Νίκος Ὀρφανίδης
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
Οἱ ἄξονες τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ
ἢ
Ἡ ἐκκλησία ὡς διαχρονικὸ καταφύγιο
καὶ σκέπη καὶ θαλπωρὴ
Καθὼς προσεγγίζουμε τὴν παπαδιαμαντικὴ διηγηματογραφία ἔχουμε ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν αἴσθηση πὼς ἐκεῖνο ποὺ διαπερνᾶ συχνὰ τὴ θεματική της εἶναι ἡ μεταμέλεια καὶ ἡ μεταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ συνακόλουθη σωτηρία. Ἡ ἀνάδειξη τῆς Ἐκκλησίας ὡς καταφυγίου καὶ σκέπης καὶ ἀνάπαυσης ὅλων τῶν ναυαγισμένων καὶ σπαρασσομένων ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ τὰ πάθη τοῦ βίου ἀνθρώπων.
Ὁ Παπαδιαμάντης προσεγγίζει τρυφερὰ καὶ ἁπαλὰ καὶ μὲ ἀγάπη ἕναν σπαρασσόμενο κόσμο καὶ πληθυσμό, ποὺ διαπερνᾶ τὰ ἀφηγηματικά του τοπία. Εἶναι ὅλος ἐκεῖνος ὁ κόσμος τῆς δοκιμασίας καὶ τῶν παθῶν, ὁ κόσμος τῆς ξενιτείας ἀλλὰ καὶ τῆς πενίας καὶ τῆς πείνας καὶ τῆς ὀρφάνιας. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς καθημερινῆς στέρησης καὶ τῆς περιπέτειας καὶ τῆς δυσκολίας. Οἱ θαλασσοδαρμένοι. Οἱ ξενιτεμένοι ἀδελφοί μας. Οἱ ναυαγισμένοι τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἀσωτεύοντες καὶ καταστρέφοντες τὸν βίον.
Ἐξαίφνης, μέσα ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνωμένων καὶ σπαρασσομένων ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ τὴ στέρηση ἀνθρώπων, μέσα ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου τούτου, μέσα ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐνήδονης καὶ κατασπαραγμένης καὶ διαλυμένης ζωῆς μας, ἀναδεικνύει καὶ προβάλλει καὶ ἀποκαλύπτει ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης τὴ μοναδικὴ δυνατότητα ἀπόδρασης καὶ διαφυγῆς καὶ σωτηρίας καὶ λύτρωσης ὅλων ἡμῶν, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι, κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο, πέραν τῶν ἄλλων «ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν.» Ἡ χαρὰ πάντων ἡμῶν. Τὸ τελευταῖο μας καταφύγιο. Ἡ σκέπη καὶ ἡ προστασία μας. Ἡ πρώτη καὶ ὑστερνή μας ἀγάπη.
Ὅλα πλέον καθίστανται λαμπερά. Φωτεινά. Μέσα ἀπὸ τὰ παπαδιαμαντικὰ διηγήματα προβάλλει ὁ τόπος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μυστικὸς τόπος τῆς ἁγιασμένης Του, ἄκτιστης Ἐκκλησίας. Εἶναι οἱ ναοί, ποὺ μὲ τὸ φῶς τους, ἄλλοτε ἁπαλὸ καὶ διακριτικό, μὲ τὸ ἀκοίμητο καντήλι ποὺ φωτίζει οἰκτιρμόνως τὰ σκότη, κι ἄλλοτε ἑορταστικὸ καὶ χαρμόσυνο καὶ πανηγυρικό, μὲ τοὺς πολυελαίους, μᾶς ὑποδέχονται καὶ μᾶς ἀναπαύουν καὶ μᾶς λυτρώνουν. Παίρνουν ἀπὸ πάνω μας ὅλη τὴν ἀγωνία καὶ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὸν καημό. Εἶναι, ἀκόμα, μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ κοινότητα, ποὺ μᾶς ὑποδέχεται καὶ αὐτὴ καὶ μᾶς φροντίζει, καθὼς κοινωνοῦμε ὅλοι μαζὶ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι, τέλος, ἡ πατρίδα μας, ὁ οἰκεῖος τόπος, ποὺ συνοδεύει τὶς μνῆμες μας καὶ τὴν ζωή μας, ὅπου κι ἂν εἴμαστε, καὶ μᾶς καλεῖ σὲ μεταστροφὴ καὶ ἐπιστροφή.
Μὴ ξεχνᾶμε πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντοτε ἕνας νοσταλγός. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιθυμεῖ ἐμμόνως καὶ ἐπιμόνως τὸ νόστο. Καὶ ὁ νόστος εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸν οἰκεῖο τόπο. Ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς πάντοτε ἐπιστρέφουμε, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴ μοναδικὴ ἐκείνη παραβολὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὴν τοῦ «Ἀσώτου υἱοῦ», μὲ τὸν στοργικὸ Πατέρα, ποὺ εἶναι ὁ Θεός μας.
Στὴν ἀγκάλη αὐτὴ δὲν ἐπιστρέφουν μόνον οἱ ἀσωτεύσαντες στὸ βίο τους, ὅπως ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας τοῦ διηγήματος «Ὁ Ἕρωτας στὰ χιόνια», ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀμερικάνος τοῦ ὁμώνυμου Χριστουγενιάτικου διηγήματος, ὅπως καὶ ὁ χαμένος στὴν ξένη γῆ υἱὸς τῆς θειά-Ἀχτίτσας, τῆς «Σταχομαζώχτρας», ποὺ ὅμως ἐνθυμεῖται καὶ ἀποστέλλει, ἔστω καὶ ἐλάχιστα χρήματα, γιὰ τὶς μέρες τῶν Χριστουγέννων, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀπουσίας καὶ σιωπῆς, εἶναι ὁ μπαρμπα-Διόμας στὴν «Ὑπηρέτρα», ποὺ θαλασσοδέρνεται καὶ θαλασσοπνίγεται, γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων σῶος καὶ ἀσφαλὴς στὴν οἰκία του. Ἀλλὰ καὶ στὸν τόπο τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι καὶ οἱ ναυαγοὶ τοῦ διηγήματος «Στὸ Χριστὸ στὸ κάστρο», γιὰ νὰ σταθῶ σὲ κάποια ἐλάχιστα παραδείγματα.
Καταφύγιο, λοιπόν, καὶ σκέπη καὶ σωτηρία καὶ θαλπωρὴ καὶ χαρὰ καὶ εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὡς μυστικὸς καὶ ἄκτιστος τόπος, ἀλλὰ καὶ ὡς ναὸς τοῦ Κυρίου. Κι ἀκόμα ὡς ἡ αἰωνία πατρίδα, ὡς ἡ ἀγκάλη, ἐντέλει, τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ποὺ μᾶς σκέπει, ποὺ ὑποδέχεται πάντας ἡμᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀνάπαυσης. Ὁ τόπος τῆς εὐσπλαχνίας. Αὐτὸς θὰ ἔλεγα πὼς εἶναι ὁ κοινὸς ἄξονας τῶν παπαδιαμαντικῶν διηγημάτων τῶν Χριστουγέννων. Ἀπώλεια τοῦ μυστικοῦ παραδείσου, ἐξορία, ἀσωτεία, διασκορπισμός, πόνος καὶ κοσμικὴ ὀδύνη, ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, καὶ ἐπιστροφὴ καὶ σωτηρία, μέσα στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Μὲσα στὴ χαρὰ στῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου. Μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Θά ’θελα νὰ σταθῶ σὲ κάποια μόνον ἐνδεικτικὰ παπαδιαμαντικὰ διηγήματα ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτουν αὐτὴ τὴ δυναμικὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς στοργῆς καὶ τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Κυρίου μας. Ξεκινῶ πρῶτα ἀπὸ τὸ διήγημα «Ἡ Σταχομαζώχτρα» (1889), ποὺ προβάλλει τὰ πάθη καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου τούτου, τὴν ὀρφάνια, τὴ στέρηση τὴν ἀπόλυτη πενία, τὴν ἀπουσία τοῦ ἀνδρικοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ χάνεται στὶς ἀσωτεῖες τοῦ βίου, ―ὁ υἱὸς τῆς χήρας Ἀχτίτσας εἶναι ἄφαντος, στὸν ἀλλόκοτο καὶ ἀλλοτριωμενο τόπο τῆς Δύσεως, ὅπως καὶ ὁ γαμπρός της, ποὺ ἀσωτεύει, ἐγκαταλείποντας τὰ δύο ὀρφανὰ τέκνα του― ἀλλὰ καὶ τὴ μεταστροφὴ καὶ τὴν ἔμμεση ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους τῆς κοινότητας καὶ τῆς πατρίδας καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι καὶ τὸ γράμμα τῆς μεταστροφῆς καὶ ἐπιστροφῆς ἀπευθύνεται ―ποῦ ἀλλοῦ;― στὸν ἱερέα. Εἶναι, λοιπόν, ἡ ἀσωτεία τοῦ βίου, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταστροφή:
«Ὁ τρίτος ὁγυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Αμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν;…
Τὸ πρωΐ, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
―Καλῶς τὰ ’δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν […] Εἶδεν ὁΘεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλλει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦγράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν…
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ εδοκίμασε ν’ ἀναγνώση:
― Εἶναι κακογραμμένα, ἐπανέλαβε, κ’ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, αλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.
Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν’ ἀναγινώσκη:
«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τὶ γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν… Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δυὸ φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦτόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ́,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθεῖπρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶπαρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεις μου νὰ μ’ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁΘεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψη.
Τελικῶς, μαζὶ μὲ τὴν θεια-Ἀχτίτσα καὶ τὰ ὀρφανά, σώζεται καὶ ὁ ἐξόριστος υἱός, ποὺ διανοίγει καὶ ἑτοιμάζει τὴν ὁδὸν τῆς ἐπιστροφῆς του. Τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας του.
Κατ’ ἀνάλογο τρόπο ὁ Ἀμερικάνος στὸ ὁμώνυμο διήγημα (1891), ἐξόριστος καὶ αὐτὸς στὸν ἄξενο, στὸν ἐχθρικὸ τόπο τῆς Δύσεως, ἐπιστρέφει τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων στοὺς μητρικοὺς κόλπους, γυρίζει στὸ νησὶ τῆς Σκιάθου, ἐπιζητώντας τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴ θαλπωρή, ποὺ στερήθηκε, ζώντας, ἐπὶ ἔτη πολλά, στὴν κατάσταση τῆς ἐρημίας. Στὴν ξενιτεία τῆς ψυχῆς.
« Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ὁ ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἐπιστείλας, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη, ὁ μὴ συναντήσας που πατριώτην, ὁ μὴ ὁμιλήσας ἀπὸ δεκαπενταετίας ἑλληνιστί, εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῆ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας, κ’ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινὰς ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἡλικιωθείσαν, ἀλλ’ ἀκμαίαν ἀκόμη, τὴν πιστήν του μνηστήν.»
Καὶ πάλιν ἡ ἐξορία τῆς Δύσεως, ὁ τόπος τοῦ «Μαμωνᾶ», ἡ ματαία ἀναζήτηση τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν, τοῦ ὑλικοῦ πλούτου, ἡ ἀλλοτρίωση, ἡ ἀποξένωση, ἡ μοναξιά, ἡ θλίψη, ἡ ἀπελπισία, ὁ μαρασμὸς τῆς ψυχῆς.
Μιὰ ἀνάλογη πορεία μὲ αὐτὴν τοῦ χαμένου υἱοῦ τῆς θειὰ-Ἀχτίτσας στὴ «Σταχομαζωχτρα» ἔχουμε καὶ ἐδῶ. Ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν μπάρμπα-Γιάννη τὸν Ἔρωντα στὸ διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια» (1896), ναυαγὸ καὶ αὐτὸ τοῦ βίου, ποὺ «ἄσπρισε ὅλος, κ’ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.» Ἔτσι καὶ ὁ Ἀμερικάνος, ὁ ἐξόριστος στὴν οὐσία ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἐπιστρέφει γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἴδιος καὶ νὰ δώσει χαρὰ στὴν καρτερικὴ μνηστή του.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μὲ τὰ διηγήματά του, μᾶς ὁδηγεῖ ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ εἰσέλθομε ὅλοι στὸν τόπο φωτός, στὸν τόπο τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δωρεᾶς καὶ τῆς χάριτος, ἀφήνοντας ὀπίσω ὅλα τὰ ναυάγια τοῦ βίου μας κι ὅλα τὰ δεινὰ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη μας, μετανοοῦντες. Εὑρίσκοντας, δηλαδή, ξανὰ τὸν Θεό μας.
Αὐτὸς εἶναι ἐντέλει ὁ κοινὸς ἄξονας τῆς θεολογίας πολλῶν διηγημάτων του. Ἕνας ἄξονας μιᾶς λανθάνουσας καὶ ὑπόγειας, θὰ λέγαμε, «ὑπαρξιακῆς διαλεκτικῆς», καθὼς τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν τόπο τῆς παραδείσιας κοιτίδος, τῆς πατρίδος, τῆς οἰκίας ἢ τῆς οἰκογένειας, ἀπὸ τοὺς κόλπους, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀκολουθεῖ ἡ ματαίωση τοῦ βίου, ἡ ἐξορία, ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ τρικυμία καὶ τὸ ναυάγιο, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ μεταστροφὴ καὶ ἀντιστροφή, ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ.
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ