκείνο το συγκλονιστικό: «Πιστεύω Κύριε ότι τούτον το ξύλον είναι το Ξύλον του Χριστού• και λαλώντα τον λόγον εκαθάρισεν η γλώσσα της, ω του θαύματος! Τότε ο ρήγας έκραξεν τον μοναχόν Γαβριήλ και είπεν του, "έπαρ’ τον Ζωοποιόν Σταυρόν και άμε όπου θέλεις εις όλον μου το νησίν• μόνον μεν τολμήσεις να τον πάρεις έξω της Κύπρου• και αν τον πάρεις, θέλω σου δώσειν κακόν θάνατον."»
Μετά απ’ αυτά ακολουθεί η οικοδόμηση του ναού:
«Τότες η αρχόντισσα έκραξεν τον μοναχόν Γαβριήλ και είπεν του διά τα μεγάλα θαυμάσια του Ζωοποιού Σταυρού• εμπήκεν εις όρεξιν να κτίσει ναόν του Τιμίου Σταυρού διά την ψυχήν της• διά τούτο είπεν του "άμε όπου να σ’ αρέσει να εύρεις τόπον να κτίσομεν ναόν"• ακόμη η Χώρα δεν ήτον κτισμένον το τειχίον. Ο μοναχός έζήτησεν του Θεού να του αποκαλύψει να τον κτίσει τον ναόν• και επλημέλαν ότι εφάνην του εις έναν αναπαμένον τόπον να τον γύρουν, όπου είναι εις στην γην του Αγίου Δομετίου. Και είπεν το της καβαλλαρίας η ποία πάραυτα όρισεν και εσγάψαν και εθεμελιώσαν τον με την ευχήν του επισκόπου Λευκωσίας.
Και άνταν ετελειώθην ο ναός όρισεν η κυρά η ρήγαινα και εκτίσαν κελλία διά μοναχούς και επήκεν την μονήν και εξοδίασεν και εζωγραφήσαν την και εβάλαν τας εικόνας εις τα στασίδια• και επήκεν τα ιερά αργυρά και τα βιβλία• και ούλην τούτην την έξοδον επήκεν την η ρήγαινα Αλίς η γυναίκα του ρηγός του ρε Ούγκε και εκράκτην ο Σταυρός ο Φανερωμένος• και το ξύλον εκόσμησέν το με ασήμιν και χρυσίον και μαργαριτάριν και πέτρες πρετζιούζες και εβάλαν τον εις ένα σεντούκιν και εβάλαν τον μέσα εις τον αυτόν ναόν… Τον καιρόν εκείνον ευρέθην εις την Κύπρον ο πατριάρχης της Αντιοχείας ονόματι Ιγνάτιος• θωρώντα τον έξοδον και το θέλημαν της καβαλλαρίας και της ρήγαινας και τα θαύματα του Σταυρού, επήκεν και επήκαν έναν σταυρόν μέγαν ξυλένον, κάρινον, το μάκρος πιθαμές πέντε και μισό το πλάτος του ξύλου τέσσερα δακτύλια• και εγκαινίασέν τον και εμύρωσέν το με λοές απού πάνω ως κάτω• και έβαλεν μέσα ολίγον απέ το Τίμιον Ξύλον και έβαλεν από το σώμα του Κυρίου της Αγίας Πέφτης μέσα και έγραψεν τους δέκα ορισμούς και το Ευαγγέλιον του κατά Ιωάννην, την διαθήκην της Αγίας Πέμπτης.
Και έβαλεν λείψανα των αγίων μστ΄• του αγίου Επιφανίου αρχιεπισκόπου Κύπρου, του αγίου Τριφυλλίου επισκόπου Λευκωσίας, του αγίου Σωζομένου Ποταμίας και του αγίου Ηρακλειδίου και των αγίων μ’ μαρτύρων των εν Σεβαστεία και του αγίου Ευθυμίου μονής των ιερέων• και επήκεν οπίσω του σταυρού χολέτραν και κεί μέσα έβαλεν τα άνωθεν και εσφάλισέν τα και εσκέπασεν όλον τον σταυρόν με το μεταξωτόν και έβαλέν τον εις το κουβούκλιν του αυτού ναού• και είναι εγραμμένον εις το βιβλίον του αυτού σταυρού•
Και όνταν γινίσκεται θανατικόν ή ακρίδα ή αβροχία να πολομούν λιτήν και να εβγάλουν τον Φανερωμένον Σταυρόν και να τον λιτανέσσουν τριγύρου της εκκλησίας και να ποίσουν δρόσος να τον βουττήσουν και να τον ραντίσουν κατά τον αέραν και ο Θεός να σηκώσει την οργήν καθώς επροείπαμεν.»
Να ο λησμονημένος κόσμος της Μεσαιωνικής Κύπρου και η δύναμη και η προστασία του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρου που μας σκέπει, όπως σκέπει και τη μαρτυρικὴ και αγιασμένη Κύπρο μέσα στους αιώνες.
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ