Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
Ὁ αἰῶνας, ποὺ διανύουμε, κατὰ γενικὴ ὁμολογία εἶναι ἀπρόβλεπτος, ἀβέβαιος καὶ δύσκολος. Ζοῦμε σὲ μία ἐποχὴ συνεχῶν ἀλλαγῶν καὶ ἐντόνων ἐξελίξεων, ποὺ πολλὲς φορὲς μᾶς προκαλοῦν ἀμηχανία, ἀγωνία, ἐνίοτε καὶ φόβο. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι στὴ Δύση αἰσθάνονται, ὅτι ἔχουν ἐγκλωβιστεῖ σὲ ἕνα παγκοσμιοποιημένο ἀσφυκτικὸ μοντέλο ζωῆς, τὸ ὁποῖο τοὺς μεταχειρίζεται σὰν ἀριθμοὺς κι ὄχι σὰν πρόσωπα, ἐλεύθερες ὑπάρξεις.
Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία ψάχνουν τρόπους διαφυγῆς, ποὺ τοὺς ὑπόσχονται λίγη ἐλευθερία, ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ εἶναι ὀδυνηρότερη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς σήμερα, στὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι (91%), ἐπιστρέφουν, συχνὰ μὲ ὑπερβάλλοντα φανατισμό, στὶς ρίζες τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς θρησκείας τους. Αὐτὸς ὁ ζηλωτισμός, τῶν Μουσουλμάνων περισσότερο καὶ τῶν Ἑβραίων, ὀφείλεται νομίζω, τόσο στὸ αἴσθημα ἀνασφάλειας ποὺ τοὺς ἔχει δημιουργήσει, ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ὁ ἐπεκτατικὸς τρόπος τῆς Δύσης, ὅσο καὶ στὴν ἴδια τὴ διδασκαλία τοῦ Κορανίου, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ζηλωτικό, φανατικό, ἐπιθετικό, καὶ κηρύττει τὸν ἱερὸ πόλεμο (τζιχάντ) κατὰ τῶν "ἀπίστων". Εἰδικὰ σήμερα βλέπουμε τοὺς τζιχαντιστές, νὰ μὴν ἐκδηλώνονται μόνο κατὰ Δυτικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ ἄλλων φυλῶν μὴ χριστιανικῶν, ἀκόμα καὶ μουσουλμάνων. Ἡ Περσία προηγήθηκε, καὶ τώρα τὴν ἀκολουθοῦν κράτη, ὁμάδες θρησκευτικὲς καὶ ἐπιτήδειοι πολιτικοί, ἐλπίζοντας νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὸν θρησκευτικό τους αὐτὸ φανατισμό. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι στὴ μέση, ἀνάμεσα σὲ δύο μυλόπετρες: Ἡ μία τῆς Δυτικῆς ἄθεης ἐκκοσμίκευσης καὶ ἡ ἄλλη τοῦ Ἀνατολίτικου φονταμενταλισμοῦ-φανατισμοῦ. Θὰ ἔλεγα ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰώνα βρίσκεται σὲ μία καθημερινὴ ἄτυπη ἐμπόλεμη κατάσταση ζωῆς καὶ θανάτου, ὅπου καλεῖται νὰ ἐπιλέξει, ἀπὸ τὴ μία τὴ ζωντανὴ πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν ὑποταγὴ στὸ ἀντιτιθέμενο στὸν Θεὸ πνεῦμα, τὸν διάβολο.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν διλήμματα κι ἀμφιβολίες, ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλο αὐτὸ τὸ ζοφερὸ σκηνικὸ τοῦ κόσμου ὑποβόσκει μία δαιμονικὴ ὑποκουλτούρα, ποὺ διεισδύει στὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ πολὺ νωρὶς καὶ στόχο ἔχει νὰ ἀλλοιώσει τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ διαστρεβλώσει τὴν πορεία του πρὸς τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸν Θεό, ἐνισχύοντας τὸν ἐγωισμό, τὴν κενοδοξία καὶ τὴ φιλαυτία του. Πολλὰ πάθη σήμερα παρουσιάζονται ὡς δικαιώματα κι ἐλεύθερες ἐπιλογὲς ἑνὸς κόσμου ποὺ προοδεύει, κι ὄχι ὡς πτώσεις κι ἁμαρτίες. Ἡ ἠθικὴ ντροπὴ τῆς ἁμαρτίας ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ ὑπερηφάνεια. Φτάσαμε στὴν ἐποχή, ποὺ ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ μέτρο ἐξέλιξης καὶ προόδου, κι ὄχι ἐπιλογὴ θανάτου.
Ἡ σημερινή μας ἐποχὴ θυμίζει ἔντονα αὐτὴ τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ συνεχῶς νουθετοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ στραφοῦν πρὸς τὴ μετάνοια, γιατὶ ἔβλεπαν ὅτι ἡ κύρια αἰτία τῆς ἐξουδένωσης, τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῶν ποικίλων ἐθνικῶν συμφορῶν τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ἡ στροφὴ πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ τρόπο ζωῆς καὶ ἡ ἀμετανοησία τους γι᾽ αὐτές τους τὶς πτώσεις. Θυμίζει ἀκόμη ἔντονα τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, ὁπόταν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν, ὄχι μόνο τὴν ὑποκρισία τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων καὶ τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ τὴ δαιμονικὴ εἰδωλολατρία, καὶ γι’ αὐτὸ προειδοποιοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ προσέχουν ἀπὸ τὴ σκληροκαρδία, τὴν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν πονηρὴ ἀπιστία, ποὺ εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου: «Βλέπετε, ἀδελφοί, μή ποτε ἔσται ἔν τινι ὑμῶν καρδία πονηρὰ ἀπιστίας ἐν τῷ ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος∙ ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ ἐξ ὑμῶν τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας»1
Πολλοὶ ἅγιοι καὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ στὶς μέρες μας, συνεχίζοντας νὰ ὀρθοτομοῦν θεόπνευστα τὸν προφητικὸ καὶ ἀποστολικὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας, περιγράφουν τὴν ἐποχή μας ὡς περίοδο μεγάλης ἀποστασίας καὶ ἀπιστίας, ἴσως τῆς μεγαλύτερης, ποὺ γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ σύγχρονος ὅσιος καὶ θεοφόρος Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, τοῦ ὁποίου τὴν ἁγιότητα ἐπίσημα διακήρυξε πρόσφατα (2013) ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά: «Αὐτὸ κατόρθωσε ὁ διάβολος νὰ κάνει. Ἔκανε τὴ γῆ λαβύρινθο, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε μεταξύ μας. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πάθαμε καὶ δὲν τὸ καταλάβαμε; Βλέπετε πῶς πλανηθήκαμε; Καταντήσαμε τὴ γῆ μας καὶ τὴν ἐποχή μας σωστὸ ψυχιατρεῖο! Καὶ δὲν καταλαβαίνομε τί μᾶς φταίει. Ὅλοι ἀποροῦμε:‘‘Τί γίναμε, ποῦ πᾶμε, γιατί τὰ παιδιά μας πήρανε τοὺς δρόμους, γιατί φύγανε ἀπ’ τὰ σπίτια τους, γιατί παρατήσανε τὴ ζωή, γιατί παρατήσανε τὴ μόρφωσή τους; Γιατί γίνεται αὐτό;’’ Ὁ διάβολος κατόρθωσε νὰ ἐξαφανίσει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ χρησιμοποιοῦν ἄλλα ὀνόματα. Οἱ γιατροί, οἱ ψυχολόγοι, λένε συχνά, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος πάσχει:‘‘Ἄ, νεύρωση ἔχεις! Ἄ, ἄγχος ἔχεις’’ καὶ τὰ τοιαῦτα. Δὲν παραδέχονται, ὅτι ὁ διάβολος ὑποκινεῖ καὶ διεγείρει στὸν ἄνθρωπο τὸν ἐγωισμό. Κι ὅμως ὁ διάβολος ὑπάρχει, εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ. Ἂν ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει, εἶναι σὰν νὰ ἀρνούμαστε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μιλάει γι’ αὐτόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐχθρός μας, ὁ πολέμιός μας στὴ ζωή, ὁ ἀντίθετος τοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγεται ἀντίχριστος. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ σωτηρία.…2 Μπορεῖ ὅμως, μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔρθει, νὰ ἔρθει, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀποκτήσουν μία ἐπίγνωση, νὰ ἰδοῦνε τὸ χάος ὁλόφωτο, ὁλοζώντανο μπροστά τους, νὰ ποῦνε:‘‘ Ἔεε! Πέφτουμε στὸ χάος, χανόμαστε. Ὅλοι πίσω, ὅλοι πίσω, γυρίστε πίσω, πλανηθήκαμε.’’ Καὶ νὰ ἔρθουνε πάλι στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λάμψει ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτὸ ἐμεῖς ἐπιδιώκομε καὶ ἔτσι θέλομε τὰ πράγματα σιγὰ σιγὰ νὰ γίνουνε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐργάζεται μυστικά. Δὲν θέλει νὰ ἐπηρεάσει τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐλευθερία. Τὰ φέρνει ἔτσι καὶ σιγὰ σιγά, σιγὰ σιγὰ πάει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ποὺ πρέπει’’ 3.»
Πόσο ὡραῖα τὰ λέει ὁ ἅγιος Πορφύριος καὶ πόσο μᾶς ἀφυπνίζει ὁ λόγος του καὶ προσανατολίζει ὅλους ἐμᾶς, ποὺ καλούμαστε νὰ διδάξουμε τὸν λαό! Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος εἶναι μιὰ μεγάλη ἀλήθεια κι ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνθρωποι, οἱ χριστιανοί, νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν προσωπική μας μετάνοια νὰ νιώσουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ ἀνεβοῦν πνευματικά, κι ὄχι ἁπλῶς νὰ μὴν ἁμαρτάνουν. Διότι, ἠθικοὺς καὶ καλοὺς ἀνθρώπους συναντᾶμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας, εἴτε πιστεύουν, εἴτε ὄχι! Ἀνθρώπους ὅμως, ποὺ ζοῦν αὐθεντικὰ τὴν ἐν Χριστῷ μετάνοια καὶ βιώνουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, σπανίως συναντᾶμε.
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, εἰδικὰ τὰ παιδιά, οἱ ἔφηβοι καὶ οἱ νέοι, ἐπειδὴ βάλλονται ἀπὸ παντοῦ ἀλλὰ καὶ ἀγνοοῦν κατὰ κανόνα τὸν θησαυρὸ τῆς Πίστης μας, ὅταν τοὺς προσεγγίζουμε ἢ μᾶς προσεγγίζουν αὐτοί, διψοῦν γιὰ παραδείγματα ἁγιότητας, ἀνθρώπων δηλ. συγχρόνων, ποὺ μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ χαῶδες πλάνο ἔζησαν ἢ ζοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Δὲν ἔχουν πρόθεση νὰ μᾶς ἀμφισβητήσουν ἢ νὰ ἀπιστήσουν σ᾽ αὐτὰ ποὺ θὰ τοὺς ποῦμε, ἀλλὰ θέλουν νὰ διαπιστώσουν, ἂν ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ἐκκλησία τῶν παππούδων τους, ἔχει νὰ δώσει ἀπαντήσεις στὰ δικά τους βασανιστικὰ ἐρωτήματα, τὶς δικές τους μεταφυσικὲς ἀνησυχίες γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ἀρκετὰ παιδιὰ δὲν ἀποδέχονται αὐτὰ ποὺ τοὺς λές, καὶ σοῦ λένε ὅτι, «αὐτὰ ποὺ λὲς εἶναι καλά, ἀλλὰ ἐγὼ θέλω ἄλλα»! Τουλάχιστον ὅμως τοὺς ἐμβάλλεις ἕνα προβληματισμό. Καί, προσωπικά, ὅταν τοὺς λέω, «ἡ πόρτα μου εἶναι πάντα ἀνοικτὴ γιὰ σᾶς», αὐτὸ τοὺς ἀγγίζει πάρα πολύ. Διότι, ἂν κάτι λείπει ἀπὸ τὰ παιδιὰ σήμερα, εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι ἔφηβοι, εἴτε κλείνονται στὸν ἑαυτό τους, εἴτε ἐγκλείονται σὲ ὁμάδες∙ ἀλλὰ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ ἐπικίνδυνη αὐτὴ κλεισούρα ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἀγάπης καὶ σχέσης, ποὺ αἰσθάνονται ὅτι δὲν εἶχαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους.
Ἑπομένως, αὐτὸ ποὺ ἔχει νὰ πεῖ σήμερα ἡ Ἐκκλησία στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὅτι ἡ πόρτα της εἶναι πάντα ἀνοικτή, νὰ μποῦν μέσα ὅ,τι ὥρα τὸ ἐπιθυμήσουν κι ὅ,τι ὥρα μετανοήσουν, γιὰ νὰ συναντήσουν τὴν Ἀγάπη, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ κόσμος ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ δώσουμε μαρτυρία ἁγιότητας καὶ ὁμολογία Ἀναστάσεως, ὅτι ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο. Κι ἀφοῦ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν θάνατο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ κι ὁ ἄνθρωπος νὰ νικήσει τὸν δικό του θάνατο μὲ τὴν πίστη στὸν ἀναστάντα Χριστόν, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ μετανοεῖ καὶ ποθεῖ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, γνωρίζει ὑπαρξιακὰ ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος τοῦ βίου του, ἀλλ᾽ ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μεταξὺ τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ τῆς ἄλλης, μία ἔξοδος ἀπὸ τὴν προσωρινότητα πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Βιώνει μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του, ὅτι εἶναι αἰώνιος νοῦς, αἰώνιο πνεῦμα, αἰώνια ψυχή, αἰώνιο σῶμα, αἰώνια ὕπαρξη.
Ἂς μὴ πλανόμαστε ἀπὸ τὶς σειρῆνες τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ἅμα θέλουμε, ὅλοι μποροῦμε νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας καὶ τοῦ ἐλέους. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μετανοήσει, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀγωνιστεῖ κατὰ τῶν παθῶν του, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο του. Φτάνει νὰ θέλει νὰ κόψει τὸ δικό του θέλημα καὶ στὴ θέση του νὰ βάλει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ζητώντας ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ τὸ διδάξει. Τότε, θὰ ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνει ὅτι ἡ αὐτάρκεια δὲν ἔχει διάρκεια καὶ ἡ κοσμικὴ ἐπιτυχία, εἶναι πνευματικὴ ἀποτυχία. Θὰ μάθει νὰ ἑρμηνεύει τὸ καθετὶ ποὺ συμβαίνει στὴ ζωή του πνευματικά, κι ὄχι συναισθηματικά. Θὰ τὸν ἐλέγχει ἡ συνείδησή του καὶ θὰ τὸν βοηθᾶ νὰ βλέπει τὰ λάθη καὶ τὶς παραλείψεις του, τὶς ἀστοχίες καὶ τὶς ἁμαρτίες του, μὰ προπαντὸς θὰ συνειδητοποιεῖ τὴ μεγάλη ἀπόσταση ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κι ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον του καὶ θὰ αἰσθάνεται συντετριμμένος καὶ μὲ περισσότερη ἔνταση θὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι δύσκολη ἡ πάλη κατὰ τῶν παθῶν -κανεὶς δὲν τὸ ἀρνεῖται-, γιατὶ στὴν οὐσία εἶναι πάλη κατὰ τῆς οἴησης (ὑπερηφάνειας) τοῦ ἀνθρώπου, ἀπ᾽ ὅπου πηγάζουν ὅλα τὰ πάθη. Κι ὅταν παλεύεις κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ σου, ὁ πόνος εἶναι μεγάλος. Ἀλλά, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνας ἄνθρωπος ἀποδέχεται ὅτι χρήζει θεραπείας κι αἰσθάνεται τὸ ὁποιοδήποτε μικρὸ ἢ μεγάλο πάθος ὡς ἁμαρτία, δηλαδὴ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, τότε ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας καὶ ἡ θεραπεία. Εἰσέρχεται στὴν ὁδὸ τῆς πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ἄσκησης καί, στὸν βαθμὸ ποὺ εἰλικρινὰ ποθεῖ τὴ μετάνοια, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ τὴν αὐξάνει καὶ θὰ τὸν ἐνδυναμώνει στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν παθῶν του. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν ἀγῶνα αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸν οἱονδήποτε πόνο, ψυχικὸ ἢ σωματικό. Ἀντιθέτως, θὰ πρέπει νὰ ἀνησυχοῦμε ὅταν δὲν ἔχουμε πόνο, γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ γευτοῦμε τὴν Ἀνάσταση. Ὁ κάθε πόνος, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἀποτελεῖ μιὰ ἀσπίδα προστασίας κατὰ τῶν παθῶν καὶ μᾶς ἀνοίγει τὴν πόρτα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση. Καί, ὅταν τὸν δεχόμαστε ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ, μᾶς ἁγιάζει! Ἡ κατ’ ἐξοχὴν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ ἀσύλληπτη σὲ πνευματικὸ βάθος Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σήκωσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ποὺ ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο, τὴ δημιουργία ὅλη, καταδέχθηκε νὰ σαρκωθεῖ, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ πονέσει, νὰ σταυρωθεῖ, νὰ ταφεῖ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ, γιὰ νὰ μᾶς σώσει: «Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε∙ καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός, δι᾽ ἡμᾶς ἐφάνη καθ᾽ ἡμᾶς ἄνθρωπος∙ ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας, ὡς Θεὸς ἀκούει∙Ἀλληλούια.»4
Βεβαίως, ἕνας μεγάλος καὶ ξαφνικὸς πόνος, ἕνας θάνατος, μιὰ ἀσθένεια, μιὰ ξαφνικὴ φτώχεια, μιὰ μεγάλη ἀνατροπὴ στὴ ζωή μας, πολλὲς φορὲς βγάζει ἀπὸ τὴν καρδία μας πλῆθος ἀρνητικῶν συναισθημάτων, μελαγχολίες, θλίψεις, θυμούς, ἀντιδράσεις κατὰ πάντων, ἀκόμα καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο πολλοὶ θεωροῦν ὑπεύθυνο γιὰ τὰ κακὰ ποὺ συμβαίνουν στὸν κόσμο καὶ στοὺς ἰδίους! Ἀλλά, ὅπως ἀναλύει θεολογικώτατα σὲ ὁμιλία του ὁ Μέγας Βασίλειος, «οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός».
Στὸ μέτρο, λοιπόν, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἑρμηνεύει πνευματικὰ τὸν πόνο καὶ τὸν εἰσάγει μέσα στὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καθένα μας ἀναπαύεται, γιατὶ ἀρχίζει νὰ βιώνει ὅτι ὁ Θεὸς ξέρει καλύτερα κι ἀπὸ τὸν ἴδιο ποιό εἶναι τὸ δικό του συμφέρον. Ἂς ἀκούσουμε καὶ πάλιν τὸν ὅσιο Πορφύριο «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας»: «Πολλὴ ὠφέλεια ἔχομε ἀπ’ τὶς ἀσθένειες, ἀρκεῖ νὰ τὶς ὑπομένομε χωρὶς γογγυσμὸ καὶ νὰ δοξάζομε τὸν Θεό, ζητώντας τὸ ἔλεός Του. Ὅταν ἀρρωστήσομε, τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ μὴν πάρομε φάρμακα ἢ νὰ πᾶμε νὰ προσευχηθοῦμε στὸν ἅγιο Νεκτάριο. Πρέπει νὰ ξέρομε καὶ τὸ ἄλλο μυστικό· ν’ ἀγωνισθοῦμε ν’ ἀποκτήσομε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό. Τὰ ἄλλα θὰ μᾶς τὰ διδάξει ἡ χάρις, δηλαδὴ τὸ πῶς θ’ ἀφεθοῦμε στὸν Χριστό. Ἐμεῖς δηλαδὴ περιφρονοῦμε τὴν ἀσθένεια, δὲν τὴ σκεπτόμαστε, σκεπτόμαστε τὸν Χριστὸ ἁπαλά, ἀνεπαίσθητα, ἀνιδιοτελῶς, κι ὁ Θεὸς κάνει τὸ θαῦμα Του πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Ὅπως λέμε στὴ Θεία Λειτουργία, «πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῶ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»… Νὰ ἀγαπήσομε τὸν Χριστὸ καὶ ὅλα θ’ ἀλλάξουν στὴ ζωή μας. Νὰ μὴν Τὸν ἀγαπᾶμε, γιὰ νὰ πάρομε ἀνταπόδομα, παραδείγματος χάριν τὴν ὑγεία. Ἀλλὰ νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε μὲ λαχτάρα, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, χωρὶς νὰ σκεπτόμαστε τίποτα, μόνο τὴ θεία ἀγάπη. Οὔτε νὰ προσευχόμαστε μὲ σκοπιμότητα καὶ νὰ λέμε στὸν Θεό: «Κάνε τὸν τάδε καλὰ στὴν ὑγεία του, γιὰ νὰ ἔλθει κοντά Σου.» Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό, νὰ ὑποδεικνύομε τρόπους στὸν Θεό. Πῶς νὰ ποῦμε στὸν Θεό: ‘‘Κάνε με καλά;’’ Σ’ Αὐτόν, ποὺ τὰ πάντα γνωρίζει, τί νὰ γνωστοποιήσομε; Ἐμεῖς θὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὴ θέλει νὰ μᾶς ἀκούσει…Τὸ τέλειο εἶναι νὰ μὴν προσευχόμαστε γιὰ τὴν ὑγεία μας. Νὰ μὴν εὐχόμαστε νὰ γίνομε καλά, ἀλλὰ νὰ γίνομε καλοί... Ὄχι καλοί, δηλαδὴ ἐνάρετοι, ‘‘νὰ γίνομε αὐτό, αὐτό, αὐτό…’’, ἀλλὰ ν’ ἀποκτήσομε θεῖο ζῆλο· ν’ ἀφηνόμαστε μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη Του· νὰ προσευχόμαστε μᾶλλον γιὰ τὴν ψυχή μας. Καὶ τὴν ψυχή μας θὰ τὴν ἐννοοῦμε ἐνσωματωμένη μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ κεφαλή της εἶναι ὁ Χριστός, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς…Ἀγαπῆστε τὸν Χριστό. Γίνετε ἅγιοι. Ριχτεῖτε μόνο στὴν φιλία μὲ τὸν Χριστό, μόνο στὴν ἀγάπη Του, μόνο στὸ θεῖο ἔρωτα.»5