Στα 1453, 'κρίμασιν οις οίδεν Κύριος' κατά τους βυζαντινούς ιστοριογράφους ή κατ' άλλους 'διά τας αμαρτίας ημών', το προπύργιο της Ορθοδοξίας αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Η Εκκλησία για πολλούς λόγους αναγνωρίστηκε ως εθναρχεύουσα και ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο ανάμεσα στους ραγιάδες. ΄Ισως η πολιτική αυτή των Οθωμανών να οφειλόταν στην αναγνώριση της Εκκλησίας ως δύναμης ιεραρχικά δομημένης, γύρω από την οποία οι υπόδουλοι θα ήταν συσπειρωμένοι και υπάκουοι. Κατ' αυτόν τον τρόπο όλες οι απαιτήσεις των κατακτητών (π.χ. η είσπραξη φόρων, η διασφάλιση της ειρήνης και της ευπείθειας των υποταγμένων λαών, η απονομή δικαιοσύνης κ.ά.) θα εξασφαλίζονταν μέσω της, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την ολοκλήρωση της υποταγής των Ορθόδοξων λαών, η πνευματική κατάσταση των Χριστιανών της Ανατολής έφτασε στα όρια της τέλειας παρακμής. Οι λόγιοι του Βυζαντίου σκορπίστηκαν. Αρκετοί απ' αυτούς μετέβησαν στη Ρώμη, όπου δίδαξαν στα περίφημα σχολεία της Καθολικής Εκκλησίας. Τα θεολογικά γράμματα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές παραμελήθηκαν, οι εκκλησιαστικές τέχνες επηρεάστηκαν αρνητικά και η θύραθεν σοφία, για την οποία περηφανεύονταν κάποτε οι Έλληνες, εξαφανιζόταν. Την προσπάθεια αναζωογόνησης του πνευματικού βίου ανέλαβαν εκκλησιαστικοί δάσκαλοι, με υπεράνθρωπες προσπάθειες, με συγγραφές και λόγους. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Ηλίας Μηνιάτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Νικόδημος Αγιορείτης και άλλοι.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η Βαυαροκρατία ανακήρυξε αυτοκέφαλη την τοπική Εκκλησία, η οποία ως τότε υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ενέργεια αυτή θα αποτελέσει την απαρχή αυτονόμησης και άλλων Εκκλησιών από το Οικουμενικό κέντρο.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ. Θεολογίας