Η διάδοση του Χριστιανισμού μεταξύ πολυάριθμων ομάδων λαού σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και η βαθμιαία υποχώρηση του πνεύματος της παλαιάς θρησκείας, πυρήνας της οποίας ήταν η λατρεία του αυτοκράτορα, είχαν αποτέλεσμα διωγμούς των Χριστιανών. Κάποιες φορές οι φανατικοί οπαδοί της εθνικής θρησκείας εξεγείρονταν από σκόπιμες διαδόσεις, όπως η δήθεν μετάληψη αίματος νέων παιδιών, που θυσιάζονταν στις μυστικές συνάξεις των Χριστιανών, ή ακόμη η δήθεν οργιαστική συνεύρεσή τους με δημόσιες γυναίκες. Επιπρόσθετα η υποτίμηση και η πολεμική κατά του περιεχομένου της διδασκαλίας του Ευαγγελίου εκ μέρους εθνικών φιλοσόφων, όπως του Πορφύριου (232-305), έσπερναν αμφιβολίες και σύγχυση μεταξύ των μορφωμένων και λογίων της εποχής. Συγκεκριμένα ο φιλόσοφος Πορφύριος εξετάζει περιφρονητικά το περιεχόμενο του Χριστιανισμού, με το σκεπτικό ότι ο θεωρούμενος ως Θεός του είχε υποστεί εξευτελιστικό θάνατο από τους συγχρόνους του, χωρίς ο ίδιος να προβάλει καν αντίσταση. Τέτοιες ή και παρόμοιες τοποθετήσεις συνέβαλλαν στη περιφρόνηση του Χριστιανισμού και παρωθούσαν, έστω και έμμεσα, σε καταδίωξη της βαθμιαία διαμορφωνόμενης Εκκλησίας. Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε στον αρχαίο κόσμο έναντι των Χριστιανών είναι και η αναφορά του Γάιου Πλίνιου προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117) « Πολλοί άνθρωποι (εννοεί Χριστιανοί ) καλούνται και θα καλούνται αφού ενέχονται σ' αυτή την κατηγορία. Και το μίασμα αυτό διαδόθηκε όχι μόνο σε πόλεις αλλά και σε χωριά και στις εξοχές ακόμα. Αλλά είναι δυνατό νομίζω να αναχαιτισθεί και να θεραπευθεί.» Το αίμα όμως των μαρτύρων, στους οποίους συγκαταλέγονται εκατομμύρια άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου, μορφώσεως και κοινωνικής τάξεως, αποτέλεσε το ελιξήριο ζωής της καινούριας πίστης.
Οι διωγμοί και οι βιαιοπραγίες παίρνουν οριστικό τέλος το 313 μ.Χ. με το διάταγμα των Μεδιολάνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Με αυτό η Εκκλησία αναγνωρίζεται επίσημα από το Κράτος ως θεσμός ανεξάρτητος, ενώ παράλληλα παραχωρείται ελευθερία άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων σε όλους τους λαούς. Όπως προσφυώς έχει ήδη επισημανθεί, η αναγνώριση της Εκκλησίας από το κράτος και η συνακόλουθη κοσμική δύναμη με την οποία περιβλήθηκε είχε ως αποτέλεσμα την εκτόνωση του ήθους και της προσήλωσης στο Χριστό, που αρχικά χαρακτήριζε τα μέλη της.
Έτσι, ως αντίβαρο, στην περίοδο αυτή, άρχισε να εκδηλώνεται το φαινόμενο του μοναχισμού. Συνειδητοποιημένοι Χριστιανοί, αμφοτέρων των φύλων, οι οποίοι αρνούνταν να συμβιβαστούν με το πνεύμα εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, παρέμεναν αρχικά εν τω κόσμω, όπου, απαλλαγμένοι από τις μέριμνες του βίου, ασκούνταν στις χριστιανικές αρετές. Αργότερα, εγκαταλείποντας τον κόσμο και τα του κόσμου, αποσύρονταν στην έρημο, για να ασκήσουν απερίσπαστοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Πρώτος διδάξας υπήρξε ο Μέγας Αντώνιος, τον οποίο ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Η μορφή μοναχισμού που εισήγαγε υπήρξε ο αναχωρητισμός. Τα μοναστήρια που συγκροτήθηκαν αργότερα από το Μέγα Παχώμιο και στα οποία οι μοναχοί ζούσαν κοινοβιακά ονομάστηκαν Λαύρες. Σ' αυτές οι μοναχοί, εκτός από τον κανόνα της προσευχής και της νηστείας που τηρούσαν με μεγάλη ευλάβεια, επιδόθηκαν και σε έργα κοινωνικής ευποιίας. Διαχρονική αρχή που ενέπνεε τους μοναχούς στις σχέσεις τους με τους λαϊκούς χριστιανούς, αλλά και μεταξύ τους, υπήρξε η υπερτέρα πασών των αρετών, η αγάπη. Το πνεύμα μέσα στο οποίο κινούνταν διατυπώνεται στη μοναχική πρόταση «Μακάριος εστί μοναχός ο πάντας ανθρώπους ως Θεόν μετά Θεόν λογιζόμενος». Εξάλλου, πέραν της αγάπης, οι μοναχικές αρετές στις οποίες έπρεπε ιδιαίτερα να στοιχεί ο πιστός που εγκατέλειπε τον κόσμο, για να αφοσιωθεί στο Θεό, υπήρξαν η παρθενία, η ακτημοσύνη και η υπακοή. Ειδικά η πρώτη, ενώ αποτελούσε χάρισμα, παράλληλα εθεωρείτο εικόνα της ζωής στα έσχατα που επιδίωκαν με την νυχθήμερη άσκησή τους οι μοναχοί. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ο Μέγας Βασίλειος κατοχύρωσε θεωρητικά το μοναστικό βίο και τα μοναστήρια, που, ενώ πριν απολάμβαναν αυτονομίας, υπήχθησαν με απόφαση της Συνόδου της Χαλκηδόνας στη δικαιοδοσία των τοπικών Εκκλησιών.
Αλέξης Αλεξάνδρου
Δρ. Θεολογίας