+ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ἐλέῳ Θεοῦ, Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ἰουστινιανῆς
καί πάσης Κύπρου,
Παντί τῷ Χριστεπωνύμῳ Πληρώματι τῆς Ἁγιωτάτης Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου,
Χάριν, εἰρήνην καί εὐλογίαν παρά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
«Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»
(Α΄ Ἰω. ε΄,4)
Στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν πρώτη κιόλας Κυριακή της, ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει τό θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τή νίκη της ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων. Καί δέν εἶναι αὐτό τυχαῖο. Στόν τραχύ δρόμο τῆς ἄσκησης, πού ἔχει τέρμα τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση, ἀλάνθαστη πυξίδα πρέπει νά εἶναι ἡ ὀρθή πίστη καί ὄχι ἡ αἵρεση, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τά διανοήματα τῶν ἀνθρώπων. Χωρίς τήν ὀρθή πίστη, ἡ νηστεία μας καταντᾶ ἁπλῆ δίαιτα καί ἡ πορεία μας πρός τό Γολγοθᾶ καί τό κενό μνημεῖο ἀπονοηματοδοτεῖται.
Πυρήνας τῆς σημερινῆς γιορτῆς εἶναι ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, πού ἔγινε ἀπό τήν ἕβδομη Οἰκουμενική Σύνοδο, ὕστερα ἀπό πολλές θυσίες καί αἵματα. Αὐτήν τήν ἐπέτειο ἐπέλεξε ἡ Ἐκκλησία, γιά νά πανηγυρίζει τό θρίαμβό της ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων, γιατί σ’ αὐτήν συνοψίζονται ὅλες οἱ προσπάθειές της γιά κατίσχυση τῆς ὀρθῆς πίστης. Ἡ εἰκονομαχία δέν ἦταν μία λεπτομέρεια στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ εἰκονομάχοι ἀπέρριπταν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀρνοῦνταν τήν ἐνανθρώπησή Του. Κατέλυαν, ἔτσι, τό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας καί τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Μά τό ἴδιο ἔκαναν καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Εὔλογα, λοιπόν, «εὐφραίνονται σήμερον χοροί πατέρων καί ἀποστόλων». «Ρομφαῖαι γάρ ἐξέλιπον τῆς δυσμενοῦς αἱρέσεως». Γι’ αὐτό καί μέ στεντόρεια φωνή ἡ Ἐκκλησία, μετά τούς ἀγῶνες καί τά παλαίσματα, τή θλίψη καί τούς διωγμούς, τίς ἐξορίες καί τά μαρτύρια, ἀναφωνεῖ: «Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. ε΄,4).
Δέν στέκει, ὅμως, μόνο αὐτάρεσκα στό παρελθόν ἡ Ἐκκλησία, οὔτε καί ἐξαντλεῖται σέ θριαμβολογία. Γνωρίζει πώς στόν κόσμο τοῦτο εὑρίσκεται σέ πορεία, ὑφίσταται ἐπιθέσεις ἀπό τόν πονηρό καί τά ὄργανά του, συνειδητοποιεῖ ὅτι πρέπει νά εἶναι ἕτοιμη γιά καθημερινό ἀγῶνα. Γι’ αὐτό καί διαμηνύει συνεχῶς στούς πιστούς: «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε» (Β΄ Θεσ. β΄,15). Καί στηλιτεύει ὅσους ἀθετοῦν θεσμούς καί ἀμφισβητοῦν ὅρους, τούς ὁποίους καθιέρωσε ἡ εὐσέβεια τῶν πατέρων μας.
Ἡ ἐμμονή στήν παράδοση, βέβαια, στήν ὁποία καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, δέν συνίσταται στή νοσταλγία ἑνός ἐξιδανικευμένου τρόπου ζωῆς, οὔτε καί στήν καθήλωση σέ μορφές καί ἀξίες τοῦ παρελθόντος. Εἶναι ἡ διάσωση ἑνός κόσμου, ἀποδεδειγμένα ὀρθοῦ, μέσα στόν ὁποῖο οἱ συμμετέχοντες ζοῦν καί δημιουργοῦν.
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Θεωροῦμε τή σημερινή, ξεχωριστή γιά τήν Ἐκκλησία ἡμέρα, πού παραπέμπει στήν ἐμμονή σέ ἀρχές καί ἀξίες, κατάλληλη, γιά νά ἐκθέσουμε τή θέση μας στά θέματα τῆς Παιδείας καί τῆς ἀγωγῆς τῶν νέων μας, πού βρίσκονται αὐτό τό διάστημα σέ ἐπικαιρότητα.
Ἡ Παιδεία μας στηριζόταν ἀνέκαθεν στήν παράδοση τῆς φυλῆς μας. Εἶχε πάντα δύο στέρεες βάσεις: Τίς ἑλληνικές καί τίς χριστιανικές ἀξίες. Καί σήμερα «θεμέλιον ἄλλον» οὔτε ἐπιθυμοῦμε, οὔτε δυνάμεθα νά θέσουμε.
Ἀπό τόν ἑλληνικό πολιτισμό ἡ ἀνθρωπότητα κληρονόμησε πολλά καί σημαντικά στοιχεῖα: τήν ἀριστοτελική λογική καί τήν ἔρευνα στήν Ἐπιστήμη, τή δημοκρατία καί τήν πολιτική ἐλευθερία στό δημόσιο βίο, τό πρότυπο τοῦ «καλοῦ κἀγαθοῦ» πολίτη στά ἤθη.
Ὁ Χριστιανισμός, ἀπό τήν ἄλλη, ἔδωσε στήν ἀνθρωπότητα τό σεβασμό τοῦ προσώπου, τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν ἰσότητα ἀνδρός καί γυναικός, τήν κατάργηση τῆς δουλείας.
Οἱ πατέρες μας συνέθεσαν ἀπό τίς δύο αὐτές ἑνότητες ἕνα σύνολο. Ἤ, μᾶλλον, μετέτρεψαν τήν ἑλληνική τους αὐτοσυνειδησία σέ ἑλληνοχριστιανική, σέ ἑλληνορθόδοξη, καί μέ τό περιεχόμενο αὐτό ἔζησαν καί μεγαλούργησαν στούς αἰῶνες.
Σ’ αὐτήν τήν ἑλληνορθόδοξη Παιδεία μας ὀφείλουμε τήν ἐπιβίωσή μας καί τή διατήρηση τῆς ταυτότητάς μας στούς ἀνελέητους χρόνους τῆς δουλείας. Αὐτή διαφύλαξε τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανικότητά μας. Ὀφείλουμε καί σήμερα, στίς συνθῆκες κατοχῆς πού βρίσκεται ἡ πατρίδα μας, νά μήν ἀλλοιώσουμε τό χαρακτῆρα τῆς Παιδείας μας.
Στήν πολυπολιτισμική κοινωνία, στήν ὁποία ζοῦμε, ἡ ἀγωγή πού θά προσφέρουμε στά παιδιά μας θά ἔχει, ἀσφαλῶς, ἕνα διαπολιτισμικό χαρακτῆρα. Δέν μποροῦμε, ὅμως, στό ὄνομα τῆς διαπολιτισμικῆς ἀγωγῆς νά ἀλλοιώσουμε τήν Ἱστορία μας, νά καταργήσουμε τά ἐθνικά μας σύμβολα, νά ὑποβαθμίσουμε τίς ἐθνικές μας ἐπετείους. Δέν μπορεῖ ἡ διαπολιτισμική ἀγωγή νά γίνεται τό μέσο γιά τό ξερίζωμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἔθνους μας καί γιά τήν κατάργηση τῆς μνήμης του. Ἡ ἀποδοχή τῶν ἄλλων δέν σημαίνει κατάργηση τῶν διαφορῶν, πού αὐτοί ἔχουν μαζί μας. Καί ἡ συμβίωσή μας μαζί τους δέν προϋποθέτει λήθη, ἤ παραχάραξη τοῦ παρελθόντος. Ἀντίθετα, τό παρελθόν θά πρέπει νά μᾶς καθοδηγεῖ στήν ἀποφυγή παρόμοιων λαθῶν. Καί οἱ διαφορές πρέπει νά γίνονται γνωστές, ἀκόμη καί νά ἐνισχύονται, γιατί ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τῆς ἰδιοπροσωπίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί τοῦ ἔθνους του. Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσί, τό δέ αὐτό Πνεῦμα. Καί διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καί ὁ αὐτός Κύριος. Καί διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δέ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσιν» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 4).
Ἡ διατήρηση καί ἐνίσχυση τῆς ἰδιοπροσωπίας δέν εἶναι ἐθνικισμός, οὔτε καί συνιστᾶ σοβινισμό. Δέν εἴμαστε μόνο ἐμεῖς πρόσωπα. Οὔτε καί εἴμαστε μοναδικός λαός μέ Ἱστορία. Ἔχουν καί οἱ ἄλλοι λαμπρή παράδοση καί γραμματεία. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ ρόλου τῆς ἰδιοπροσωπίας συνεπάγεται τήν ἀναγνώριση καί ἀπόδοση τιμῆς στήν ταυτότητα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου καί τοῦ ἄλλου ἔθνους. Δέν ὑπάρχει ἀντίφαση σ’ αὐτό, γιατί, πάλι κατά τόν Ἀπόστολο, «ὁ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς ἀποστολήν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καί τῷ Παύλῳ εἰς τά ἔθνη» (Πρβλ. Γαλ. β΄, 8). Ὁ καθένας ἔχει τό ρόλο του, τά δικά του χαρακτηριστικά.
Ἡ Παιδεία μας, ὡς ἐκ τούτου, θά πρέπει νά ἐξακολουθήσει νά διατηρεῖ ἄσβεστη τή μνήμη τῶν κατεχομένων ἐδαφῶν μας, νά τονώνει τό ἐθνικό καί ἀγωνιστικό φρόνημα τῆς νέας γενιᾶς, μακριά ἀπό πνεῦμα σοβινισμοῦ, μισαλλοδοξίας καί διχόνοιας. Παράλληλα πρός τήν καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας, θά πρέπει νά ἐνισχύει τήν ἀλληλοκατανόηση μέ τούς Τουρκοκυπρίους συμπατριῶτές μας, μέ στόχο τήν εἰρηνική συνύπαρξη καί τή συνολική πρόοδο τῆς νήσου μας. Ὁ Χριστιανισμός θεωρεῖ ὡς «πλησίον» ἀκόμη καί τούς διῶκτές του. Καί ὁ Ἑλληνισμός μετέδωσε καί στούς κατακτητές του τόν πολιτισμό καί τίς ἀξίες του. Εἶναι, ἑπομένως, ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὐτήν τήν ἀγωγή προκρίνει, τήν ἀγωγή τῆς συνδιαλλαγῆς καί τῆς ἀγάπης πρός ὅλους.
Δίνοντας ἔμφαση στήν ἀγωγή, ἡ Ἐκκλησία δέν παραγνωρίζει τή γνώση. «Ἡ γάρ γνῶσις φῶς ἐστι τῆς ψυχῆς καί ἡ ἄγνοια σκότος», κατά τόν Ἰωάννη τό Δαμασκηνό. Στίς μέρες μας, μάλιστα, μέ τήν αὔξηση τῶν γνώσεων, ἡ Ἐκκλησία τονίζει τήν ἀνάγκη καλλιέργειας κριτικῆς σκέψης στόν ἄνθρωπο καί ἀπεγκλωβισμοῦ του ἀπό δομές καί καταστάσεις πού τόν ὑποδουλώνουν σέ πάθη καί ὑλικές μόνο ἀξίες.
Ἐκφράζοντας τήν ἐλπίδα ὅτι οἱ Ἐπιτροπές, πού ἐπωμίστηκαν τήν εὐθύνη τῆς διαμόρφωσης τῶν ἀναλυτικῶν προγραμμάτων, στά πλαίσια τῆς Ἐκπαιδευτικῆς Μεταρρύθμισης, δέν θά ἀποστοῦν ἀπό τίς βασικές ἀρχές τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας, καλοῦμε ὅλους νά ἐπαγρυπνοῦν γιά τήν ὀρθή ἀγωγή τῶν παιδιῶν μας, στά ὁποῖα στηρίζουμε τίς ἐλπίδες μας γιά ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδας μας.
Μετ’ εὐχῶν διαπύρων
+Ο Κύπρου Χρυσόστομος
Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου,
8 Μαρτίου 2009, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας