Με τον όρο Θρησκευτικός τουρισμός εννοείται το ενδιαφέρον για την επίσκεψη σε πολιτιστικά μνημεία με θρησκευτικό χαρακτήρα, ενώ ως Προσκυνηματικός τουρισμός θεωρείται το σύνολο εκείνο των τουριστικών δραστηριοτήτων το οποίο σχετίζεται με τις επισκέψεις τουριστών σε μνημεία, χώρους θρησκευτικής σημασίας και ανάλογες εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, η εξειδικευμένη μορφή του Θρησκευτικού Τουρισμού παρουσιάζει ανθεκτικότητα σε περιόδους κρίσης, σε αντίθεση με τον τουρισμό αναψυχής που θεωρείται εν πολλοίς πολυτέλεια.
Είναι αλήθεια ότι σήμερα ο Θρησκευτικός-Προσκυνηματικός τουρισμός γνωρίζει μια σημαντική άνθιση τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ραγδαία αυξανόμενη τάση ανάπτυξης αυτού του είδους τουρισμού σε όσες χώρες, διαθέτουν τις προϋποθέσεις για να δεχθούν τους επισκέπτες προσκυνητές, αποτελεί μια επι πλέον στήριξη των εθνικών οικονομιών.
Πρόκειται για την αρχαιότερη μορφή τουρισμού, αφού ανέκαθεν οι άνθρωποι ταξίδευαν κυρίως για θρησκευτικούς λόγους. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ιστορία του θρησκευτικού/προσκυνηματικού τουρισμού ανάγεται στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., όταν προσκυνητές κατευθύνονταν στην Πάφο για τις τελετές της λατρείας της θεάς Αφροδίτης. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο το Ιερό της Παφίας Αφροδίτης ήταν ένα από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά κέντρα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το λιμάνι της Νέας Πάφου (της σημερινής Κάτω Πάφου) αποτελούσε το κύριο λιμάνι-σταθμό για τα πλοία που πήγαιναιναν προς την Συρία και την Αίγυπτο και ήταν το πρώτο λιμάνι στο οποίο έφταναν κάθε χρόνο οι πολυάριθμοι προσκηνυτές του Ιερού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, σε ενα είδος θρησκευτικού/προσκυνηματικού τουρισμού όπως θα τον ονομάζαμε σήμερα.
Ένας διάσημος της Ρωμαϊκής εποχής που επισκέφθηκε το Ιερό της Αφροδίτης στην Πάφο ήταν ο Ρωμαίος στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας Τίτος γύρω στο 69 μ.Χ., καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο. Όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, ο Τίτος εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο του Ιερού της Αφροδίτης και δεν έχασε την ευκαιρία να ζητήσει χρησμό από το μαντείο που λειτουργούσε στο Ιερό της Θεάς.
Με την έλευση και την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα διάσπαρτα σε όλη την Κύπρο Μοναστήρια και εκκλησίες αποτέλεσαν χώρους όπου οι πιστοί προσέρχονταν για να επικοινωνήσουν με το θείο. Παράλληλα, οι πολυάριθμες Μονές και Επισκοπές με τους ξενώνες τους αποτέλεσαν τόπους φιλοξενίας των προσκυνητών και χώρους όπου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να βρουν καταφύγιο μετά από ατέλειωτες ώρες ταξιδιού σε δύσβατους χωμάτινους δρόμους, με τα μέσα της εποχής.
Αργότερα, κατά την εποχή των Σταυροφοριών, γύρω στον 12ο αιώνα φαίνεται ότι το νησί αποτέλεσε και πάλι τον κύριο σταθμό των μεγάλων εμπορικών και προσκυνηματικών διαδρομών από τη Δύση προς την Ανατολή. Το λιμάνι της Πάφου αποτέλεσε το κύριο λιμάνι σταθμό για τους Δυτικούς προσκυνητές που ταξίδευαν προς τους Αγίους Τόπους και την Αίγυπτο. Κάποιοι από αυτούς τους ανώνυμους αλλά και επώνυμους ταξιδιώτες της εποχής δεν τα κατάφεραν μέχρι το τέλος και έμειναν στην Κύπρο. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο βασιλιάς Ερρίκος ο Αγαθός της Δανίας που το 1103 κατέβηκε για προσκύνημα στην Πάφο καθ’οδόν προς τους Αγίους τόπους, στο χώρο όπου είχε διδάξει ο Απόστολος Παύλος το 45 μ.Χ. Ο βασιλιάς αρρώστησε και πέθανε στην περιοχή όπου και θάφτηκε κοντά στη στήλη του Αποστόλου Παύλου, στον Καθεδρικό ναό της Χρυσοπολίτισσας.
Εκτός όμως από τους Δυτικούς προσκυνητές, και προσκυνητές, κυρίως από την ορθόδοξη Ρωσία συμπεριλάμβαναν την Κύπρο στα μεγάλα προσκυνηματικά ταξίδια τους προς την Κωνσταντινούπολη, την Μικρά Ασία και τους Αγίους Τόπους. Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκυ από το Κίεβο, που σε μια σειρά προσκυνηματικά του ταξίδια στην Κύπρο κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα επισκέφθηκε τα μοναστήρια και τις πόλεις της Κύπρου τα οποία περιγράφει στο έργο του Ταξίδια που εκδόδηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1885-7.
Η Κύπρος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και στο κέντρο μιας περιοχής που ήκμασαν όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί της αρχαιότητας, έχει να επιδείξει μια πληθώρα μοναδικών χαρακτηριστικών και ιστορικών και εκκλησιαστικών μνημείων και χώρων λατρείας. Αυτά τα στοιχεία καθιστούν την Κύπρο ένα μοναδικό τουριστικό προορισμό για πολιτιστικό τουρισμό, μέσα στα πλαίσια του οποίου εμπίπτει και ο θρησκευτικός/προσκυνηματικός τουρισμός. Πρόκειται για ένα τομέα με πολύ καλές προοπτικές για την Κύπρο που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα από όλους τους φορείς του τουρισμού, αλλά και από την Εκκλησία.
Όπως όλες οι μορφές τουρισμού, έτσι και ο θρησκευτικός τουρισμός επηρεάζει την ανάπτυξη και την οικονομία των περιοχών επίσκεψης, καθώς ο θρησκευτικός τουρίστας, μετά την εκπλήρωση των θρησκευτικών του καθηκόντων συμπεριφέρεται ως τυπικός καταναλωτής-τουρίστας. Πιο συγκεκριμένα, ο προσκυνητής-τουρίστας έχει ανάγκη για κατάλυμα, γεύματα, ενημέρωση, αγορά τοπικών ενθυμίων και χειροτεχνημάτων ή άλλων προϊόντων. Δηλαδή πέραν από την ικανοποίηση του θρησκευτικού του συναισθήματος, ο τουρίστας-προσκυνητής αποβλέπει και στην ικανοποίηση καταναλωτικών του αναγκών, πράγμα το οποίο με τη σειρά του βοηθά τις τοπικές κοινωνίες και δίνει ευκαιρίες απασχόλησης σε ένα ευρύ φάσμα επαγγελματιών του τουρισμού.
Η αύξηση που παρατηρήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια στις αφίξεις τουριστών από την Ορθόδοξη Ρωσσία έχει αναδείξει πολλά από τα ιερά προσκυνήματα της Κύπρου σε χώρους τουριστικού προορισμού, συμβάλλοντας ταυτόχρονα και στην οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, κάτι που είναι βέβαια πολύ θετικό. Πέραν αυτού, αυτό ίσως που θα πρέπει να προσεχθεί από τους αρμόδιους φορείς είναι τόσο η διασφάλιση της διατήρησης και του σεβασμού της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, όσο και η αποφυγή της εμπορευματοποίησης. Αυτά τα δυο θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα, γιατί δυστυχώς παρατηρούνται πολλά κρούσματα, τόσο σε ό,τι αφορά το πρώτο όσο και σε ό,τι αφορά το δεύτερο, και τα οποία τόσο εγώ όσο και άλλοι συνάδελφοι ξεναγοί δυστυχώς διαπιστώνουμε συνεχώς.
Πέραν από τα πιο πάνω, αυτό που έχει σήμερα να προσφέρει η Κύπρος, μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι την μοναδικότητα των εκκλησιαστικών της μνημείων. Και αυτό είναι κάτι που πάντοτε εντοπίζουν οι ξένοι τουρίστες που τυχαίνει να έρχονται σε επαφή με αυτό τον πλούτο. Αυτό που πολύ συχνά μας λένε οι ξένοι μας είναι το πόσο τους εντυπωσιάζει η μακραίωνη ιστορία και η καλλιτεχνική αξία των θρησκευτικών μας μνημείων. Ο σημερινός θρησκευτικός τουρίστας έρχεται για προσκύνημα στην Κύπρο ή για να γνωρίσει τα εκκλησιαστικά μνημεία του νησιού μας που αποτελούν μέρος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Έρχεται στην Κύπρο για να περπατήσει στα βήματα των Αγίων Αποστόλων, για να περιδιαβάσει και να προσκυνήσει στους χώρους που αγίασε με την παρουσία του ο Τίμιος Σταυρός, για να γνωρίσει ιερές σκήτες και σπήλαια όπου έζησαν και άγιασαν μεγάλοι Κύπριοι ασκητές και άγιοι, αλλά και για να γνωρίσει τα έργα των χεριών του ταπεινού ζωγράφου που ύμνησε με τα χρώματα του τόπου το θείο. Μέσα από την επαγγελματική ξενάγηση στα βυζαντινά μουσεία και εικονοφυλάκια ο ξένος έρχεται σε επαφή με την εκκλησιαστική τέχνη της Κύπρου και ενημερώνεται για τις προσπάθειες διάσωσης και συντήρησης της, αλλά και για το μεγάλο πρόβλημα της καταστροφής της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς των κατεχομένων εδαφών μας.
Η Κύπρος είναι ίσως από τα λίγα μέρη στον κόσμο όπου ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης αιώνων, συγκεντωμένη σε ένα μικρό σχετικά γεωγραφικό χώρο όπως είναι για παράδειγμα η περιοχή του Τροόδους ή η περιοχή των Κοκκινοχωριών ή της Πάφου. Στον ίδιο γεωγραφικό χώρο ο επισκέπτης μπορεί να συνδυάσει μια προσκυνηματική εξόρμηση με μια περιδιάβαση στην φύση, σε ένα από τα πολλά μονοπάτια της φύσης που βρίσκονται σε αυτές τις περιοχές. Μπορεί να γνωρίσει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και την παραδοσιακή ζωή της κυπριακής υπαίθρου στα όμορφα παραδοσιακά χωριά του Τροόδους. Μπορεί να γνωρίσει την ορθόδοξη παράδοση όπως διατηρείται ακόμα ζωντανή και ανόθευτη στην καθημερινή ζωή των λιγοστών κατοίκων των ορεινών μας κοινοτήτων. Όλα αυτά εμπλουτίζουν το τουριστικό προϊόν και κάνουν την Κύπρο ένα προορισμό θρησκευτικού/προσκυνηματικού τουρισμού που θα μπορεί να βλέπει το προσκύνημα ως μέρος ενός ευρύτερου πολιτιστικού τουρισμού.
Υπάρχει όμως, εκτός από όλα τα πιο πάνω, και ένα άλλο μοναδικό στοιχείο που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Η επίσκεψη στα εκκλησιαστικά μας μνημεία, και ιδιαίτερα στις βυζαντινές και μεταβυζαντινές μας εκκλησίες, δίνει την δυνατότητα γνωριμίας με μια θρησκευτική τέχνη που αναπτύχθηκε και άνθισε σε εποχές όπου το ορθόδοξο στοιχείο συνυπήρχε με το καθολικό, όπως ήταν η εποχή της Φραγκοκρατίας. Σε πολλές από τις εκκλησίες του Τροόδους για παράδειγμα, που είναι στον κατάλογο της UNESCO, βλέπει ο επισκέπτης το αρμονικό συναπάντημα της εκκλησιαστικής τέχνης της Δύσης και της τέχνης της Ανατολής. Δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο του μεμονωμένου τουρίστα με το βιβλίο στο χέρι να ψάχνει στις τοιχογραφίες και στις εικόνες που βλέπει στους ναούς που επισκέπτεται τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν την κυπριακή εκκλησιαστική τέχνη.
Ο σημερινός θρησκευτικός τουρίστας που έρχεται στην Κύπρο, διαλέγει συνειδητά να επισκεφτεί το νησί μας για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Είτε πρόκειται για αλλόθρησκους ή αλλόδοξους επισκέπτες που επιθυμούν να γνωρίσουν την θρησκευτική τέχνη της Κύπρου μεσα από τα ιστορικά εκκλησιαστικά της μνημεία, είτε πρόκειται για ομόδοξους προσκυνητές που έρχονται για να εκπληρώσουν ένα τάμα ταυτόχρονα με την γνωριμία του τόπου μας. Και στις δυο περιπτώσεις, την στάση μας έναντι των επισκεπτών μας θα πρέπει να τη διακρίνει η αποδοχή και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα. Στο πρόσωπο του άλλου, ανεξάρτητα σε ποιο δόγμα ή θρήσκευμα ανήκει, θα πρέπει, ως Ορθόδοξοι, να βλέπουμε την εικόνα του Θεού. Παρόλο που γενικά η αποδοχή και υποδοχή που τυγχάνουν οι θρησκευτικοί περιηγητές στην Κύπρο είναι αντάξια της ορθόδοξης παράδοσης και της παραδοσιακής κυπριακής φιλοξενίας, κάτι που εκτιμούν ιδιαίτερα και οι επισκέπτες μας, υπάρχουν πάντα περιθώρια βελτίωσης. Και εδώ είναι που προκύπτει και η ανάγκη επιμόρφωσης των ατόμων που εμπλέκονται στην διαχείριση των θρησκευτικών μας μνημείων. Ίσως σε αυτό θα βοηθούσε ο συντονισμός των ενεργειών μεταξύ των εταίρων διαχείρισης του Θρησκευτικού Τουρισμού π.χ. ιερέων, μοναχών, υπευθύνων ασφαλείας κλπ., των Τουριστικών πρακτόρων και των ξεναγών.
Κάτι άλλο που ζητούν οι επισκέπτες, και κυρίως όσοι προέρχονται από Ορθόδοξες χώρες όπως είναι η Ελλάδα και η Ρωσσία, είναι η συμπερίληψη στα προγράμματα των θρησκευτικών επισκέψεων και των τοπικών θρησκευτικών γιορτών ή πανηγυριών, κάτι που φέρνει στο μυαλό τις «ιεραποδημίες» των αρχαίων Ελλήνων στα μεγάλα αρχαία ιερά και των μεσαιωνικών προσκυνητών στους Αγίους Τόπους. Εκεί και όπου τυχαίνει να παρίστανται σε τέτοιες εκδηλώσεις, τα σχόλια είναι θετικώτατα και οι εντυπώσεις εξαιρετικές. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται η πολιτισμική ταυτότητα των επισκεπτόμενων χώρων και καταδεικνύεται η αυθεντικότητα και η βιωματική σχέση του σημερινού πιστού με τους ιερούς του χώρους και τα ιστορικά προσκυνήματα. Ο τουρίστας-προσκυνητής γίνεται έτσι μέτοχος της βιωματικής σχέσης του Κύπριου με την παράδοσή του και βιώνει και ο ίδιος πρωτόγνωρα καμιά φορά συναισθήματα που τον συνοδεύουν για πάντα.
Συμπερασματικά, ο Θρησκευτικός τουρισμός σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται ότι αποτελεί ενα ταχύτατα αναδυόμενο ρεύμα τουρισμού, στο οποίο συνδυάζεται η πνευματική ανάταση και αναζήτηση του επισκέπτη, με τη σωματική του ανάπαυση και αναψυχή. Παράλληλα,σε ό,τι αφορά την Κύπρο, ο Θρησκευτικός τουρισμός μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα σημαντικό πυλώνα του κυπριακού τουρισμού, και μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση της τουριστικής εποχικότητας. Με συντονισμό των ενεργειών μεταξύ των εταίρων διαχείρισης του θρησκευτικού τουρισμού, της Εκκλησίας, των τουριστικών πρακτόρων, και των ξεναγών,μπορούμε σίγουρα να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα.
της Μαρίας Πίγγουρα