Εἰσηγητής: Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Καλογήρου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ κάμω ἀρχὴ τῆς εἰσήγησής μου αὐτῆς, ποὺ ἀφορᾶ στὴν τελετουργικὴ τῆς Νεκρωσίμου ἢ Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, μὲ μία λαϊκὴ παροιμία, ἕνα σχετικὸ πρὸς τὸ θέμα μας ἀπόφθεγμα τῆς περιοχῆς Μαραθάσης:
«Τὸ θαφκιὸν φέρνει χαράν, τζιαὶ τὸ στεφάνιν κλάμα».
Βεβαίως, ὅπως τὸ ψάλλει θεοστόχαστα ἡ Ἐκκλησία μας, «ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον». Ἀλλά, αὐτὸ τὸν φυσικὸ φόβο πρὸ τοῦ θανάτου, ἀπότοκο τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐξορίας του ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὅταν τὸν ἰδοῦμε μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, ἀλλάζει ἡ θέαση: Γιὰ μᾶς, τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς, ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος, εἶναι πάσχα, δηλαδὴ διάβαση, πέρασμα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια καὶ ἀπὸ τὰ παρερχόμενα στὰ ἀσάλευτα. Καί, ὅσοι πιστεύουν στὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριον, ὁ θάνατος χάνει τὴν τραγικότητά του καὶ μεταμορφώνεται σὲ ἕνα γεγονὸς γεμᾶτο νόημα. Γίνεται ἕνα πασχάλιο μυστήριο, δηλαδὴ σωτήρια διάβαση πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ξεπήγασε ἀπὸ τὸ κενὸ τοῦ Κυρίου μνημεῖο.
Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία ψάλλεται σὲ ὅλους τοὺς κοιμηθέντας: βασιλεῖς, πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ εἰς ἄνδρας καὶ γυναίκας, μικροὺς καὶ μεγάλους, καὶ μόνο στὰ κεκοιμημένα βρέφη διαφοροποιεῖται ριζικά.
Ἡ Ἀκολουθία στὸν οἶκο τοῦ κεκοιμημένου καὶ στὸν ναὸ
Τελευτήσαντος κάποιου Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ, ἀμέσως προσκαλεῖται ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς ὁ ἱερεὺς στὸν οἶκο, ὅπου γίνεται τὸ τρισάγιον. Ὁ ἱερέας φέρει τὸ ράσο του, πετραχήλι, καλυμμαύχιον καὶ θυμιατό. Γίνεται μετὰ ἡ πομπὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ καθοδὸν οἱ ψάλτες μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα ψάλλουν τὸ Ἅγιος ὁ Θεὸς σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, τὸν κατεξοχὴν πένθιμο ἦχο. Προπορεύονται αὐτοί, ποὺ κρατοῦν τὸ πιάτο μὲ τὸ ἀναμμένο κανδήλι, τὸ κόλλυβο καὶ ὁ σταυρός.
Σὲ περίπτωση, ποὺ ὁ κεκοιμημένος μεταφέρεται στὸν ναὸ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, τότε ὁ ἱερέας, ἐνδεδυμένος ὡς ἀνωτέρω καὶ μαζὶ μὲ τὴ συνοδία του (ψάλτες, σταυρό, κ.λπ., ὅπως προηγουμένως), ὑποδέχεται τὸ λείψανο ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, γίνεται ἐκεῖ τὸ τρισάγιον, καὶ εἰσοδεύουν στὸν ναό, ψάλλοντας τὸ νεκρώσιμο Ἅγιος ὁ Θεός. Ἀνάλογα, ἐὰν θὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο κ.λπ. στὸ σπίτι του ὁ κεκοιμημένος μὲ τὴ νεκροφόρα, θὰ ἦταν καλὸ νὰ γίνει μέσα στὸ σπίτι τὸ τρισάγιον, ἤ, ἐὰν ὑπάρχουν πρακτικὲς δυσκολίες (πολυκατοικία, σκαλιά, κ.ἄ.), νὰ γίνει ἐκεῖ ποὺ εἶναι βολικό, πρὶν ξεκινήσει ἡ πομπὴ γιὰ τὸν ναό.
Εἰσερχομένης τῆς νεκρικῆς πομπῆς στὸν ναό, τὸ φέρετρο τοποθετεῖται πάνω σὲ τραπέζι, ὅπου καὶ ἀνοίγεται τὸ κάλυμμά του. Μόνο σὲ περίπτωση, ποὺ θὰ ἔχουμε κάποιο σοβαρὸ λόγο ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, δὲν ἀνοίγεται τὸ κάλυμμα. Ὁ κεκοιμημένος πρέπει νὰ εἶναι μέσα στολισμένος μὲ ὡραῖα ἀρωματικὰ λουλούδια καὶ βότανα, σὰν νὰ κοιμᾶται σὲ τόπον χλοερόν. Δίπλα στὸ φέρετρο τοποθετεῖται τὸ δισκέλιο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ φαίνεται ἡ ὄψη του ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ στὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας τὸ ἀσπάζονται ὅλοι οἱ πιστοί. Στὸ πάτωμα, στὸ μέρος κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κεκοιμημένου, θέτουμε τὸ πιάτο μὲ τὸ καντήλι καὶ τὸ κόλλυβο. ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ φερέτρου, κοντὰ στὰ πόδια τοῦ κηδευομένου, τοποθετεῖται μικρὸ μανουάλι μὲ λαμπάδα ἀναμμένη καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ θυμιατὸς ἀναμμένος.
Ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἱερέας, ἐφόσον δὲν παρίσταται ἀρχιερέας, εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ ἐνδύεται τὴ στολή του, δηλαδὴ λευκὸ πετραχήλιο καὶ λευκὸ φαιλόνιο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ διάκονος, ἐὰν ὑπάρχει, πρέπει νὰ φέρει στιχάριο καὶ ὀράριο λευκοῦ χρώματος. Οἱ ὑπόλοιποι κληρικοὶ φέρουν ἐξώρασο καὶ λευκὸ ἐπίσης ἐπιτραχήλιο καὶ εἶναι καλυμμένοι μὲ τὰ καλυμμαύχιά τους. Ἐξέρχονται λοιπὸν ἔξω στὸν σολέα, ἢ κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ τροῦλλο, ἀναλόγως, ὅπου ἔχει τοποθετηθεῖ τὸ φέρετρο μὲ τὸν κεκοιμημένο, καὶ στέκονται πλησίον τῆς κεφαλῆς τοῦ νεκροῦ, στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς.