Η εισβολή δεν έγινε το 1974 και τέλειωσε. Δεν ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός, με καθορισμένες τις δυο ημερομηνίες που έμειναν στην Ιστορία ως μέρες εισβολής, αλλά ένα έγκλημα διαρκείας σαράντα χρόνων. Καθημερινά επί σαράντα χρόνια η Τουρκία εισβάλλει στην Κύπρο με πολλούς και διάφορους τρόπους, πρόσωπα και φριχτά προσωπεία. Εισέβαλε βάρβαρα στρατιωτικά με το ψευδές επιχείρημα πως δικαιούται να επαναφέρει τη διασαλευθείσα με το πραξικόπημα τάξη, αλλά συνεχώς ανανεώνει το στράτευμα και τα όπλα και πολεμοφόδια.
Εισβάλλει σχεδόν καθημερινά, με τα αεροπλάνα που παραβιάζουν τον εναέριο χώρο μας, με τα πλοία της που επεμβαίνουν στα χωρικά μας ύδατα και εποφθαλμιούν την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, που την θέλει νεκρή.
Εισβάλλει με τους εποίκους, το μεγαλύτερο διεθνές έγκλημα πολέμου, με το οποίο επιτυγχάνει την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου, με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να είμαστε σίγουρα η μειονότητα, κατάντια για την οποία όχι μόνο δεν λαμβάνουμε καμιά πρόνοια, αλλά συμβάλαμε κι εμείς με την ανοχή μας σε κυβερνήσεις που στόχευαν στο να μας μετατρέψουν σε πολυπολιτισμική κοινωνία, για την οποία και μάλιστα καυχούνταν και καυχούνται, εν γνώσει τους πως οδηγούν στο θάνατο την ελληνική πλειονότητα του νησιού και παραχαράσσουν τον ιστορικό χαρακτήρα του.
Εισβάλλουν καθημερινά Τούρκοι επίσημοι, πρόεδροι, πρωθυπουργοί, υπουργοί, στρατηγοί, μεταβάλλοντας το κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής μέρος της Κύπρου σε καθαρά τουρκικό, πράγμα που θέλουν να αναγνωρίσουμε με τη λεγόμενη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία και να παραγνωρίσουμε κάθε ευρωπαϊκό κεκτημένο- δικαιώματα ελεύθερης διακίνησης, εγκατάστασης- με αποτέλεσμα να καταστούμε αιώνιοι σκλάβοι και πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Εισβάλλουν καθημερινά με το νερό που κατορθώνουν σταδιακά να μεταφέρουν και τα τρόφιμα και άλλα βιομηχανικά αγαθά που εισάγουν και διοχετεύουν εντέχνως στην ελληνοκυπριακή αγορά, προβάλλουν μάλιστα ως δόλωμα το ότι αν λυθεί το κυπριακό θα έχουμε την ευκαιρία να εξάγουμε στη μεγάλη τουρκική αγορά και να αυξήσουμε τις εμπορικές συναλλαγές μας με αυτήν- μας μυρίστηκαν πως είμαστε φοίνικες οι άνθρωποι και μας πατούν στον κάλο της χρηματικής εκμετάλλευσης της υποδούλωσής μας.
Και σ’ όλα αυτά εμείς πώς απαντούμε; Πρώτα πρώτα με μια κυβερνητική απάθεια συνεχή και αδικαιολόγητη για πολλά χρόνια. Με νυχτοξημερώματα στα κατεχόμενα ξενοδοχεία περιουσία ελληνοκυπρίων, με περισσό χρήμα στα καζίνα και με πλαστικό χρήμα αεροπορικά εισιτήρια για την Τουρκία, με αγορές πιο φτηνών εκεί προϊόντων, με την επίδειξη διαβατηρίων και ταυτοτήτων στον εισβολέα και στα εδώ παρακλάδια του, με ξεπούλημα των περιουσιών των ελληνοκυπρίων στην Τουρκία την ίδια. «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» έλεγε ο Κολοκοτρώνης, που το μόνο που φοβήθηκε ήταν το προσκύνημα των Ελλήνων στον κατακτητή, τον καιρό που η ίδια η ελληνική επανάσταση κινδύνευε να καταβαραθρωθεί κι οι θυσίες των Ελλήνων για ελευθερία να μηδενιστούν.
Κάτι τέτοιο δυστυχώς ζούμε κι εμείς σήμερα, με την Τουρκία καθημερινά να εισβάλλει και μερίδα των ελληνοκυπρίων να προσκυνά, βρίσκοντας χίλιες δικαιολογίες. Η πραγματικότητα όμως παραμένει, όσο κι αν συγχύζουμε τη σημασία των λέξεων. Ο εχθρός πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εχθρός, η εισβολή ως εισβολή καθημερινή κι ο ελληνισμός πρέπει να δει κατάματα τα χάλια του και να αρχίσει να θρηνεί επί των ερειπίων στο σώριασμα των οποίων και ο ίδιος συμβάλλει με τη σύγχυση στην οποία ζει και βουλεύεται.
Σαράντα χρόνια καθημερινής εισβολής αντί να μας ξυπνήσουν μας οδηγούν χειροπόδαρα και με μάτια κλειστά στην αγκαλιά του εχθρού, αφήνοντας τον καθένα να χαράσσει πολιτική ενώ οι κυβερνήσεις παρακολουθούν απαθώς ή συμπαίζοντας. Σε παρόμοιες καταστάσεις θα γεννήθηκε το τραγούδι «Ξύπνα καημένε μου ραγιά»!
Του Στέλιου Παπαντωνίου.