του Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ
Ο ένδοξος απόστολος του Χριστού Βαρνάβας, ο επώνυμος της θείας παρακλήσεως, ήταν Ιουδαίος στο γένος, από τη φυλή του Λευΐ, Κύπριος στην καταγωγή και ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, θεωρούμενος ως ο κορυφαίος τους. Οι πρόγονοί του, εξαιτίας των πολλών πολέμων στην Ιουδαία, είχαν μεταβεί στην Κύπρο, όπου και γεννήθηκε ο Βαρνάβας. Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωσής, Βαρνάβας δε, που ερμηνεύεται υἱὸς παρακλήσεως, ονομάσθηκε αργότερα από τους αγίους Αποστόλους. Όταν έφθασε σε ηλικία δεκτική μάθησης, οι γονείς του τον οδήγησαν στα Ιεροσόλυμα, για να διδαχθεί τον Μωσαϊκό Νόμο και τους Προφήτες. Εκεί μαθήτευσε στον γνωστό από τις Πράξεις τῶν Ἀποστόλων νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ, έχοντας μεταξύ άλλων συμμαθητή και τον Σαύλο, τον μετέπειτα κορυφαίο Απόστολο Παύλο. Κατ\\\' εκείνη την περίοδο ήλθε στα Ιεροσόλυμα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, τον οποίο γνώρισε ο Βαρνάβας και πίστευσε σ\\\' Αυτόν, βλέποντας τα πολλά Του θαύματα. Μαζί του πίστευσε και η Μαρία, η μητέρα του Ιωάννη, τού επικληθέντος Μάρκου, δηλ. του Ευαγγελιστή, που ήταν ανεψιός του Βαρνάβα. Στον οίκο της μάλιστα σύχναζε και ο Κύριος, εκεί έκανε τον Μυστικό Δείπνο με τους μαθητές Του, εκεί έγινε κατόπιν και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατατάχθηκε λοιπόν από τον Χριστό ο Βαρνάβας στον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα μαθητών Του, είναι δε γνωστή από το βιβλίο των Πράξεων η σημαίνουσα συμβολή του στο έργο της πρώτης Εκκλησίας, μάλιστα στον ευαγγελισμό και στηριγμό των προσηλύτων πιστών της Αντιόχειας της Συρίας.
Στη συνέχεια, κατά θεία προσταγή, συνόδευσε τον Σαύλο (Παύλο) κατά την πρώτη του αποστολική περιοδεία, με πρώτο σταθμό την Κύπρο (έτος 45). Εδώ οι Απόστολοι διήλθαν ευαγγελιζόμενοι τη νήσο από τη Σαλαμίνα μέχρι την Πάφο, όπου και ο Σαύλος έλαβε τιμητικώς το όνομα Παύλος από τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, πού πίστευσε στον Χριστό με το κήρυγμα τους και τη θαυματουργία του Παύλου στον Ιουδαίο μάγο και ψευδοπροφήτη Βαριησού (Ελύμα). Εφεξής οι Απόστολοι μετέβησαν και κήρυξαν στις πόλεις της Μικράς Ασίας Πέργη της Παμφυλίας (όπου τους εγκαταλείπει για άγνωστο λόγο ο Μάρκος και επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα), Αντιόχεια της Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα, Δέρβη καὶ επιστρέφουν από τις ίδιες πόλεις στη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας.
Πριν από τη δεύτερη όμως περιοδεία του Παύλου, ο Βαρνάβας χωρίσθηκε απ\\\' αυτόν, ένεκα της γνωστής διαφωνίας για το θέμα του Ιωάννη-Μάρκου, τον οποίο τελικώς παρέλαβε ο Βαρνάβας και ήλθαν ξανά στην Κύπρο, περί το έτος 49. Συμφώνως προς το αποδιδόμενο στον Απόστολο Μάρκο έργο του 5ου μ.Χ. αι., «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα», όπου διασώζονται πρωτοχριστιανικές τοπικές παραδόσεις, οι δύο Απόστολοι εργάσθηκαν αόκνως στη νήσο για τη διάδοση και στερέωση του ευαγγελικού κηρύγματος. Όταν, τέλος, έφθασαν στη Σαλαμίνα, ο Βαρνάβας υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους Ιουδαίους, οι οποίοι τον λιθοβόλισαν και έριξαν το σώμα του στη φωτιά να καεί. Αλλά, χάριτι Θεού, το ιερό του σκήνωμα παρέμεινε αβλαβές και τάφηκε κρυφά τη νύκτα από τον Μάρκο και τους συνοδούς του Τίμωνα και Ρόδωνα σε σπήλαιο πλησίον της Σαλαμίνας.
Να σημειώσουμε σ\\\' αυτή τη συνάφεια πως, συμφώνως προς άλλη, αρχαία επίσης παράδοση (3ου/4ου αι.), που εντάχθηκε στο ψευδεπίγραφο έργο Κλημέντια, περιλήφθηκε δε αργότερα και στο Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, ο Βαρνάβας απήλθε στη Ρώμη, όπου προσείλκυσε στην πίστη τον μετέπειτα επίσκοπο Ρώμης Κλήμεντα, πέρασε κατόπιν από τα Μεδιόλανα (σημ. Μιλάνο), όπου κατέστη ο πρώτος επίσκοπος, ύστερα δε επανήλθε στην Κύπρο, όπου και μαρτύρησε στη Σαλαμίνα. Την παράδοση αυτή υιοθετεί και καταγράφει και ο γνωστός φραγκικής καταγωγής Κύπριος μεσαιωνικός χρονογράφος (16ος αι.) Στέφανος Λουζινιανός στα σχετικά με την Κύπρο έργα του. Η παράδοση όμως αυτή στερείται ιστορικής αξιοπιστίας.
Κατά το έτος 488, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου άγιος Ανθέμιος ανεύρε μετά από θεία αποκάλυψη και πρόνοια -εμφανίστηκε στον ύπνο του ο Απόστολος Βαρνάβας - το ιερό του λείψανο κάτω από δένδρο κερατέας, υπήρχε δε επάνω στο στήθος του το κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, το οποίο ο Βαρνάβας είχε ιδιοχείρως αντιγράψει. Και το μεν λείψανο κατέθεσε ο Ανθέμιος στη Σαλαμίνα, το δε Ευαγγέλιο μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε κληθεί να λογοδοτήσει στον αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-491) και τον πατριάρχη Ακάκιο (471-489), καθότι ο τότε πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος ο Κναφέας ζητούσε (όπως και παλαιότεροι προκάτοχοί του) να υπαγάγει κάτω από τη δικαιοδοσία του θρόνου του την Εκκλησία της Κύπρου. Όταν ο Ζήνων πληροφορήθηκε τη θαυμαστή εύρεση του αποστολικού λειψάνου στην Κύπρο, η οποία θεόθεν επισφράγιζε την αποστολικότητα της Εκκλησίας της, επιβεβαιωμένος μάλιστα κι από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, που δώρησε σ\\\' αυτόν ο Ανθέμιος, επικύρωσε με τον πατριάρχη και τη Σύνοδό του το αυτοκέφαλο της κατά Κύπρον Εκκλησίας, το οποίο βεβαίως είχε ήδη κατοχυρωθεί κανονικώς με τον Η\\\' Κανόνα της Γ\\\' Οικουμενικής Συνόδου (431). Με πλούσια δε χορηγία του αυτοκράτορα και των μεγιστάνων της Βασιλεύουσας ο Ανθέμιος ανήγειρε περικαλλέστατο και μεγαλοπρεπή ναό στο όνομα του Αποστόλου, στον τόπο εύρεσης του ιερού του λειψάνου, καθώς και λαμπρά προσκτίσματα, καθιερώνοντας τον χώρο ως Μονή. Σήμερα σώζονται τμήματα της παλαιοχριστιανικής αυτής βασιλικής, ενσωματωμένα στο βυζαντινό (10ου αι.) Καθολικό της Μονής, καθώς και ο τάφος (κενοτάφιο) του Αποστόλου. Η Μονή του στη Σαλαμίνα, σήμερα κάτω από τουρκική κατοχή, έχει μετατραπεί σε επισκέψιμο Μουσείο Αρχαιοτήτων της περιοχής, επιτρέπεται δε κατά καιρούς, κατόπιν ειδικής συμφωνίας, η εκεί τέλεση της θείας Λειτουργίας από Ορθοδόξους κληρικούς. Ιερά λείψανά του φυλάσσονται σε Μονές της νήσου, καθώς και στις πόλεις τής Ιταλίας Λίμα, Φλωρεντία και Μιλάνο. Τοιχογραφίες και φορητές του εικόνες (χρονολογούμενες απο τον 12ο αι. κ.ε.) κοσμούν πλείστους ναούς της μεγαλονήσου. Η μνήμη του τελείται στις 11 Ιουνίου.