Στις πόλεις και στην ύπαιθρο, όπου είχε εδραιωθεί ο Χριστιανισμός, οι διωγμοί συνεχίστηκαν με αντιστροφή ρόλων. Σε κάποιο βαθμό οι διωκόμενοι ανέλαβαν ρόλο διωκτών. Η πολεμική αυτή δράση σε βάρος των εθνικών παρατηρήθηκε κυρίως από μέρους των εξ Ιουδαίων Χριστιανών, δεν βρήκε όμως σύμφωνη την Εκκλησία στο σύνολό της. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, οι διώκτες κατέστρεφαν ιερά, έκαιαν συγγράμματα αρχαίων σοφών, ενώ από τη μανία τους δεν εξαιρέθηκαν ναοί στους οποίους λατρευόταν το πάνθεο των εθνικών θρησκειών. Συμβιβαστικές έναντι των τάσεων αυτών υπήρξαν οι τοποθετήσεις ιεραρχών όπως του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του Γρηγορίου κ.ά., οι οποίοι εισηγούνταν την κατ' επιλογή χρήση των διδαγμάτων της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι τελευταίες προσπάθειες αναζωογόνησης της εθνικής θρησκείας που αναλήφθηκαν από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-363) έπεσαν στο κενό. Το 393, επί Θεοδόσιου Α΄, οι Ολυμπιακοί Αγώνες καταργούνται και η πίστη στους θεούς καταδιώκεται ως μόλυσμα. Βέβαια η κατάρρευση της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας και η συνακόλουθη κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων δεν υπήρξε αποκλειστικά και μόνο απόρροια πολεμικής εκ μέρους των χριστιανών. Όπως αποφαίνεται ο μεγάλος ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο αρχαίος κόσμος «έφθινεν εσωτερικώς και όχι μόνον από εξωτερικούς παράγοντας». Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό αν αναλογισθεί κανείς ότι μεσούντος του 1ου μ.Χ. αιώνα, τόσο πολύ είχαν υποβαθμισθεί οι Ολυμπιακοί ως θεσμός, ώστε ο Νέρων (37-68μ.Χ.) να εξασφαλίσει με εκβιασμό 1808 στεφάνια!
Η αναγνώριση όμως της αξίας της ελληνικής σοφίας, παρά τους διωγμούς, συνεχίστηκε στη διαδρομή των αιώνων μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Έτσι, επί παραδείγματι, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει θετικότατα υπέρ της σοφίας των Ελλήνων, ενώ πολύ αργότερα ο Ιωάννης Μαυρόπους, μητροπολίτης Ευχαϊτων, παρακαλεί μέσα από τα έργα του το Χριστό να συγχωρέσει τις ψυχές του Πλούταρχου και του Πλάτωνα. Οι τοποθετήσεις αυτές και άλλες παρόμοιες κινούνταν μέσα στην προβληματική ότι η σοφία των Ελλήνων υπήρξε παιδαγωγός εις Χριστόν. Εννοείται ότι η βασική αυτή αρχή αφορούσε όχι το σύνολο της ελληνικής σοφίας, αλλά εκείνα τα σημεία της μέσα από τα οποία οι χριστιανοί πίστευαν πως προετοιμάζονταν οι άνθρωποι για την έλευση του Ιησού. Η αρχή αυτή αποτέλεσε τη βάση για τη θεολογία του σπερματικού λόγου, σύμφωνα με την οποία ο Θεός ενέβαλε στη διάνοια των σοφών του Ελληνισμού μέρος της Αλήθειας, την οποία διατύπωσαν μέσα από τα έργα τους. Για το λόγο αυτό αρκετά κείμενα της ελληνικής γραμματείας διασώθηκαν στην πορεία από αντιγραφείς μοναχούς. Πολύ αργότερα οι νάρθηκες μοναστηριακών ναών θα εμπλουτισθούν θεματολογικά, πέρα από τα συνήθη εικονογραφικά μοτίβα , με τις μορφές των προ Χριστού ελλήνων προφητών (Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.ά.). Παράδειγμα, η είσοδος της Μονής Βατοπαιδίου όπου έχουν ιστορηθεί οι μορφές του Απόλλωνα, της Σίβυλλας της Ερυθραίας, του Πλάτωνα και άλλων σοφών του αρχαίου κόσμου.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ. Θεολογίας