«Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις…;» (Ἀποκ.στ΄10)
Τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ.Χρυσοστόμου Β΄
Σαρανταένα χρόνια πέρασαν ἀπό τό τραγικό ἐκεῖνο πρωϊνό τῆς 20ης Ἰουλίου τοῦ 1974. Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ πύρινου Προφήτη τό στιλέτο τοῦ βάρβαρου Ἀττίλα μπήχτηκε βαθιά στό κορμί τοῦ πολύπαθου νησιοῦ μας. Κι ἀπό τότε ἡ χαίνουσα πληγή αἱμάσσει χωρίς σταματημό. Οἱ καρδιές τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου, ἡφαίστεια ἐνεργά, συγκρατοῦν μέ ἀξιοπρέπεια τήν καυτή λάβα τῆς δίκαιης ἀγανάκτησης στά στέρνα τους καί περιμένουν τήν ὥρα τῆς δικαίωσης. Οἱ βρύσες τῶν ματιῶν μας σταμάτησαν κι αὐτές νά ἀρδεύουν τίς παρειές μας μέ τό ἁλμυρό τῆς χαρᾶς καί τοῦ πόνου ὑγρό. Καί οἱ ψυχές μας μαζί μέ τίς ψυχές τῶν ἀδικοχαμένων παιδιῶν τῆς νήσου τῶν Ἁγίων, μαζί μέ τίς ψυχές τῶν ἀγνοουμένων μας διατυπώνουν μπροστά στόν θρόνο τοῦ «Ἀρνίου» καυτό τό παράπονο: « ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις…» (Ἀποκ. στ΄10). Ἕως πότε, Κύριε, ἐσύ πού εἶσαι ὁ δεσπότης καί κυρίαρχος, ὁ ἅγιος καί ἀληθινός θά μακροθυμεῖς καί δέν θά κάνεις τήν κρίση σου; Ρίξε ἐρευνητική τή ματιά σου στά κατεχόμενα ἐδάφη μας καί θά δεῖς ὅτι οἱ ἄνομοι «τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ...» (Γ΄Βασ. ιθ΄,10). Τά θυσιαστήριά σου τά κατέστρεψαν καί τόν θεοσεβῆ λαό σου τόν πέρασαν ἀπό μαχαίρι. Τόν ἐκτόπισαν ἤ τόν κρατοῦν βάναυσα ἐγκλωβισμένο, κατάσταση πού μᾶς δημιουργεῖ ἀβάσταχτο πόνο.
Παράλληλα, πονοῦμε γιά τή μελετημένη καί συστηματική καταστροφή τῶν ὁσίων καί ἱερῶν μας στούς τόπους πού πατᾶ βαριά ἡ μπότα τοῦ ἄμοιρου πολιτιστικῆς εὐαισθησίας Ἀττίλα. Αὐτή «ἡ συστηματική κατα¬στροφή τῆς Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς τῆς Κύπρου καί ἰδιαίτερα τῶν ὀρθοδό¬ξων χριστιανικῶν ναῶν ἄρχισε ἀμέσως μετά τήν τουρκική εἰσβολή…» . «Ἀμέσως μετά τήν κατάληψη τοῦ 37% τοῦ ἐδάφους τῆς Κύπρου ἀπό τόν τουρκικό στρατό τόν Αὔγουστο τοῦ 1974 καί τήν κατάπαυση τοῦ πυρός…. ἄρχισε ἡ συστηματική λεηλασία καί βεβήλωση τῶν χριστιανικῶν ναῶν καί ἡ κλοπή πρῶτα τῶν πολύτιμων ἀντικειμένων χρυσῶν-ἀσημένιων, ὅπως Ἁγίων Δισκαρίων, Ἁγίων Ποτηρίων, Κανδηλιῶν, Σταυρῶν… Ἀκολούθησε ἡ κλοπή τῶν εἰκόνων, τοιχογραφιῶν καί χειρογράφων καί ἡ καταστροφή εἰκονοστασίων καί προσκυνηταρίων καί ἄλλων ξυλογλύπτων καί ἡ ἀφαίρεση ἐντοίχιων ψηφιδω-τῶν καί τοιχογραφιῶν» .
Τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Κυπριακῆς Δημοκρτίας στόν διαδικτυακό του τόπο ἀναφέρει ὅτι «ἡ τύχη τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων τῶν ναῶν πού ὑπολο¬γίζονται στίς 20.000, παραμένει ἄγνωστη. Σύμφωνα μέ τούς ὑπολογισμούς τῆς Κυπριακής Ἀστυνομίας, πάνω από 60.000 πολιτιστικά ἀντικείμενα ἔχουν μεταφερθεῖ παράνομα σέ ξένες χῶρες μετά τό 1974. Πολύ σημαντικές καί ἀνεκτίμητες εἰκόνες περιῆλθαν στήν κατοχή οἴκων δημοπρασίας καί πωλήθηκαν παράνομα στό ἐξωτερικό ἀπό ἐμπόρους τέχνης» .
Τό κακό δυστυχῶς δέν σταματᾶ μέχρις ἐδῶ. Ὁ ἀσιάτης κατακτητής, ἐφαρμόζοντας πιστά τά σχέδιά του γιά ἐκτουρκισμό τοῦ κατεχόμενου τμήματος τῆς Κύπρου, παρέδωκε τούς ναούς μας στήν ἐρήμωση καί τόν ἀφανισμό καλώντας σύμμαχό του τόν πανδαμάτορα χρόνο. Ἀφέθηκαν οἱ ἐκκλησίες τῶν ὑπό κατοχή ἐδαφῶν μας χωρίς καμμιά φροντίδα . Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐγκατάλειψης εἶναι ἡ κατάρρευση πολλῶν ἱερῶν ναῶν λόγῳ ἔλλειψης συντήρησης. «Μερικές μάλιστα κατεδαφίστηκαν μέχρι τά θεμέλια, ὅπως ἡ ἐκκλησία τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Αὐγασίδας καί ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ στό Τρίκωμο» .
Οἱ ὑπηρεσίες τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Δημοκρατίας κάμνουν λόγο γιά «περισσότερες ἀπό 550 Ἑλληνορθόδοξες Ἐκκλησίες, παρεκκλήσια καί μοναστήρια σέ πόλεις καί χωριά τῶν κατεχομένων περιοχῶν πού ἔχουν λεηλαθηθεῖ, ὑποστεῖ ἐκτεταμένους βανδαλισμούς» . Ἐνῶ ὁ Ἀθαν. Παπαγεωργίου ἀναφέρει ὅτι ἔχουν καταγραφεῖ στό κατεχόμενο ἀπό τόν τουρκικό στρατό τμῆμα τῆς Κύπρου «περίπου 580 ἐκκλησίες ἱστάμενες, ἡμιερειπωμένες ἤ ἐρειπωμένες» . «Στήν πραγματικότητα ὅμως, συνεχίζει ὁ κ.Παπαγεωργίου, ὁ ἀριθμός τῶν ἐκκλησιῶν στήν τουρκοκρατούμενη περιοχή τῆς Κύπρου εἶναι πολύ μεγαλύτερος» .
Ἐκτός ἀπό τίς ἐρειπωμένες καί κατεδαφισμένες ἐκκλησίες ὑπάρχουν καί ἐκεῖνες πού «ἔχουν μετατρατεῖ σέ τζαμιά, ἀποθῆκες τοῦ κατοχικοῦ στρατοῦ, στάβλους καί ἀχυρῶνες...» . Ἐνῶ ἄλλες ἔχουν καταστεῖ «λέσχες καί ἐργαστήρια ... ἀκόμη καί ἀποχωρητήρια» . Νά σημειωθεῖ δέ ὅτι σημαντικοί χῶροι λατρείας καθώς καί ἄλλα ἐπίσης πολιτιστικά μνημεῖα ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νά μήν εἶναι προσβάσιμα ἐπειδή βρίσκονται «σέ στρατιωτικές ζῶνες τοῦ τουρκικοῦ κατοχικοῦ στρατοῦ» .
Σημαντική εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Δανοῦ συγγραφέα καί φωτογράφου Χένρικ Κλάουσεν ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ κατάσταση τῶν ἐκκλησιῶν στά κατεχόμενα «μόνο θλίψη μπορεῖ νά μᾶς φέρει». Τονίζει δέ ὅτι τά προβλήματα τῆς καταστροφῆς καί τῆς λεηλασίας τῆς ὀρθόδοξης πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς στό κατεχόμενο τμῆμα τῆς Κύπρου «εἶναι τεκμηριωμένα ἀπό τό εὐρωπαϊκό Δικαστήριο ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ἄλλα διεθνῆ Ἰνστιτοῦτα, ἀλλά ἡ διεθνής κοινότητα ἔκαμε μικρή προσπάθεια γιά νά καταστήσει τήν Τουρκία ὑπεύθυνη γιά τά προβλήματα αὐτά» . Ὡς ἀμερόληπτος καί ἀντικειμενικός συγγραφέας ὁ Κλάουσεν σημειώνει: «Μετά πού εἴδαμε πῶς ἀντιμετωπίζονται οἱ ἐκκλησίες στό βόρειο τμῆμα τῆς Κύπρου, κάποιος θά ἀναρωτηθεῖ δικαίως, ἄν οἱ Κύπριοι, στό ἐλεύθερο τμῆμα τοῦ νησιοῦ, συμπεριφέρονται στά τζαμιά μέ ἀνάλογο τρόπο, δηλαδή ἀφήνοντάς τα νά ἀποσυντεθοῦν, προχωρώντας σέ βανδαλισμούς ἤ κλοπές. Ἡ ἀπάντηση εἶναι «ὄχι». Ὑπάρχουν 17 ἀρχαῖα τζαμιά στό νότιο τμῆμα τῆς Κύπρου, τά ὁποῖα εἶναι ὅλα προστατευόμενα ἀπό τήν Κυβέρνηση καί συντηροῦνται ἀπό τό κράτος. Ἕντεκα ἀπό αὐτά ἀρχικά κτίστηκαν ὡς ἐκκλησίες καί στή συνέχεια μετατράπηκαν σέ τζαμιά, κάτω ἀπό τήν ὀθωμανική κυριαρχία. Ἡ κυβέρνηση τῆς Κύπρου δέν ἔχει μετατρέψει τά τζαμιά ξανά σέ ἐκκλησίες καί διευκολύνει ἐνεργά τή χρήση τους ἀπό τούς μουσουλμάνους» .
Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Χένρικ Κλάουσεν τονίζει ἰδιαίτερα τήν ἀντίθεση τῆς ἀντιμετώπισης τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς ἀπό τίς δύο πλευρές. Ἡ Κυπριακή Δημοκρατία συντηρεῖ τά μουσουλμανικά τεμένη, διευκολύνει τούς μουσουλμάνους στήν ἐκπλήρωση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων στίς ἐλεύθερες περιοχές, ἐνῶ ὁ κατοχικός στρατός καί ἡ ψευδοκυβέρνηση φέρονται μέ τρόπο ἐντελῶς ἀνάρμοστο σέ πολιτισμένους λαούς. Ἐμεῖς ζητᾶμε νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά ἀναστηλώσουμε τίς ἐκκλησίες μας στά κατεχόμενα, χωρίς νά τούς ἐπιβαρύνουμε οἰκονομικά. Μόνο νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά προχωρήσουμε στίς ἐργασίες συντήρησης καί ἀναστήλωσης μέ δικά μας ἔξοδα. Δυστυχῶς ὅμως εἰσπράττουμε ἔντονη καί ὠμή τήν ἄρνηση.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τίς χιλιάδες εἰκόνες πού ἐξήχθησαν ἀπό τήν Κύπρο καί πουλήθηκαν σέ ἰδιῶτες καί Μουσεῖα σέ ὅλες τίς Ἠπείρους οἱ ἀγῶνες τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας εἶναι ὄντως τιτάνιοι. «Μερικές ἐντοπίστηκαν καί ἔγινε προσπάθεια ἐπαναπατρισμοῦ τους χωρίς ὅμως πάντοτε μέ ἐπιτυχία. Σ᾽ἄλλες περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία ὑποχρεώθηκε νά ἀγοράσει εἰκόνες καί τοιχογραφίες, ἐνῶ σέ μιά μόνο περίπτωση κατόρθωσε μέ τήν ἐπίκληση τῆς Συνθήκης τῆς Unesco γιά ἐπαναπατρισμό τῶν ἔργων τέχνης πού ἐξήχθησαν παράνομα ἀπό τή χώρα προέλευσής τους νά ἐπιστραφεῖ στήν Κύπρο ἡ εἰκόνα τῆς ἔνθρονης Θεοτόκου ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἀντιφωνητῆ» .
Εἰσήλθαμε στήν πέμπτη δεκαετία εἰσβολῆς καί κατοχῆς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας. Ὅμως δέν ἀπογοητευόμαστε. Δέν ἐπιτρέπουμε στούς ἐαυτούς μας νά καταληφθοῦν ἀπό ἡττοπάθεια. Ὀρθοί στίς ἐπάλξεις ὑπεράσπισης τοῦ δικαίου θά ἀγωνιζόμαστε ἀσταμάτητα γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας καί τή δικαίωση τοῦ πολύπαθου λαοῦ μας. Οἱ Ἕλληνες ἔχουμε νιώσει στόν ἐθνικό μας βίο ἀμέτρητες φορές τήν κατάφωρη ἀδικία τῶν ἑκάστοτε ἰσχυρῶν τῆς γῆς. Κι ὅπως λέει ὁ Μακρυγιάννης: «ὅλα τά θεριά τρῶνε ἀπό πάνω μας ἀλλά πάντα μένει καί μαγιά». Δέν πρέπει δέ νά ξεχνοῦν οἱ ὅποιοι κατακτητές κι οἱ ὑποστηρικτές τους πώς «ὕλαντρον ὄντας κοπεῖ καβάτζιν, τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια» . Ὑπάρχουν πάντα στόν ἑλληνισμό ἐκεῖνοι πού φυλᾶνε Θερμοπύλες καί μέ τή θυσία τους ἀφυπνίζουν καί τούς ὑπόλοιπους. Κι «ὁ ἕνας γίνονται δυό, καί μιά καί δυό καί τρεῖς χιλιάδες...» κατά τόν ποιητή.
Μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά τρέφει ὄνειρα καί νά διακηρύσσει: «διώξας καταλήψομαι, μεριῶ σκῦλα, ἐμπλήσω ψυχήν μου, ἀνελῶ τῇ μαχαίρᾳ μου, κυριεύσει ἡ χείρ μου» . Θά τούς κυνηγήσω καί θά τούς πιάσω ζωντανούς. Θά διαμοιράσω τά λάφυρα. Θά χορτάσω τή ψυχή μου. Θά σφάξω μέ τό μαχαίρι μου. Θά κυριαρχήσει ἡ δύναμή μου. Ξεχνᾶ ὅμως τή βεβαίωση τοῦ οὐρανοῦ: «εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου· καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ» .
Εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ἀκμάζει, νά ὑψώνεται πανίσχυρος καί νά ἐξαπλώνει τήν ἐπιρροή του σάν τά κέδρα τοῦ Λιβάνου. Καί μόλις πρόφθασα νά περάσω ἀπ᾽ἐκεῖ καί νά αὐτός ἐν τῷ μεταξύ εἶχεν ἐκλείψει. Καί πέρασα πάλι δεύτερη φορά καί τόν ἐζήτησα καί δέν βρέθηκε ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλ᾽οὔτε ὁ τόπος, πού βρισκόταν πρωτύτερα ὑψωμένος καί ἀγέρωχος. Κάθε ἴχνος του χάθηκε. Καί ἐμεῖς «ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ (εἴμαστε ἀπόλυτα βέβαιοι ὅτι) αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἡμᾶς» .