Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος την Κυριακή, 17 Μαΐου 2015, θα λειτουργήσει και κηρύξει στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου στο Στρόβολο.
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος την Κυριακή, 17 Μαΐου 2015, θα λειτουργήσει και κηρύξει στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου στο συνοικισμό Κόκκινες στη Λάρνακα.
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Μεσαορίας κ. Γρηγόριος την Κυριακή, 17 Μαΐου 2015, θα λειτουργήσει και κηρύξει στον Ιερό Ναό Αποστόλου Λουκά στο συνοικισμό Κόκκινες στο Στρόβολο.
Την Τετάρτη της Αποδόσεως του Πάσχα, 20 Μαΐου 2015, θα λειτουργήσει και κηρύξει στο παρεκκλήσιο του Αποστόλου Βαρνάβα στην Ιερατική Σχολή.
Ο Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αποστόλου Βαρναβά Αρχιμανδρίτης Ιωάννης την Κυριακή, 17 Μαΐου 2015, θα λειτουργήσει και κηρύξει στον Ιερό Ναό Αγίου Αντωνίου (Μετόχιον Ιεράς Μονής Αποστόλου Βαρνάβα) στη Λευκωσία.
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
12 Μαΐου 2015
***************************************************************
ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΜΑΪΟΥ 2015 – ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ιω. θ΄ 1-38) (Πράξ. ιστ΄ 16-34)
Ακτινοβολούσα αλήθεια
«Ενίψατο, και ήλθε βλέπων»
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σε μια τραγική ύπαρξη, η οποία στερείτο της δυνατότητας να απολαμβάνει το θείο δώρο της όρασης. Μόνο ακουστικά έπαιρνε πληροφορίες για τις ομορφιές της φύσης και την πραγματικότητα της ζωής. Δεν είχε θέαση εικόνων και πραγμάτων όπως τους υπόλοιπους συνανθρώπους του. Η ζωή του ήταν στην κυριολεξία ανυπόφορη και βυθισμένη στη δυστυχία και την τραγικότητα.
Ο άνθρωπος αυτός, βέβαια, βίωνε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο τη στέρηση της σωματικής όρασης. Πολύ πιο τραγική ήταν σίγουρα η θέση των φαρισαίων, οι οποίοι άφηναν τον εαυτό τους να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο πνευματικό σκοτάδι, στο εφιαλτικό έρεβος της υποκρισίας τους. Τα μάτια της ψυχής τους ήταν ερμητικά κλειστά. Στην κατάντια τους αυτή έβρισκε εφαρμογή ο λόγος του Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος διαπιστώνει: «Το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν μάλλον οι άνθρωπου το σκότος ή το φως».
Ψυχική όραση
Ο τυφλός της διήγησης με την απουσία της σωματικής του όρασης δεν μπορούσε να έχει αντίληψη των γύρω του πραγμάτων. Ωστόσο, εκείνο που στην πράξη διαφαινόταν ήταν ότι η ψυχή του διέθετε όραση, ικανή για να κατανοεί τις βαθύτερες πραγματικότητες της ζωής. Αυτό συνέτεινε στο να κατανοήσει ότι αυτός που τον θεράπευσε δεν ήταν κάποιος θαυματοποιός. Ήταν «προφήτης», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη διήγηση. Για τον Κύριο που τον θεράπευσε πίστευε ότι ήταν «θεοσεβής». Ότι ακόμα «πράττει το θέλημα του Θεού» και ότι «αν δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτε, ούτε θαύματα ούτε οποιοδήποτε καλό».
Οι υγιείς… «τυφλοί»
Οι κατά τα άλλα υγιείς φαρισαίοι κατά κανόνα συλλαμβάνονταν να κρατούν ερμητικά κλειστά τα μάτια της ψυχής τους και μάλιστα η παθογένειά τους αυτή να τους καθιστά τις πιο τραγικές υπάρξεις. Οι όχι αγαθές προθέσεις και διαθέσεις τους, δεν τους επέτρεπαν να ψηλαφούν εμπειρικά στη ζωή τους την αλήθεια και το αγαθό.
Δυστυχώς, όμως, και στις δικές μας μέρες είναι πολλοί εκείνοι που αρνούνται επίμονα να κοιτάξουν την πραγματικότητα και να δεχθούν στη ζωή τους την αλήθεια της Εκκλησίας. Τα πάντα τα αντικρίζουν στη βάση της εγωκεντρικότητάς τους και όλα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους. Δεν διαθέτουν την όραση της ψυχής για να αντικρίσουν την αλήθεια.
Έρχεται, βέβαια, και σήμερα ο Χριστός για να μας απαλλάξει από την «τυφλότητά» μας. Την παθογένεια που μας προσβάλλει και δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε καθαρά τις εικόνες της αλήθειας και της ζωής. Πόσες φορές αλήθεια μπορούμε να συλλάβουμε τον εαυτό μας να είναι αδιάφορος μπροστά στη θεία παρουσία του; Προτιμούμε το σκοτάδι και αρνούμαστε το γνήσιο και αυθεντικό φως της ζωής. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λυτρωτικό του έργο δεν άγγιζε μόνο τους ανθρώπους μιας εποχής, αλλά επεκτείνεται στους αιώνες και το αναστάσιμο φως του καταυγάζει τα πάντα. «Νυν, πάντα πεπλήρωται φωτός». Αρκεί να τον δεχθούμε στη ζωή μας και να του προσφέρουμε κατάλυμα στην καρδιά μας.
Αγαπητοί αδελφοί, ο τυφλός του ευαγγελίου πίστεψε στον Χριστό και ομολόγησε την Θεότητά του. Άφησε ανοικτές διόδους στην ύπαρξή του για να γίνει δέκτης των ευεργετικών και θεραπευτικών του ενεργειών και να βρει το φως του. Η σωματική τυφλότητα αφήνει κάποιους συνανθρώπους μας να έχουν τη δική τους δοκιμασία στη ζωή. Τα συμπτώματα όμως της ψυχικής τύφλωσης είναι πολύ πιο φοβερά γιατί εμποδίζουν τον άνθρωπο να δεχθεί στη ζωή του την χαρά της αληθινής ζωής. Τον καθηλώνουν και τον αφήνουν να ασφυκτιά μέσα από τις καθημερινές αναθυμιάσεις του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε στους ψαλμούς του ο Δαβίδ: «Κύριε, φώτισον τους οφθαλμούς μου μήποτε υπνώσω εις θάνατον». Ας εμπιστευθούμε, λοιπόν, τον εαυτό μας στις αγκάλες του Χριστού, ώστε να πορευόμαστε μέσα από την ακτινοβολία του φωτός της θείας παρουσίας του. Αυτό έπραξαν και οι άγιοι της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και οι απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία, των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα η Εκκλησία μας. «Ενίψατο, και ήλθε βλέπων». Ας αποτολμήσουμε κι εμείς τη σωτήρια κίνηση στη ζωή μας για να γνωρίσουμε πραγματική γιατρειά. Γένοιτο.
Χριστάκης Ευσταθίου, θεολόγος
*****************************************************
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ: Ιω. θ΄ 1-38
Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες, Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς, Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 Ταῦτα εἰπών, ἔπτυσεν χαμαί, καὶ ἐποίησεν πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισεν τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ- ὃ ἑρμηνεύεται, Ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθεν βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον, Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι Ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι Ἐγώ εἰμι. 10 Ἔλεγον οὖν αὐτῷ, Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν, Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησεν, καὶ ἐπέχρισέν μου τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ εἶπέν μοι, Ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, καὶ νίψαι. Ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος, ἀνέβλεψα. 12 Εἶπον οὖν αὐτῷ, Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει, Οὐκ οἶδα. 13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Πηλὸν ἐπέθηκέν μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές, Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν παρὰ τοῦ θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον, Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 Λέγουσιν τῷ τυφλῷ πάλιν, Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέν σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι Προφήτης ἐστίν. 18 Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ, ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος, 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες, Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον, Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν, καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει, οὐκ οἴδαμεν· ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς, ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει· αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι Ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ, Δὸς δόξαν τῷ θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν, Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν, οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὤν, ἄρτι βλέπω. 26 Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν, Τί ἐποίησέν σοι; Πῶς ἤνοιξέν σου τοὺς ὀφθαλμούς;
27 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς, Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε. Τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 Ἐλοιδόρησαν αὐτόν, καὶ εἶπον, Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωσῇ λελάληκεν ὁ θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστίν, καὶ ἀνέῳξέν μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ θεὸς οὐκ ἀκούει· ἀλλ᾽ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ, καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέν τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ, Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω· καὶ εὑρὼν αὐτόν, εἶπεν αὐτῷ, Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ; 36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν, Καὶ τίς ἐστιν, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 Εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Καὶ ἑώρακας αὐτόν, καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 Ὁ δὲ ἔφη, Πιστεύω, κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
1 Και περπατώντας εκεί κοντά είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής. 2 Και τον ρώτησαν οι μαθητές του, λέγοντας: «Ραβί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;» 3 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε έτσι, για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ’ αυτόν. 4 Εμείς πρέπει να κάνουμε τα έργα εκείνου που με έστειλε ωσότου είναι ημέρα. Έρχεται νύχτα που κανείς δε δύναται να εργάζεται. 5 Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου». 6 Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε πηλό από το πτύελο και επέχρισε τον πηλό στα μάτια του 7 και του είπε: «Πήγαινε, νίψου στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ» που ερμηνεύεται, “Αποσταλμένος”. Έφυγε, λοιπόν, και νίφτηκε και ήρθε βλέποντας. 8 Οι γείτονες, τότε, και εκείνοι που τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν ζητιάνος έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητιάνευε;» 9 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά είναι όμοιος με αυτόν». Εκείνος έλεγε: «Εγώ είμαι». 10 Τον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς τότε σου ανοίχτηκαν τα μάτια;» 11 Εκείνος αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκανε πηλό και μου επέχρισε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στο Σιλωάμ και νίψου”. Όταν πήγα λοιπόν και νίφτηκα, βρήκα το φως μου». 12 Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος;» Τους λέει: «Δεν ξέρω». 13 Φέρνουν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον άλλοτε τυφλό. 14 Ήταν τότε Σάββατο η ημέρα κατά την οποία ο Ιησούς έκανε τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια. 15 Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν και οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως του. Εκείνος τους είπε: «Πηλό μου έθεσε πάνω στα μάτια, και νίφτηκα και βλέπω». 16 Έλεγαν τότε μερικοί από τους Φαρισαίους: «Δεν είναι από το Θεό αυτός ο άνθρωπος, γιατί το Σάββατο δεν τηρεί». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαυματουργικά σημεία;» Και υπήρχε σχίσμα ανάμεσά τους. 17 Λένε τότε πάλι στον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή σου άνοιξε τα μάτια;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης». 18 Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε το φως του, ωσότου φώναξαν τους γονείς αυτού που βρήκε το φως του 19 και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;» 20 Αποκρίθηκαν τότε οι γονείς του και είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Αυτόν ρωτήστε, έχει ώριμη ηλικία, αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του». 22 Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Γιατί ήδη είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, αν κάποιος τον ομολογήσει Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος. 23 Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν: «Έχει ώριμη ηλικία, αυτόν επερωτήστε». 24 Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Δώσε δόξα στο Θεό. εμείς ξέρουμε άτι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός». 25 Εκείνος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». 26 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» 27 Αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Σας το είπα ήδη και δεν ακούσατε. γιατί πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;» 28 Τότε τον έβρισαν και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. 29 Εμείς ξέρουμε ότι στο Μωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, αλλά αυτός δεν ξέρουμε από πού είναι». 30 Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Σ’ αυτό βρίσκεται πράγματι το θαυμαστό σημείο: εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια. 31 Ξέρουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κάποιος είναι θεοσεβής και το θέλημά του κάνει, αυτόν ακούει. 32 Από την αρχή του αιώνα δεν ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα μάτια σ’ έναν που έχει γεννηθεί τυφλός. 33 Αν δεν ήταν αυτός από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». 34 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα σε αμαρτίες, κι εσύ διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.35 Άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω και, αφού τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του ανθρώπου;» 36 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» 37 Του είπε ο Ιησούς: «Και τον έχεις δει και είναι εκείνος που μιλάει μαζί σου». 38 Αυτός είπε: «Πιστεύω, Κύριε». Και τον προσκύνησε.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ: Πράξ. ιστ΄ 16-34
16 Ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχήν, παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα Πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχεν τοῖς κυρίοις αὐτῆς, μαντευομένη. 17 Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ ἡμῖν, ἔκραζεν λέγουσα, Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. 18 Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος, καὶ ἐπιστρέψας, τῷ πνεύματι εἶπεν, Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ χριστοῦ, ἐξελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. 19 Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν, εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, 20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον, Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν, Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες, 21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν, Ῥωμαίοις οὖσιν. 22 Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾽ αὐτῶν, καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν. 23 Πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· 24 ὅς, παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφώς, ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακήν, καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. 25 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν θεόν, ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι· 26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου· ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι, καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. 27 Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ, καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν, ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. 28 Ἐφώνησεν δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων, Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. 29 Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησεν, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσεν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, 30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη, Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; 31 Οἱ δὲ εἶπον, Πίστευσον ἐπὶ τὸν κύριον Ἰησοῦν χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. 32 Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ κυρίου, καὶ πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. 33 Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα. 34 Ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκεν τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιᾶτο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ.
Επιμέλεια: Διάκονος π. Ανδρέας Ματέι