Όπα! Σιγά, λίγο κράτει, βρε παιδιά! Ίσα που πρόλαβαν ν’ ανασάνουν τ’ αφτιά μας απ’ τα χριστουγεννιάτικα… κάλαντα: «Προλάβετε, τζάμπα, χαρίζουμε, πετάμε απόθεμα, τ’ αφεντικό τρελάθηκε», να τα μας και τ’ αποκριάτικα! «Τρέξτε, στολές, σπαθιά, κορώνες, μάσκες, βελούδα, μουσελίνες, καπέλα, περούκες, διαλέγεις, λέει, τι μασκαράς θα ντυθείς». Ποιος, εγώ; Γιατί; Δεν μας φτάνουν οι μασκαράδες που ανατίναξαν τη ζωή μας στον αέρα, με μάσκες εφαρμοσμένες ολόχρονα, με καραγκιοζιλίκια και ψευτιές, δήθεν θ’ ανατραπεί το σάπιο σύστημα, δήθεν θ’ ανοίξει το απόστημα να βγει το πύον, δήθεν το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο!
Και ρωτάω τώρα, εγώ: Τη μάσκα που φοράω ολόχρονα, να’ μαι ο καλός υπάλληλος, ο σωστός επαγγελματίας, θέλω δεν θέλω, μπορώ δεν μπορώ, και το μέσα μου να βράζει κι άντε μην πω τι λέει το μέσα μου, κάνει να τη βγάλω έτσι γι’ αλλαγή; Πρέπει, λέει, να μασκαρευτείς, σε χορούς, ξεφαντώματα, έτσι είναι το έθιμο. Ποιο έθιμο; Τι απέμεινε απ’ όσα ήταν ξέδομα σε καιρούς σκληρής δουλειάς, με στέρηση κάθε χαράς; Μόνο σε τακτά χρονικά διαστήματα να ξεφεύγει για λίγο ο άνθρωπος. Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα, άντε και κανένα καλοκαιρινό προσκύνημα της Παναγιάς, Αύγουστο που ακόμα κανείς δεν είχε ακούσει για διακοπές και ταξίδια, και που μόνο το αεράκι δρόσιζε τις ψυχές. Πρόνοια της ορθοδοξίας τα διαλείμματα.
Έρχεται, λέει, Τελώνου και Φαρισαίου! Τους Τελώνες, άσ΄ τους. Εδώ, μάνα μου, εδώ, Φαρισαίους να δουν τα μάτια σου! Και μετά, λέει, του Ασώτου. Ε, τώρα πια, παραδίδεσαι. Από ασωτία οι καιροί μας… Κι ύστερα, μακριά Σαρακοστή και νηστεία. Καλά, αυτό το τελευταίο, το ζούνε καιρό τώρα πολλοί, πιστοί και όχι, κι όσο πάει θα το ζούνε κι άλλοι, ατυχώς τα σημεία των καιρών είναι αμείλικτα κι αδιάψευστα. Να αποκρέψουμε μας καλεί η παράδοση. Να κόψουμε το κρέας, λες και το ’χουνε εδώ και καιρό όλοι! Κι εμείς οι γραφικοί, άλλη μια φορά, να ποτίσουμε τις αναμνήσεις στον χορταριασμένο κήπο, όπου κρύβονται, να κρατηθούμε στον κυκεώνα, που μας πήρε και μας σήκωσε. Να θυμηθούμε κούνιες, παιγνίδια, μασκαρέματα αυτοσχέδια της στιγμής, μ’ ό,τι μας βρισκόταν, έτσι για πλάκα, να βγεις απ’ το καλούπι σου για λίγο. Και πειράγματα, αστεία, αθώες φάρσες.
Καθαρή Δευτέρα μετά, με γεύση πικρή σαν την περσινή, όχι από ξιδάτο και μούγκρα, μα απ’ αυτά που ετοιμάζονται για μας χωρίς εμάς και τα καταπίνουμε αμάσητα. Να θυμηθούμε ελιά, κουλούρι, ντομάτα, χορταρικά, άντε και λίγο χαλβά, απλωμένα κατάχαμα στο πράσινο. Ν’ απλωθούμε μετά να μαζέψουμε λαψάνες και μολόχες και πάγκαλλους. Να τηρήσουμε το έθιμο, όχι με ακριβά μαλάκια, ή χίλια άλλα δυο που επινοήθηκαν για την τάχα νηστεία. Ναι, να αποκρέψουμε και φέτος, προς δόξαν του εθίμου, που κι αυτό το μασκαρέψαμε, λίγο-πολύ όπως όλη τη ζωή μας!
ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ ΠΡΕΚΑ
Άρθρο από την εφημερίδα Σημερινη
4/2/2014