Ὁμιλία τοῦ Προέδρου τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
Ἐναρκτήρια ὁμιλία στὸ Α΄ Λειτουργικὸ Συνέδριο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου στὶς 30 Μαΐου 2014
Θεοφιλέστατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καὶ ἀδελφὲ ἐν Κυρίῳ, Χωρεπίσκοπε Μεσαορίας Γρηγόριε,
Πανιερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Ἔντιμε κ. Λοϊζίδη, ἐκπρόσωπε τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας τῆς Κύπρου,
Πανοσιολογιώτατοι καὶ Αἰδεσιμολογιώτατοι πατέρες,
Ἐλλογιμώτατοι εἰσηγητές,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ ταυτότητα κάθε ὀρθοδόξου χώρου καὶ κάθε ὀρθοδόξου λαοῦ, εἶναι συνυφασμένη —καὶ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ: ταυτόσημη — μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἵσταται λατρευτικῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ δομὴ τῆς Θείας λατρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξις, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία διαμορφώθηκε αὐτὴ ἡ δομή, ἀποτελοῦν τὸν ἴδιο τὸν πυρήνα τῆς ἐν κοινωνίᾳ ὑπάρξεώς μας, ἀντανακλοῦν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ὡς προσώπων, ἀλλὰ καὶ ὡς συλλογικότητος.
Ἀντιλαμβανόμενη τὴ βαρύτητα αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, στὸ πλαίσιο τῶν δυνατοτήτων ποὺ τῆς παρέχει ὁ ἀπὸ τοῦ ἔτους 2010 τεθεὶς ἐν ἰσχύι Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, προχώρησε στὴ σύσταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας.
Ἐν πρώτοις, λοιπόν, ἡ σύστασις μίας ἐξειδικευμένης Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ θεμάτων λατρείας ἀπηχεῖ τὴν ἰδιαίτερη σημασία, ποὺ ἀποδίδει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ μία συστηματική, ὑπεύθυνη καὶ διαχρονικὴ ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἡ πρόθεση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δὲν ἦταν ἁπλῶς νὰ ὁρίσει μία συντακτικὴ ὁμάδα, ποὺ νὰ ἀναλάβει τὴν ἐκδοτικὴ ἐπιμέλεια τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια ἄμεση καὶ οὐσιαστικὴ ἐμπλοκὴ ἐπὶ ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Θείας λατρείας, μὲ τελικὸ στόχο νὰ ὀρθοτομεῖται λόγος ἀληθείας καὶ στὰ θέματα αὐτά.
Ὡς προέκταση αὐτῆς τῆς προθέσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἔχοντας πάντοτε κατὰ νοῦν, ὅτι τελικὸς στόχος καὶ ὑποχρέωσή μας εἶναι νὰ διαφυλάξουμε ἐκεῖνο, πού, κατὰ τὴ ρήση τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, μᾶς παραδόθηκε παλαιόθεν ἀπὸ τοὺς πατέρες μας, δηλαδὴ τὸ «λατρεύειν τῷ Θεῷ ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Λκ. 1, 74-75), ἡ Ἐπιτροπὴ ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα τῆς λατρείας σὲ ὅλες του τὶς πτυχές: τόσο ὡς θέμα τυπικῆς τάξεως, ὅσο καὶ ὡς θέμα οὐσίας, δηλαδὴ θεολογίας. Καὶ ὅταν λέγω θεολογίας, δὲν ἐννoῶ μόνο τὴ διατήρηση τῆς σύνδεσης μὲ τὴν κοινὴ παράδοση τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴ διαφύλαξη τῆς ἰδιάζουσας λατρευτικῆς ταυτότητος, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς εὐλάβειας τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Κύπρου, ὅπως διαμορφώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας της καὶ τὴ γεωγραφικὴ θέση, στὴν ὁποία τὴν ἐνέταξε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐπιτροπή, λοιπόν, κινεῖται ταυτόχρονα σὲ δύο ἄξονες: ἀφ’ ἑνός, πρὸς τὸ κοινὸν καὶ τὸ ὅμοιον, τὸ ταυτόν, δηλαδὴ τὴν ἑνιαία ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας εἴμαστε κοινωνοί• ἀφ’ ἑτέρου, πρὸς τὸ ἰδιάζον, πρὸς ὅ,τι ἔχει ἀποθέσει ἡ τοπικὴ εὐλάβεια καὶ λατρευτικὴ εὐαισθησία τῶν Κυπρίων στὴ λατρευτικὴ τάξη, ὡς ἀπόσταγμα αἰώνων βιώσεως καὶ μετοχῆς ἑνὸς συγκεκριμένου λαοῦ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁμοουσιότης καὶ διάκρισις ὑποστάσεων: ἡ ἀποκαλυφθεῖσα, διὰ τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, Οἰκονομία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐφαρμόζεται —καὶ πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται— καὶ στὰ τῆς Θείας λατρείας.
Ἀντιλαμβανόμενη κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ πράγματα, καὶ ἔχοντας πλήρη συνείδηση, ὅτι θὰ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ οἰκονομία τῆς συνυπάρξεως τοῦ ταυτοῦ μὲ τὸ ἴδιον, κατὰ τὸ τριαδικὸ πρότυπο, ἡ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῆς Λατρείας ἀντελήφθη ἐξ ἀρχῆς ὅτι οἱ ὅποιες ἀπόψεις της ἐπὶ τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἀπόψεις ὅλων τῶν μελῶν τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου, δὲν μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπισταμένης μελέτης, ἐπιστημονικῆς τεκμηριώσεως, ἀλλὰ καὶ θεολογικῆς βασάνου.
Γιὰ νὰ ποῦμε ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Τυπικὸ καὶ τὴ λατρεία, χρειάζεται καταρχὰς συστηματικὴ μελέτη τῶν πηγῶν, κάτι ποὺ δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα, δυστυχῶς, στὰ δρώμενα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερα εἶναι οὐσιαστικὴ ἡμέρα, ἅγιοι ἀδελφοί, γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, γιατὶ ἐπιτέλους ἀρχίζει μελέτη καὶ διάλογος ἐπὶ ἐπιστημονικῆς βάσεως, σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὰ τῆς λατρευτικῆς μας παραδόσεως, καὶ ὄχι σὲ ὅ,τι νομίζει ὁ καθένας ὡς παράδοση. Χρειάζεται, λοιπόν, μελέτη ὅλων τῶν σωζομένων σχετικῶν πηγῶν, καὶ ἐν προκειμένῳ αὐτῶν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ παραδόσεως. Θὰ ἔχετε προσέξει ὅτι στὸ πρόγραμμα αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου, ποὺ ἔχετε στὰ χέρια σας, ὑπάρχουν εἰσηγήσεις γιὰ κάποιο λειτουργικὸ Τυπικό, στὸ ὁποῖο δίδουμε ἰδιαίτερη ἔμφαση, τὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Κουτσοβέντη. Ποιός μελέτησε σὲ βάθος τὸ λειτουργικὸ αὐτὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Κουτσοβέντη, ποὺ καθόρισε ἐν πολλοῖς τὸ λειτουργικὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου καὶ ἄλλων κυπριακῶν Μονῶν καὶ διὰ τῶν Μονῶν καὶ τὸ Τυπικὸ τῶν ἐνοριῶν μας; Ἄρα, σήμερα ἀρχίζει, ἐπιτέλους, ἡ πρώτη προσπάθεια μελέτης καὶ αὐτοῦ τοῦ τόσο σημαντικοῦ Τυπικοῦ τοῦ Κουτσοβέντη, ποὺ ἀποτελεῖ προϊὸν εἰσαγωγῆς λειτουργικῶν στοιχείων ἀπὸ τὰ σημαίνοντα ἐκκλησιαστικὰ κέντρα Παλαιστίνης καὶ Ἀντιόχειας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, τὴν ἐμπειρία ποὺ θησαύρισε ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, τὰ πορίσματα, τὶς κατακτήσεις της, καὶ κυρίως τὶς μεθόδους της. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ ἔχουμε ἔδαφος ἐπιστημονικοῦ διαλόγου. Γι’ αὐτό, ἡ Ἐπιτροπὴ προσέλαβε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸν χαρακτήρα ἑνὸς ἐρευνητικοῦ βήματος, ἐνθαρρύνοντας τὴν ἔρευνα στὰ θέματα τῆς ἁρμοδιότητός της, ἀλλὰ καὶ καταφεύγοντας στὰ πορίσματα τῆς σχετικῆς μὲ λειτουργικὰ θέματα ἔρευνας, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σχηματίσει μιὰ ὅσο γίνεται πιὸ ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὶς ἱστορικὲς διαστάσεις τοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς εἶναι διαρκῶς χρήσιμη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος ὅτι βρισκόμαστε σὲ μιὰ διαδικασία ἀναζήτησης, ὅτι ἡ ἔρευνά μας εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνοικτή, χωρὶς τέρμα. Ἔτσι, τὴν Ἐπιτροπὴ τὴν εἴδαμε ἐξαρχῆς μᾶλλον ὡς μία κυψέλη προβληματισμοῦ καὶ διαλόγου, παρὰ ὡς ἕνα βαρὺ θεσμό, ποὺ ἐνδύεται τὴ σοβαρότητα τοῦ διορθωτῆ τῶν Τυπικῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐργαστήρι, ποὺ δημιουργήθηκε ἀκριβῶς, γιὰ νὰ συντηρεῖ τὴν ἔρευνα κι ὄχι τὴ συντήρηση, οὔτε καὶ γιὰ νὰ τελειώσει τὴν ἔρευνα ἅπαξ καὶ διαπαντός. Ἑπομένως, ὅλες οἱ ἀπόψεις εἶναι εὐπρόσδεκτες.
Αὐτὴ τὴν ἀντίληψη τῆς Ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ θέλησή της νὰ διευρύνει τὸν διάλογο καὶ τὸν προβληματισμό, καλώντας ἔγκυρους ἀκαδημαϊκοὺς καὶ ἐρευνητὲς νὰ ἐμπλακοῦν, ἀντανακλᾶ τὸ παρὸν πρῶτο Λειτουργικὸ Συνέδριο. Ἐπειδὴ θεωροῦμε χρήσιμες καὶ ἐποικοδομητικὲς τὶς ὅποιες συμβολὲς τῆς ἐπιστήμης, καὶ γενικότερα τὴν ἐμβάθυνση τοῦ διαλόγου, εὐελπιστοῦμε ὅτι θὰ καθιερωθεῖ ἕνα τακτικὸ βῆμα, ὅπου θὰ μπορεῖ νὰ διεξάγεται ἕνας τέτοιος διάλογος. Πρόθεση τῶν δύο ἀρχιερέων, ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, εἶναι νὰ συνεχίσει ἡ διοργάνωση παρόμοιων Συνεδρίων, μὲ σκοπὸ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ περαιτέρω διασάφηση καὶ ἀποκρυστάλλωση τῶν θεμάτων ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν. Κι ἂν δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μας, τότε τὰ ἄλλα ἐνδιαφέροντα παρέλκουν.
Ἕνα λειτουργικὸ Τυπικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ δημιουργεῖται ἐν κενῷ, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος! Πέραν τῆς ἀπαρασάλευτης ταυτίσεώς του, ὡς πρὸς τὴν οὐσία, μὲ τὴν παράδοση τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἕνα ζωντανὸ σῶμα, ποὺ φέρει τὰ σημάδια τοῦ χρόνου, δηλαδὴ τῆς ἱστορίας (ὄχι μόνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ τῆς γενικότερης ἀνθρώπινης ἱστορίας, μὲ τὰ μικρὰ καὶ μεγάλα γεγονότα της), ἀλλὰ καὶ τῆς γεωγραφίας, δηλαδὴ τοῦ γεγονότος ὅτι μία Ἐκκλησία εἶναι τοποθετημένη ἐν τόπῳ (ἡ Κύπρος στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο), πιὸ κοντὰ σὲ κάποιες Ἐκκλησίες καὶ μακρύτερα ἀπὸ ἄλλες, τοῦ ὅτι μία κοινωνία πιστῶν γειτνιάζει μὲ ἄλλες ἐν τόπῳ κοινωνίες πιστῶν ἢ ἀπέχει ἀπὸ αὐτές.
Ἀρκετὲς φορές, ἀναφερόμενος στὴν ἱστορία καὶ τὴν ταυτότητα τῆς Κύπρου, ἔχω καταφύγει σὲ ἕνα ἑρμηνευτικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Παῦλος Ἐγγλεζάκης, σὲ μία θεώρηση ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τῆς Κύπρου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει τὰ ἑξῆς πολὺ εὔστοχα: «Ἡ ζωντανὴ Κύπρος, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας χῶρος, μία ἱστορία καὶ μία Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς διότι αὐτὸ ποὺ προσδιορίζει τὴν ταυτότητα τῆς Κύπρου εἶναι ἡ γεωγραφία, ἡ ἱστορία καὶ ἡ Ἐκκλησία της. Ἀναφέρομαι ὄχι στὸ ἀτομικό, στὸ τυχαῖο καὶ στὸ καιρικό, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ὁ Σολωμὸς — ἀκολουθώντας τὸν Δάντη — ὀνόμασε ‘τὸ κοινὸν καὶ τὸ κύριον’». Ἀνατρέχοντας στὸ πρόγραμμα τοῦ σημερινοῦ Συνεδρίου καὶ ἁπλῶς διαβάζοντας τοὺς τίτλους τῶν εἰσηγήσεων, ποὺ οἱ ἐκλεκτοὶ ὁμιλητὲς εἶχαν τὴν καλωσύνη νὰ καταθέσουν στὴν προσοχή μας —οἱ ὁποῖοι τίτλοι εἶναι ἐνδεικτικοὶ τῶν κατευθύνσεων ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ σύγχρονη ἔρευνα—, σκέφτομαι ὅτι ἡ ρήση τοῦ πατρὸς Παύλου μπορεῖ κάλλιστα νὰ βρεῖ ἐφαρμογὴ καὶ στὴν προσέγγιση τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νῆσος Κύπρος βρίσκεται σ’ ἕνα σταυροδρόμι τοῦ κόσμου, ὅπου διασταυρώνονται τὰ συμφέροντα ἰσχυρῶν δυνάμεων καὶ οἱ ἐπιρροὲς μεγάλων πολιτισμῶν, ὅπου διαχρονικὰ παρατηρεῖται μία συνεχὴς διακίνηση ἀνθρώπων, ἰδεῶν καὶ ἐμπορευμάτων, δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστο καὶ τὸ Λειτουργικὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας της.
Ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καὶ γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες τῆς βυζαντινῆς περιόδου —σχηματικὰ μιλώντας: μέχρι καὶ τὴν ἔναρξη τῆς ἐδῶ φραγκοκρατίας—, ἡ Κύπρος ἀποτελεῖ, οὕτως εἰπεῖν, μέρος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Συροπαλαιστίνης καὶ τῆς νοτίου Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ ζωτικός της χῶρος, ἡ γειτονιά της —ἔστω καὶ ἂν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα μέχρι σήμερα δὲν ἔδωσε τὴ δέουσα σημασία σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀποδείξουμε, ὅτι εὑρισκόμεθα στὴ θάλασσα τῆς Μάγχης, δίπλα ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, ὅτι εἴμαστε Εὐρώπη! Ὅμως, εἴμεθα δίπλα ἀπὸ τὴ Συρία, τὴ Μικρὰ Ἀσία, ποὺ σήμερα λέγεται Τουρκία, καὶ τὴν Παλαιστίνη. Αὐτὸς εἶναι, ἐπαναλαμβάνω, ὁ ζωτικὸς χῶρος, ἡ γειτονιὰ τῆς Κύπρου, ἔστω κι ἂν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα μέχρι σήμερα, δυστυχῶς, δὲν ἔδωσε τὴ δέουσα σημασία σ’ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Στὸν χῶρο τῆς ἁγιολογίας, τῆς εἰκονογραφίας καὶ γενικὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ στὴν παραδεδομένη λαϊκὴ εὐσέβεια, ἢ ἀκόμα καὶ τὴ λαϊκὴ τέχνη, θὰ βροῦμε πλεῖστες ὅσες ἐνδείξεις, μάρτυρες αὐτῆς τῆς στενῆς σχέσης τῆς Κύπρου μὲ τὰ ἀπέναντι παράλια τῆς Μικρασίας, Συροπαλαιστίνης καὶ Ἀλεξανδρείας.
Φυσικὸ εἶναι, λοιπόν, ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ πραγματικότητα νὰ ἀφήνει τὴ σφραγίδα της καὶ στὸν χῶρο τῆς λατρείας. Μέχρι τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς —καὶ ἐννοεῖται ὅτι μιλοῦμε σχηματικὰ— τὸ λειτουργικὸ πρόσωπο τῆς Κύπρου δέχεται ἔντονες ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ταυτόχρονα, βεβαίως, καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλά, ὅπως εἶναι φυσικό, τὸ βλέμμα τῆς Κύπρου εἶναι κυρίως στραμμένο πρὸς ἀνατολάς.
Μὲ τὴν ἐπέλαση τοῦ Ἰσλὰμ στὶς παραμεσόγειες χῶρες, πολλοὶ ἄνθρωποι κατέφυγαν στὴν Κύπρο ἀπὸ τὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, καὶ μεταξὺ αὐτῶν πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς καὶ μοναχοί. Ἀναπόφευκτα, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ρίζωναν εἴτε προσωρινὰ εἴτε μόνιμα στὰ χώματα τῆς Κύπρου, ἔφερναν μαζί τους καὶ τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς λατρείας τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἡ Κύπρος κατάφερνε νὰ ἀφομοιώσει οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πληθυσμούς, μέσα ἀπὸ μία ἀργόσυρτη διαδικασία ἀλληλεπίδρασης, κατόρθωνε νὰ τοὺς ἀφομοιώσει καὶ λειτουργικά. Μὲ τὴν ἰσχυρή της ὀρθόδοξη ταυτότητα, κατάφερνε νὰ σβήνει τὰ ὅποια στρεβλὰ ἔφερναν μαζί τους, ἐνῶ ἀφομοίωνε δημιουργικὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα.
Μὲ τὸν σταδιακὸ ἐξισλαμισμὸ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμῃοσύνης καὶ τὴν ἐπάνοδο τῆς Κύπρου στὸν βυζαντινὸ κορμὸ μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀραβικῶν κατ\' αὐτῆς ἐπιδρομῶν (τὸ ἔτος 965 δηλαδή), ἔχουμε κατὰ κάποιο τρόπο μία μείωση τῶν ἐπιρροῶν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, μὲ παράλληλη ἐνίσχυση τῆς παρουσίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Νὰ μὴ ξεχνοῦμε, ὅτι ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα καὶ μετὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου προβάλλεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, ὅπως προβάλλεται καὶ ὁ πολιτικός της ἄρχοντας, στρατηγός, δούκας ἢ κατεπάνω. Μετὰ τὸν 12ο αἰώνα, συνεχίζεται ἡ παρουσία τῆς Κωνσταντινούπολης στὴ νῆσο καὶ ἀρχίζει νὰ ἀναδεικνύεται -καὶ ἕνεκεν τῶν κατακτητῶν- ἡ συντηρητικότητα, τῶν Κυπρίων σὲ θέματα λατρείας, ὅπως εὔστοχα ἐπεσήμανε ὁ Μακαριώτατος στὸν Χαιρετιστήριό του λόγο, ὡς μία προσπάθεια διατήρησης τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, ἀλλὰ καὶ διαφοροποίησης ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατακτητές. Ἡ συντηρητικότητα, δηλαδή, ἦταν τρόπος ἄμυνας ἀπέναντι στοὺς κατακτητές. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι, ἀκόμα καὶ τὸ μαρτύριο τῶν 13 ὁσιομαρτύρων τῆς Μονῆς Παναγίας Καντάρας, ἦταν θέμα προσήλωσης στὴν ὀρθὴ λατρεία.
Ἂς σημειώσουμε, τέλος, τὴν ἔντονη συσχέτιση τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ἐντεῦθεν, μία σχέση ποὺ ἐν πολλοῖς συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω, ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν λειτουργικῶν βιβλίων ποὺ χρησιμοποιοῦμε προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα• οὔτε πλέον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, οὔτε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Θὰ ἀφήσω ὅμως τὶς λεπτομέρειες στοὺς εἰδικούς.
Κλείνοντας, ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα νὰ τονίσω εἶναι, πὼς ἡ διαχρονικὴ ἐξέλιξη τῆς ἐν Κύπρῳ λατρείας μᾶς ἀφήνει νὰ διακρίνουμε τρία βασικότατα χαρακτηριστικά. Τὸ πρῶτο, εἶναι ἡ ἀπίστευτη ἀφομοιωτική της δύναμη, ἡ ἱκανότητά της νὰ προσλαμβάνει, νὰ οἰκειοποιεῖται ἔξωθεν ἐπιδράσεις. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀφομοιωτικὴ δύναμη ὅμως, ἐπιδεικνύει καὶ μία παραδειγματικὴ συντηρητικότητα στὴν τήρηση τῶν λατρευτικῶν παραδόσεων, περιλαμβανομένων καὶ ἐκείνων ποὺ ἀφομοίωσε καὶ οἰκειοποιήθηκε. Ἔτσι, λειτουργικὲς πράξεις ποὺ υἱοθέτησε, ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεων ἀπὸ μεγάλα κέντρα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὶς κρατᾶ μέχρι σήμερα, ἐνῶ στὰ ἐν λόγῳ κέντρα ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ. Ἐδῶ ὑπάρχει μία συσχέτιση μὲ τὴν ψυχολογία τῶν Κυπρίων. Ὅταν ἐγκαταλείπουν τὰ πνευματικὰ κέντρα κάποιους λειτουργικοὺς τύπους, νὰ ἐπιμένουν οἱ Κύπριοι νὰ τοὺς κρατοῦν. Αὐτὸ δηλώνει τὸ αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης, ποὺ κυοφορήθηκε ἀπὸ τὴ μακροχόνια αἰχμαλωσία μας. Τὸ τρίτο, ἐντέλει, εἶναι μία διεισδυτική, ἂν μπορῶ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτσι, ἱκανότητα: εἶναι ἡ ἱκανότητά της νὰ ἐπηρεάζει καὶ νὰ καθορίζει ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ ἐν τῇ νήσῳ δημοσίου καὶ ἰδιωτικοῦ βίου, διαμορφώνοντας οὐσιαστικὰ αὐτό, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποκαλέσουμε συλλογικὴ ταυτότητα.
Θὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ νὰ ἐκφράσω τὶς ἐκ βαθέων εὐχαριστίες μου, πρῶτα πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο, γιὰ τὴν εὐλογία του νὰ διοργανώσουμε τὸ παρὸν Συνέδριο καὶ τὸν πατρικό του Χαιρετισμό, καὶ κατόπιν πρὸς τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Λεμεσοῦ, κ. Ἀθανάσιο, γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης στέγασης τοῦ Συνεδρίου τούτου καὶ τῶν ἐκλεκτῶν Συνέδρων στοὺς παρόντες φιλόξενους χώρους τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ.
Ἐκ μέρους τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας, σᾶς καλωσορίζω στὸ πρῶτο μας τοῦτο Λειτουργικὸ Συνέδριο, καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ φωτίσει τὶς κατευθύνσεις ὅλων μας, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας.