Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἅγιοι ἀδελφοί, ἅγιε Κιτίου καὶ ἅγιε Ἀρσινόης,
Ἀγαπητὲ καὶ σεβαστέ μου Γέροντα Συμεών, καθηγούμενε τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου,
Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ἀγαπητὰ τέκνα καὶ συγγενεῖς τῆς μεταστάσης,
Εὐλογημένος ἀληθινὰ ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Χαραλαμπία, ἡ Χαμποῦ τῆς Ξυλοτύμπου. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμελλε, μέσῳ τοῦ υἱοῦ της καὶ Γέροντός μας Συμεῶνος, νὰ καθορίσει τὴ ζωὴ πολλῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, καὶ ὄχι μόνον. Καί, ὅπως ἔχουμε εἰπεῖ καὶ ἄλλοτε, ἅγιοι ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν εὐλογημένο καὶ πονεμένο λαὸ τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς οἱ ἀρχιερεῖς, στὴν οὐσία προσφέρουμε τὴ σχέση ποὺ εἶχαν οἱ γονεῖς μας, οἱ πάπποι μας καί, ἃν εἴχαμε καὶ κανέναν εὐλογημένο Γέροντα, καὶ ὁ Γέροντάς μας μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Αὐτὴ τὴ σχέση, αὐτὴ τὴν ἐμπειρία προσφέρουμε, ὅ,τι δηλαδὴ παραλάβαμε. Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει κάτι ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα γονεῖς του νὰ δώσει!
Καὶ ἡ προκειμένη κεκοιμημένη Χαραλαμπία εἶχε πολλὰ νὰ δώσει, καθότι, μαζὶ μὲ τὸν εὐλογημένο σύζυγό της Μιχαήλη, πολλὰ εἶχε παραλάβει καὶ διαφύλαξε σ’ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη γῆ τῆς Ξυλοτύμπου. Ὁ οἶκος τῆς Χαραλαμπίας ἦταν οἶκος προσευχῆς, εὐλογημένης σιωπῆς, εὔλαλης φιλοξενίας, ἀγάπης καὶ προσφορᾶς καί, κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο, λειτούργησε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα ἐκπαιδευτήρια τῆς Κύπρου. Παράδοξος ἀκούεται ὁ λόγος, ἀφοῦ ἀφορᾶ σ᾽ ἕνα ἁπλὸ καὶ ταπεινὸ σπίτι πού, μπροστὰ στὰ σύγχρονα μεγάλα σπίτια τῆς Κύπρου καὶ αὐτῆς τῆς Ξυλοτύμπου φαντάζει ταπεινὸς καὶ πτωχικὸς οἰκίσκος. Αὐτὸς ὅμως ὁ οἰκίσκος κράτησε καὶ δίδαξε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ ἦθος τῆς πρωτινῆς Κύπρου, πρῶτα στοὺς ἐνοίκους του καί, κατόπιν, ὅταν ἡ ὥρα τὸ κάλεσε, καὶ σὲ πολλούς, σὲ πάρα πολλοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μεγάλους καὶ μικρούς: Σὲ Πατριάρχες, σὲ ἀρχιερεῖς, σὲ ἱερεῖς, σὲ μοναχούς, σὲ μοναχές, σὲ διδασκάλους, σὲ γονεῖς, μάλιστα σὲ νέους ἀνθρώπους τοῦ τόπου μας. Κι αὐτὸ φάνηκε ξεκάθαρα ἀπὸ αὐτούς, ποὺ σήμερα παρευρίσκονται ἐδῶ, γιὰ νὰ προπέμψουν τὴ Χαμποῦ στὴν αἰώνια ζωή. Εἴδετε πολλὲς κηδεῖες ἡλικιωμένων ἀνθρώπων, ὅπου νὰ παρίστανται τόσοι νέοι στὴν ἡλικία ἄνθρωποι, ὅπως σήμερα, ποὺ κυκλώνουν εὐλαβικὰ τὴν μεταστάσα; Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι παράδοξο! Ἀνερμήνευτο τυγχάνει μόνο γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν πώς, ἄθελά της ἡ Χαμποῦ, ἔγινε διδασκάλισσα τοῦ Ὀρθόδοξου βίου σέ ὅλους αὐτοὺς ποὺ προανάφερα, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους! Γιατὶ πράγματι ἡ Χαμποῦ, μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ ἤδη σύζυγό της Μιχαήλη, κατέστησαν διδάσκαλοι Ὀρθοδοξίας, γνήσιας λαϊκῆς εὐσέβειας, ὀρθόδοξοι ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο. Ἡ Μητρόπολή σας, ἅγιε Κιτίου, ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Μητρόπολη ἡ ταπεινὴ τῆς Μόρφου, ἡ ἐπισκοπή σας, ἅγιε Ἀρσινόης, ἡ Ξυλοτύμπου, π. Κυριακέ, καθὼς καὶ πολλὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι, ὀφείλουμε πολλά στὴ Χαραλαμπία τοῦ Μιχαήλη καὶ στὸν Μιχαήλη τῆς Χαραλαμπίας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παπάδες μας, ἀπὸ τοὺς μοναχούς μας, ἀπὸ τὶς μοναχές μας, ἔχουν διδαχθεῖ κατὰ Θεὸν σ’ αὐτὸ τὸν ταπεινὸ οἰκίσκο τῆς Ξυλοτύμπου, εἰσερχόμενοι ἀπὸ τὸ ταπεινὸ ἐκεῖνο ᾽ξωπόρτι, διερχόμενοι ἀπὸ τὴν ἐσώτερη αὐλὴ στὰ ταπεινὰ ἐκεῖνα δώματα καὶ δωμάτια, τὰ χαμηλοτάβανα, αὐτά, ποὺ καὶ πολλοὶ σύγχρονοι ἀσκητές, ἀκόμη καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, δὲν καταδέχονται νὰ κατοικήσουν. Καὶ ὅμως, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τοῦ Θεοῦ, σὲ ἕνα χῶρο ὀρθόδοξης ὀμορφιᾶς, ἀσκητικῆς σιωπῆς καὶ ἐμβληματικῆς λιτότητας δίδαξαν σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, «πλούσιός ἐστιν ὁ ἐν ὀλίγοις ἀναπαυόμενος».
Ἡ Χαμποῦ, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Λύση, ἦταν μία γυναίκα, ποὺ ἐν πρώτοις τὴ χαρακτήριζε ἡ πρωτινὴ ἐνδυμασία τῆς Κύπρου. Τὸ λευκὸ -κι ἀργότερα τὸ πένθιμο- κεφαλομάντηλό της τὸ κατέβαζε μέχρι τὰ μάτια καὶ τὸ περίδενε στὸ στόμα της, γιὰ νὰ δείχνει τὴ σιωπὴ ποὺ καλλιεργοῦσε. Ἔξυπνη ὅσο λίγοι ἄνθρωποι, ὅταν ἀντιλαμβανόταν ὅτι ὁ συνομιλητής της ἔχει εὐρυχωρία, ξανοιγόταν μὲ τὸ πηγαῖο της χιοῦμορ, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν ἦταν ὑπεροχικό, οὔτε καταλυτικὸ στὸν συνάνθρωπό της, ἂν καὶ ἐνίοτε τὴ χαρακτήριζε ἡ βυζαντινή εἰρωνεία. Μιλοῦσε ἀκόμη μὲ τὸ ἁπλὸ χαμόγελό της, ἀλλ᾽ ἐξαιρέτως μὲ τοὺς βαθυστόχαστους μαύρους ὀφθαλμούς της. ’Ενθυμοῦμαι, σὲ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες συναντήσεις μας, ὅταν, κατὰ τὸ ἔθος μου, εἶπα κάτι τὸ ὑπερβολικό, γύρισε καὶ μὲ εἶδε μὲ μία ματιὰ -δὲν μποροῦσε πλέον νὰ μιλήσει-, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Δεσπότη μου, αὐτὸ δὲν χρειαζόταν»! Ἤξερε λοιπὸν νὰ μᾶς διδάσκει μέχρι καὶ τὴν τελευταία της στιγμὴ μὲ τὶς βαθιὲς στοχαστικὲς ματιές της. Κι αὐτὴ ἡ σπάνια γυναίκα εὐτύχησε νὰ ζήσει στὸ λιτὸ σπίτι, ποὺ πιὸ πρὶν περιγράψαμε, δίπλα σ᾽ ἕνα σπάνιο ἄνθρωπο τῆς Ἀνατολῆς: Τὸν Μιχαήλη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἄρσος Μεσαορίας, τὸν ἄνθρωπο τῆς εὐγένειας καὶ ἀρχοντιᾶς, παρότι ἦταν βοσκός, τὸν ἀπαράμιλλο ἐκτελεστὴ τῶν πρωτινῶν μανέδων.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ ζεῦγος ἀνέδειξε καὶ στήριξε τὴν κλίση καὶ τὴν κλήση τῶν παιδιῶν τους καί, κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο, τὴν κλίση τοῦ Γέροντός μας Συμεών. Ἤξερε ἡ Χαραλαμπία ἀπὸ τὴ δύσκολη ὥρα τῆς γέννας τοῦ Συμεῶνος, ὅτι τὸ τέκνο της προορίζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πρόσφερε ἀφειδώλευτα κι ἀπὸ καρδιᾶς. Κι ἀξιώθηκε ἔτσι νὰ προσφέρει στὴν Ὀρθοδοξία τὸν Γέροντα Συμεών, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέστησε τὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου. Εὐτύχησε ἀκόμη, οἱ τρεῖς θυγατέρες της νὰ παραμείνουν ἑνωμένες, ἀγαπημένες, διδάσκουσες κάθε μία κατὰ τὸν τρόπο καὶ τὸν χαρακτήρα της σ᾽ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους τὴν Ὀρθόδοξη φιλοξενία, τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Κύπρου.
Ἦλθε ὅμως καὶ ἡ ὥρα, ποὺ ὁ Γέρων Συμεὼν ἔπρεπε νὰ δώσει, νὰ προσφέρει κάτι στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ: Καὶ στοὺς μοναχοὺς του καὶ στοὺς πολλοὺς προσκυνητὲς τῆς μονῆς του καί, ἐξαιρέτως, στοὺς πολλοὺς νέους ποὺ ἄρχισαν νὰ τὸν πλησιάζουν. Καί, τὶ θὰ ἔδινε ὁ ταπεινὸς Συμεών, πέραν ἀπὸ τὰ χρώματα τῆς ἁγίας ἱερουργίας τῆς ἁγιογραφίας, ποὺ εἶχε διδαχθεῖ κοντὰ στοὺς πολύπαθους καὶ πολυθαύμαστους ἀδελφοὺς Λέπουρα, μαθητὲς τοῦ Κόντογλου; Τί ἄλλο, ἀπὸ τὸ ἤθος, τὸ ὕφος καὶ τὴ ζωή τοῦ Μιχαήλη καὶ τῆς Χαμποῦς; Καί, ἐξαιρέτως τῆς Χαμποῦς, καθότι μὲ αὐτὴν συγγένευε πολὺ περισσότερο στὴν ποιητικότητα, στὴν καλλιτεχνικότητα, στὴν ἐμβληματικὴ σιωπή, στὸ χαμόγελο, στὴ βαθυστόχαστη ἐσωτερικὴ ζωή. Ἔτσι, λοιπόν, ἔπρεπε ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ πλησιάζαμε τὸν υἱό της Συμεὼν συχνὰ πυκνά, νὰ ἐπισκεφθοῦμε καὶ τὸν ταπεινὸ οἰκίσκο τῆς Ξυλοτύμπου. Καί, μέσα ἀπὸ τὴ γερόντισσα μητέρα του, μαθαίναμε τὸν Γέροντά μας. Μέσα ἀπὸ τὴ Χαμποῦ καὶ τὸν Μιχαήλη μαθαίναμε τὸν κόσμο τῆς πρωτινῆς Κύπρου, τῆς Κύπρου, ποὺ ἔφτανε μέχρι τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, μέχρι καὶ τὸν ποιητή Ὅμηρο. Αὐτὴ τὴν Κύπρο, αὐτὸ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο διδασκόταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλησίαζε τὸν υἱό της Συμεών. Εὐχαριστοῦμε Γέροντα, ποὺ εἶχες αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀγάπη στὴν κοινότητά σου Ξυλοτύμπου, στὴ μητέρα σου καὶ στὸν πατέρα σου, στὸν ταπεινό οἶκο τῆς Ξυλοτύμπου, στὸν τόπο τῆς γενέσεώς σου, ποὺ κατέστη τὸ πρῶτο καί, ἴσως, τὸ καλύτερο μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἔζησες. Γιατί, μέσα ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο, ἀξιωθήκαμε κι ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ προαναφέραμε.
Κάποτε, ἅγιε Κιτίου, ἦρθε στὴν Κύπρο ὁ πλέον σημαντικὸς ὑποτακτικὸς τοῦ συγχρόνου ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ὁσίου Γέροντος Παϊσίου, ὁ Γέρων Ἰσαὰκ ὁ Λιβανέζος. Συναντηθήκαμε τότε στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Μαχαιρᾶ, ὅπου τέλεσε τὴν κουρὰ σὲ μεγαλόσχημο τοῦ πατρὸς Ἰσαάκ. Ὁ τότε καθηγούμενος καὶ νῦν Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος μοῦ εἶπε: «Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Ἰσαὰκ ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς-ἄνθρωπος ποὺ σᾶς μοιάζει-, καὶ θέλει νὰ παραμείνει γιὰ δεκαπέντε μέρες στὴν Κύπρο. Ἐσύ, π. Νεόφυτε, γνωρίζεις καλὰ τὴν Κύπρο, τὶς μονές, τοὺς ναοὺς καὶ τὰ προσκυνήματά της (καὶ τήν Κύπρο τὴ γνώρισα μέσα ἀπὸ τὴ μαθητεία μου στόν υἱό τῆς Χαμποῦς, π. Συμεών). Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, νὰ πᾶτε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα στὰ μοναστήρια τῆς Κύπρου νὰ προσκυνήσει.» Σημειῶστε, ὅτι ὁ Γέρων Ἰσαὰκ εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Πράγματι, μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα Ἰσαὰκ ἐπισκεφθήκαμε ὅλα τὰ βασιλομονάστηρα καὶ τὶς ἐπαρχιακὲς μονὲς τῆς Κύπρου, ἀνδρῶες καὶ γυναικεῖες, καθὼς καὶ σπουδαῖα ἱστορικὰ μνημεῖα τῆς νήσου. Θυμᾶμαι πού, περνῶντας ἔξω ἀπὸ τὸ Λύκειο Κύκκου, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ καὶ διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα εἶχε, εἶδε τὰ τότε πρόσωπα τῶν νέων παιδιῶν τῆς Κύπρου καὶ μοῦ εἶπε ἔκπληκτος: «Νεόφυτε, τὰ παιδιά σας ἀκόμα ἔχουν παρθενία! Μέχρι πότε ὅμως;» Αὐτὰ τὸ 1995. Ἐπισκεφθήκαμε καὶ τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, ποὺ τότε ἀνακαινιζόταν καὶ δὲν εἴχαμε ἀκόμη ἐγκαταβιώσει ἐκεῖ, καὶ ἐξεπλάγηκε ἀπὸ τὸν ἡσυχαστικὸ χαρακτήρα τοῦ ἐρημικοῦ ἐκεῖ τοπίου. Στὸ τέλος τῆς μακρᾶς αὐτῆς προσκυνηματικῆς μας πορείας, μᾶς περίμενε ὁ Γέροντάς μας Συμεὼν στὸ πρῶτο μοναστήρι του ἐδῶ στὴν Ξυλοτύμπου, στὸν ταπεινό του οἶκο. Εἰσῆλθε λοιπὸν ὁ Γέρων τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καὶ τοῦ Λιβάνου καὶ ἄνθρωπος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς σ᾽ αὐτὸ τὸν οἰκίσκο. Καί, ὅταν εἶδε τὸ μικρὸ παρεκκλήσιο, τὰ ταπεινὰ δωμάτια· ὅταν εἶδε τὴ Χαμποῦ νὰ τὸν φιλοξενᾶ μὲ τὸ κεφαλομάντηλο κατεβασμένο στὰ μάτια καὶ περασμένο στὸ στόμα καὶ τὴ θυγατέρα της Γιῶνα, ὡς ἄλλες ὁσιακὲς μορφὲς νὰ διακονοῦν μὲ σιωπὴ στὸ τραπέζι καὶ νὰ βλέπουν χαμηλά, ἐξεπλάγη ὁ ἄνθρωπος καὶ γυρίζει στόν Γέροντα καὶ τοῦ λέει: «Ὁ παπᾶς σου -ἀναφερόμενος στὸν ὑποφαινόμενο-, μὲ πῆρε σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ μοῦ ἄρεσε περισσότερο, πάτερ Συμεών, εἶναι τὸ τελευταῖο.» «Τὸ Μαυροβούνι», εἶπα ἐγὼ προτρέχοντας. «Ὄχι», εἶπε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, «αὐτό τὸ μοναστήρι, ποὺ εἶμαι τώρα ἐδῶ. Καὶ βλέπω ἔχει καὶ δύο ἕτοιμες μοναχὲς - ἐννοῶντας τὴ Χαμποῦ, τὴν ἔγγαμη ἀσκήτρια, καὶ τὴ μικρή της θυγατέρα. Φέρε ἕνα ψαλίδι νὰ κάνουμε δύο κουρές! Αὐτὲς εἶναι ἕτοιμες γιὰ μοναχές!» Ἀντιλαμβάνεστε, λοιπόν, γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ ἔτσι ὁ Γέρων Ἰσαὰκ ὁ Λιβανέζος, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε τὴν ἄσκηση στὶς ἔσχατες μέρες μας ὅσο λίγοι, πόσο ὑψηλὴ βρῆκε τὴν πνευματικότητα καὶ τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα τῆς μητέρας Χαραλαμπίας!
Δόξα τῷ Ἁγίῳ Θεῷ, πού, μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ τὸ ἦθος τῆς μεταστάσης, ὅλα αὐτὰ τὰ νέα παιδιὰ τοῦ Μαυροβουνίου, μοναχοὶ καὶ μοναχές, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, μποροῦν πλέον νὰ ξέρουν ποιἀ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ Κύπρος, τόσο ἡ πρωτινή, ὅσο καὶ ἡ σύγχρονη. Φτάνει νὰ θέλουν νὰ μαθητεύσουν καὶ νὰ ἀκολουθήσουν, τηρουμένων ἀσφαλῶς τῶν ἀναλογιῶν τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ Κύπρος βεβαίως συνεχῶς μεταλλάσσεται. Ἄνθρωποι ὅμως σὰν τὴ Χαμποῦ, καθορίζουν τὴν ψυχή μας, καθορίζουν τὸ ἦθος μας, τὶς προτεραιότητές μας καὶ μᾶς μαθαίνουν τὸ εὐλογημένο ὀρθόδοξο μέτρο. Διὰ τῆς ἀφαιρέσεως μαθαίνεται τὸ μέτρο. Καὶ ἡ Χαμποῦ καὶ ἡ οἰκογένειά της, ἤξεραν πάρα πολὺ καλὰ νὰ ἀφαιροῦν.
Μία ἄλλη σημαντικὴ ἀρετή, ποὺ καλλιεργοῦσε ἐσωτερικὰ ἡ Χαραλαμπία καὶ τὴν ὁποία εἶναι καλὸ νὰ γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ καθημερινὴ μετάνοια καὶ αὐτομεμψία. Καί τοῦτο μοῦ τὸ φανέρωσε κάποια μέρα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κοντοῦ, ὅπου κάθε Πέμπτη ἐρχόταν νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Τὴ ρώτησα λοιπὸν ἐκείνη τὴ μέρα: «Πῶς ζῇς καθημερινά, θεία Χαμποῦ; Πῶς σκέφτεσαι; Πῶς βλέπεις τὸν ἑαυτό σου; Πῶς μετανοιώνεις γιὰ τὰ λάθη ποὺ κάμνεις; Ἄνθρωπος εἶσαι κι ἐσύ! Μιὰ ἁμαρτωλότητα τὴν ἔχεις!» Τὰ ἔχασε. Δὲν ἤθελε νὰ ἀποκαλυφθεῖ. Κι ὅταν ἐγώ, ἀπὸ καλὴ περιέργεια, τὴν πίεσα περισσότερο γιὰ νὰ ἀποκομίσω πνευματικὴ ὠφέλεια, μοῦ ἀπάντησε: «Ἄκουσε διάκο (τότε ἀκόμη ἤμουνα διάκονος). Ὅταν ξυπνῶ τὸ πρωΐ, κάθομαι στὸ κρεββάτι, βάζω τὸν σταυρό μου, λέω ‘‘δόξα σοι, ὁ Θεός’’, καὶ σκέφτομαι: ‘‘Σήμερα, ποιό μαράζι θὰ ἔχω νὰ σκέφτομαι, γιὰ νὰ περνῶ τὴν ἡμέρα μου καὶ νὰ ταπεινώνω τὸν νοῦ μου;’’» Τὰ ἔχασα! Δὲν περίμενα νὰ ἀκούσω τέτοια ἀσκητικὴ ἀγωγὴ ἀπὸ μία γυναίκα τοῦ κόσμου τούτου. Τῆς εἶπα τότε: «Καλά, κάθε μέρα βρίσκεις καὶ ἕνα μαράζι;» Μοῦ λέει: «Ὄχι, ἔχει μέρες ποὺ ξυπνῶ καὶ δὲν βρίσκω μαράζι.» «Καί, τί κάμνεις τότε;» «Πιάνω τὸ μαράζι τῆς προηγούμενης ἡμέρας, καὶ δουλεύω πάνω σ᾽ ἐκεῖνο.» Καί, θυμήθηκα τώρα τὸ Γεροντικό, ποὺ λέει: «Τίς δύναται βαστάξαι τὸν λογισμόν Ἀντωνίου;» Δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
Ἔτσι ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι τῆς Κύπρου νὰ ζοῦν τὴν καθημερινότητά τους, τὴ μετάνοιά τους. Ταπεινώνοντας καθημερινὰ τὸν νοῦ τους! Κι αὐτὸ τὸ δίδασκαν ἔργῳ καὶ λόγῳ. Θυμᾶμαι, λίγο μετὰ ποὺ ἔγινα ἐπίσκοπος, ἡ Χαμποῦ ἦρθε μὲ τὴ μακαριστὴ μάνα μου Μηλιὰ -ποὺ κοιμήθηκε πρὶν ἐννιὰ μῆνες ἀκριβῶς-, καὶ μοῦ εἶπαν καὶ οἱ δύο ἐν μιᾷ φωνῇ: «Πρόσεχε, Δεσπότη μου, γιατὶ ὁ Θεός σὲ ἀνέβασε πολύ!» Καὶ τοὺς εἶπα: «Τί νὰ προσέχω;» «Νὰ προσέχεις τὸν νοῦ σου, νὰ μὴ ‘γείρει’ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γιατὶ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς του.»
Ἔτσι καλλιεργοῦσε ἡ Χαμποῦ τὸν νοῦ της. Αὐτό μετέδωσε καὶ στὸν Γέροντά μας καὶ στὶς πολὺ καλὲς κόρες της καὶ στοὺς ἐξαίρετους γαμπρούς της. Τόσο τὸν Γεώργιο, ὅσο καὶ τὸν Ἀνδρέα. Καὶ κρατήθηκε αὐτὴ ἡ οἰκογένεια ἑνωμένη -ἡ ἀλήθεια νὰ λέγεται- γύρω ἀπὸ τὴ Χαμποῦ. Ἐμπνεόμενη ἀπὸ αὐτήν, ταὴν ἀσκητική της παράδοση, τὴ φιλοξενία της τὴν ἀπέραντη, τὰ χαμόγελά της, τὰ πολλὰ τὰ ποιήματα τὰ πρωτινὰ ποὺ ἤξερε καὶ τὶς ἱστορίες τὶς παλαιές, τὶς ὁποῖες συχνὰ πυκνὰ ὑπενθύμιζε στὸν Μιχαήλη. Καί, μέσα ἀπὸ τὴ Χαμποῦ μαθαίναμε τὸν κόσμο τοῦ Μιχαήλη καὶ μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Μιχαήλη μαθαίναμε τὸν κόσμο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν κόσμο τοῦ Ὁμήρου. Αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ γέννησε ποιητές, ἥρωες καὶ ἁγίους.
Ὅταν, Χάριτι Θεοῦ καὶ μὲ τὶς εὐλογίες σας, ἅγιε Κιτίου, ἀνακαινίσαμε τὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου καὶ ἐγκαταβιώσαμε σ᾽ αὐτή, ρώτησα τὸν Γέροντα: «Τώρα, τί τάξη θά ἔχουμε στὸ μοναστήρι; Τί τυπικὸ θὰ ἀκολουθήσουμε; Ἐμεῖς δὲν ζήσαμε σὲ ἄλλο μοναστήρι!» Μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ, ἕνα μοναστήρι γνώρισα: Τό μοναστήρι τῆς μάνας μου, τό μοναστήρι τοῦ πατέρα μου, τό μοναστήρι τῆς Ξυλοτύμπου. Νὰ ζήσουμε, Νεόφυτε, οἰκογενειακὰ καὶ ταυτόχρονα ἀσκητικά, καὶ τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ εἶναι, ποὺ θὰ ὁδηγήσει καὶ καθοδηγήσει τὸν καθένα μας.»
Αὐτό εἶναι, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, πατέρες μου καὶ ἀδελφοί, τὸ μήνυμα τῆς Χαμποῦς. Νὰ ζήσουμε οἰκογενειακὰ καὶ ἀσκητικά. Καὶ τὰ δύο χρειάζονται στὶς πολύπαθες μέρες ποὺ ζοῦμε, σ᾽ αὐτὲς ποὺ ἔρχονται. Αὐτὸ εἶναι τὸ δίδαγμά της. Καί, πάνω ἀπὸ ὅλα, νὰ ἀγαπήσουμε τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τόσον ἡ Χαμποῦ ἀγαποῦσε καὶ ἀναδείκνυε μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα της. Ὅταν κάποτε ρώτησα τὸν υἱό της Συμεῶνα, ποιά εἶναι ἡ μυστικὴ Χαμποῦ, δηλαδὴ ὁ μυστικός, ἐσωτερικός της κόσμος, μοῦ ἀπάντησε μὲ δύο λέξεις: «Σπλάχνα οἰκτιρμῶν! Δηλαδὴ τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκια, ἡ εὐσπλαγχνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Σπλάχνα οἰκτιρμῶν. Ἀναζητεῖ τρόπους, νὰ τοὺς βάλει ὅλους στὴν εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»
Εὔχομαι, ἀγαπητή μου Χαραλαμπία, μεγάλη μάνα μας, μεγάλη διδασκάλισσά μας, νὰ σὲ ἀξιώσει ὁ Θεός αὐτῆς τῆς εὐλογημένης καὶ ἀτελεύτητης Βασιλείας, μαζὶ μὲ τὴν ἀγαπημένη καὶ ὁμότροπή σου Μηλιά, τὴ μάνα μας, μῆλον εὔοσμον μαζί της, εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη! ἀμήν!