Μέρες πού ’ναι, γυρίζω και πάλι σε εκείνο τον ανεπανάληπτο λόγο του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και στο μοναδικὸ διήγημά του «Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου». Με το άρωμα και την οσμήν ευωδίας πνευματικής που αναδίδει και μας πλημμυρίζει, ως θυμίαμα. Γυρίζω ξανά στο λησμονημένο Ορθόδοξο ήθος που ήταν άλλοτε τρόπος βίου και αλήθεια ζωής. Στη χάρη και στην παραμυθία του Θεού, στην απέραντή Του αγάπη, στην οποία καταφεύγουμε όλοι οι δεδιωγμένοι και πονεμένοι του κόσμου, ασθενούντες και οδοιπορούντες και δοκιμαζόμενοι δεινώς. Και στην Παναγία μας, στην οποία καταφεύγουμε, γιατί «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοὶ προς Θεὸν, προστασίαν και σκέπην.» Γυρίζω, λοιπόν, στο λόγο του κυρ Αλέξανδρου, στους ήρωές του, που τους συναντούμε σε εκείνα τα μαγευτικά τοπία της Σκιάθου, στα ξωκκλήσια και στα ερημοκλήσια αλλά και δίπλα μας, στην δοκιμαζόμενη πατρίδα μας, στα προσκυνήματά μας, όσα μας απέμειναν, στις περιπλανήσεις μας στην ερημία των πόλεων.
Σκέφτομαι, διαβάζοντας ξανά εκείνο το ανεπανάληπτο «Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου», τον καημό και την ερημία και τα πάθη που μας συνοδεύουν στον κόσμο τούτο της φθοράς και του θανάτου, στον τόπο των παθών, τον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, τον χαροκαμένο πατέρα εκεί στην ερημία της φύσεως, και την έξοδό του από τα πάθη και τα δεινά και το πένθος του θανάτου, μετανοούντα.
«Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσῳ αγριοσυκών, μορεών με ερυθροὺς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα ἑπόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τον επάνω κόσμον ― εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον, εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε, και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρὸν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, και τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμέν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.»
Να το άλλοτε φιλέορτο τοπίο της πανηγύρεως, που είναι πλέον τόπος ερημίας και εγκατάλειψης. Ήδη πλέον εισήλθεν ο θάνατος της τρυφεράς κόρης. Κι η απέραντη ερημία:
«Η τρυφερά παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέσῃ εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μιά λειτουργία... με την μητέρα μαζί...
Είπε και απέθανε.
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα, ομού με την σύζυγόν του... Κατόπιν απεσύρθη, κ᾿ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του, εις την ερημίαν…
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτον μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο την τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως, «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει… Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα, «επί γήραος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρὸν γήρως... και έως γήρως και πρεσβείου μη εγκαταλίπης με».
Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζῃ μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμέν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλύτερον κτήμα· ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα και νερόμυλον... και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελῳδίας προς την Παναγίαν.
«Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε...»
Να, τα πάθη του κόσμου και η ζάλη και η ερημία της ψυχής κι η παραμυθία και η καταφυγή στην Μητέρα του Θεού, την Παναγία μας. Κι ο τόπος της μετανοίας και της μεταστροφής βίου. Και το άρωμα της θείας παραμυθίας.
Του Νίκου Ορφανίδη