Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ ΩΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ
Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΣΤΕΩΣ
Τα ποιήματα της εξοχής του Κώστα Μόντη συνιστουν μιαν άλλη όψη, θα λέγαμε, των ποιημάτων του άστεως. Στα ποιήματα του άστεως είναι μια ποίηση που συναντάται και αναπνέει το άρωμα και την κρυμμένη μαγεία της πόλεως ή του προαστίου, με το γιασεμί, το αγιόκλημα, με εκείνους τους δρόμους της πόλης, το αυγουστιάτικο φεγγάρι, το λόφο του κυβερνείου. Όμως ο ποιητης Κώστας Μόντης συναντάται, όχι μόνο με την κλειστή πόλη, αλλά και με τον φαινομενικά ανοικτο χώρο της εξοχής. Με εκείνο τον λησμονημένο τόπο του παραθερισμού. Με το πλήθος των παραθεριστών, που αφήνοντας το άστυ, αναζητούν τη γαλήνη και τη χαρά της εξοχής. Έτσι είναι στην ποίησή του ο κόσμος και ο πληθυσμός του έξω τόπου της φύσεως. Μόνο που κι εδώ η συνάντηση συντελείται όχι μόνο κατά τρόπο ανάλαφρο και εορταστικό, όπως θα αναμέναμε, αλλά κατα κατα τρόπο μελαγχολικό, καθώς προβάλλει και πάλι εδώ η θεματική της απουσίας και της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, του ιδεώδους κόσμου της εξοχής και της απόδρασης, με την ερημιά του επερχόμενου χειμώνα.
Σκέφτομαι πως σ’ αυτό τον άξονα της απουσίας κινούνται και τα ποιήματα της εξοχής του Μόντη. Κι ανάμεσά τους αυτά γιά τον Μουτουλλά. Εκεί μας οδηγούν τελικά, παρόλο που έχουν ως σημείο αναφοράς όχι τοάστυ, αλλά ένα ορεινό κέντρο ή θέρετρο για παραθεριστές. Έτσι ο Κώστας Μόντης, ως ποιητής της εξοχής, μάς αποκαλυπτει την άλλη όψη των ποιημάτων του άστεως. Στην απουσία μάς οδηγούν τα ποιήματα της εξοχής του ώριμου Μόντη, και στην ερημία, εντέλει. Σὲ μια διάχυτη μελαγχολία. Γιατί συναντωνται όχι με τον εξωτερικό, τον φυσικό τόπο, αλλά με τον εσωτερικό, τον υπαρξιακό τόπο.
Δεν είναι στα ποιήματα το σφύζον ή εορταστικό πλήθος που παραθερίζει ή διασκεδάζει, όπως ίσως θα περιμέναμε. Αυτό το πλήθος έχει αποσυρθεί ήδη από το ποιητικό τοπίο. Έχει φύγει. Είναι τα άδεια καφενεία, τα παγκάκια, το κρύο, ο χειμώνας. Ο χιονιάς της ψυχής και του σώματος, ο μέσα και έξω τόπος. Ο έρημος εντέλει, τόπος της φύσεως και της ψυχής μας.
«Έφυγαν οι παραθεριστές.
Τα παγκάκια των δρόμων είν’ άδεια,
οι δρόμοι είν’ άδειοι απ’ τους φαιδρούς περιπατητές,
τις γυναίκες των πόλεων
και τα χαϊδεμένα παιδιά…
Θέμε δε θέμε πρέπει να συμπυκνώσουμε την υπομονή μας
Και να καθίσουμε ήρεμοι στις θερμάστρες,
χωρίς εκνευρισμό κι ανία
αναμένοντας τοκαλοκαίρι που θα ’ρθει
αναπολώντας το ζεστό καλοκαίρι πού ’φυγε.»
«Στιγμές», 1958
Ακόμα κι εκείνο το άλλο, σπουδαίο ποίημα του έξω τόπου του Μόντη «Μια λεύκα στην Κακοπετριά», προς αυτη την ερημία και την απουσία και την εγκατάλειψη οδηγείται παρά την εορταστική και χαρωπή ποιητική του είσοδο:
«Αυτή η λεύκα στη ρεματιά
που λέει «όχι» και λέει «ναι»
και λυγίζει και δε λυγίζει
και γυρνά εδώθε και μας κλείνει τομάτι για τον άνεμο,
και γυρνά στον άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια στη θάλασσα,
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια στις βουνοκορφές
κ\' ερωτεύεται
και γαργαλιέται
και σπαρταρά απ\' τα γέλια
που λὲς θα της πέσουν τα φύλλα,
κι αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια
και γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι
«ελάτε τώρα, ελάτε τώρα» !
Αυτή η τρελλή λεύκα
που θα κρεμαστή το χειμώνα απάνω της η ελπίδα της χαράδρας,
αυτή η τρελλή λεύκα
που θ\' απογυμνωθή τοχειμώνα
για να μπορεί να λέη «όχι» στους χιονάδες του Τροόδους,
που θ\' αποβάλη τον έρωτα και τα συναφή
και θα μείνη γυμνή ψυχή,
και θα μείνη γυμνή κάθετη ψυχή
γιά νά πη τ\' «όχι»
τώρα που είν\' ανάγκη νά ο πη,
τώρα που δὲν υπάρχουν πια περιθώρια για παιγνίδισμα,
για να πη τ\' «όχι»
τώρα που το χρειάζεται η χαράδρα.
Και τότ\' εν είναλίῃ Κύπρῳ, 1974
Έτσι, όχι μόνο πια το άστυ ή το προάστιο, αλλά και ο τόπος της εξοχής, με τα άδεια χωρία, καθίστανται εντέλει σπαρακτικός υπαρξιακός τόπος. Τόπος μιας εκπληκτικής ποιητικής αναφοράς και αναζήτησης, με τον αριστοτεχνικό τρόπο του Μόντη.
Μια δεσπόζουσα παρουσία στα ποιήματα του άστεως του Μόντη υπήρξε το φεγγάρι. Εκείνο το Αυγουστιάτικο φεγγάρι της Λευκωσίας. Το φεγγάρι όμως δεσπόζει και στα ποιήματα της εξοχής του Μοντη, γραμμένα με ορίζοντα αναφοράς τον Μουτουλλά. Έτσι προβάλλει το τοπίο πάλι με το φεγγάρι, όπως και σὲ πολλά ποιήματα του άστεως. Στέκομαι πρώτα σε ένα ποίημα από το«Γράμμα στη Μητέρα και άλλοι στίχοι», όπου εισέρχεται στον ποιητικό τόπο του Μόντη το φεγγάρι του Μουτουλλά, για να περιγράψει και να το σχολιάσει απαλά ο ποιητης, όπως και όλο το σκηνικό και τοτοπίο, σε ένα ποιητικό διάλογο με τον Σικελιανό, που ανέδειξε ποιητικώς αντίστοιχες εικόνες σὲ εκείνο το εκπληκτικό ποίημά του «Θαλερό», που άλλοτε διδάσκαμε και στα σχολεία μας, με εκείνους τους εισαγωγιούς στίχους του Σικελιανού:
«Φλογάτη γελαστη, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη―
κι ακόμα ο ηλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη•…Και στον Μόντη, για τον Μουτουλλά,
«Ίδιο το δώμα, το τραπέζι,
κι απάνω απ’ το βουνό
το κρέμασμα του Αποσπερίτη
όλα έτσι ως τραγουδήθηκαν
απ’ το Σικελεινό.
Κάτω απ’ το ίδιο το λυχνάρι
την άγουρη κληματαριά
πρέπει κι αυτός νά ’χει δειπνήσει
γουλιά κρασί μπουκιά φεγγάρι
μέλι, ψωμί κι ελιά.»
Με το φεγγάρι στο ποιητικό τοπίο του Μουτουλλά συναντάται ο Μόντης όμως σε δύο πρώϊμα ποιήματά του του 1937, με ένα άλλο ποιητικό τρόπο, αυτόν της ποιητικής του νεότητος, δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Ελευθερία», το 1937, 4 Ιουλίου και 8 Αυγούστου αντίστοιχα:
Κι ήλθε η νύ/χτα φεγγαρόλουστη και τριγυρνού/σε κι αυτή ανήσυχη απάνω απ’ τα / βουνά και τις ρεματιὲς κοιτώντας / με το μεγάλο λαμπερό μάτι της…»
Και στο δεύτερο:
«Νύχτα… Μες στο λιμάνι δυό / βουνοκορφών απαλοκάθεται καΐκι / εξωτικό ένα ολόγιομο φεγγάρι…»
Νά, σκέφτομαι, το «Τρελοβάπορο» του Ελύτη.
Είναι πιστεύω σημαντικό να σταθούμε σ’ αυτή τη δυναμική παρουσία του φεγγαριού στην ποίηση του Μόντη, τόσο σε ποιήματα του άστεως, όσο και σε ποιήματα της εξοχής. Έτσι είναι το «Αυγουστιάτικο φεγγάρι στη Λευκωσία», αλλά και το εκπληκτικό εκείνο ποίημα «Άγιοι Ομολογητές», που το συναντουμε στη συλλογή Και τότ’ εν ειναλίῃ Κύπρῳ, του 1974, γράφει:
«Τις καλοκαιριάτικες νύχτες
όταν τοφεγγάρι απαλείφη τους θορύβους της λεωφόρου
και τις επήλυδες πολυκατοικίες
και τα γραφεία του Γενικού Εισαγγελέως
κι’ ο λοφίσκος επανακτά τα παλαιά
κι’ ο δρόμος του Κυβερνείου επανακτά τα παλαιά
εσύ είσαι ακόμα εκεί δεκαοχτώ χρονών
ακουμπημένη στα κάγκελλα του δασυλλίου
με το ίδιο κόκκινο φόρεμα,
εσύ είσαι ακόμα εκεί, με την ίδια αναμονή.»
Μια καταγραφή των ποιημάτων του Μόντη με αναφορά στο φεγγάρι, και ιδιαίτερα στο Αυγουστιάτικο φεγγγάρι της Λευκωσίας, θα μας αποκάλυπτε μια επί πλέον ενδιαφέρουσα θεματική της ποίησής του. Νά λοιπόν, τα ποιήματα του άστεως, που συναντωνται με τα ποιήματα της εξοχής, με σημείο αναφοράς το φεγγάρι.
Θέλησα νά σταθώ απόψε στα ποιήματα του Μόντη γιά τον Μουτουλλά, και γενικότερα στα ποιήματα της εξοχής, προβάλλοντας αυτή τη δυναμική σχέση των ποιημάτων της εξοχής, που κατέθεσε, με τα ποιήματα του άστεως. Η αντιστοιχία πιστεύω πως είναι εκπληκτική ή ενδιαφέρουσα.
Σάββατο 21 Ιουνίου 2014,
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ