«Μῆτερ ἐμή, τί μ᾽ἔτικτες, ἐπεί Θεόν οὔτε νοῆσαι, οὔτε φράσαι δύναμαι τόσον, ὅσον ἐθέλω;»
«Μάνα μου, τί μέ γέννησες, ἀφοῦ οὔτε νά γνωρίσω, οὔτε νά μιλήσω γιά τόν Θεόν μπορῶ, ὅσο τό θέλω;». Ἔχετε ἀκούσει ποτέ τρυφερό-τερο παράπονο ἀνθρώπου πού νά εἶναι μαζί καί ὕμνος ἀγάπης; Μόνο ὁ γιός τῆς «ὀψιτόκου Σάρρας», ὁ «νέος Σαμουήλ», ὅπως αὐτοπροσδι-ορίζεται, ὁ Γρηγόριος, μποροῦσε νά τό διατυ-πώσει. Τόσο φλεγόταν ἡ ψυχή του ἀπό τήν ἀγά-πη πρός τόν Τριαδικό Θεό, ὥστε μόνο γι᾽Αὐτόν ἤθελε νά μιλᾶ, γι᾽Αὐτόν ἤθελε νά ζεῖ, γι᾽Αὐτόν καί νά πεθαίνει.
Τόν Γρηγόριο ἡ ἱστορία τόν ὀνόμασε «Θεο-λογίας πηγήν», «ποταμόν θείας γνώσεως» καί «θεῖον τοῦ Χριστοῦ στόμα». Σαγηνευμένοι ἀπό τήν ἱερή μορφή του• ζητώντας τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου, θά προσπαθήσουμε νά προσλάβουμε κάποια μηνύματα ἀπό τή ζωή καί τόν λόγο του.
****
«Μῆτερ ἐμή, τί μ᾽ἔτικτες, ἐπεί Θεόν οὔτε νοῆσαι, οὔτε φράσαι δύναμαι τόσον, ὅσον ἐθέλω;»
Τά σωματικά μάτια, τοῦ γιοῦ τοῦ Γρηγορίου καί τῆς Νόνας, ἄνοιξαν στό φῶς τοῦ φυσικοῦ ἥλιου τό 329 μ.Χ. στήν Ἀριανζό τῆς Καππαδοκίας. Στίς 25 Ἰανουαρίου τοῦ 390 τά ἴδια ἥμερα μάτια τοῦ ὑψιπέτη ἀετοῦ τῆς Θεολογίας ἔκλεισαν στήν ἴδια πόλη γιά τό φῶς τῆς γῆς. Ἄνοιξαν ἄφοβα στήν θέα καί τήν «μετουσία» τοῦ ἀληθινοῦ φωτός.
Ὁ Γρηγόριος ἦρθε στόν κόσμο αὐτό στήν πιό κρίσιμη ὥρα τῆς πάλης τῶν δύο κόσμων. Τοῦ παλαιοῦ τῆς εἰδωλολατρίας καί τοῦ νέου πού τόν ἔπλασε μέ τό Αἷμα Του πάνω στό Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ ὁ υἱός τῆς Παρθένου.
Ψυχή γεμάτη εὐγένεια, προικισμένη μέ σκέψη λαμπερή, φαντασία μέ γιγάντια φτερά, μέ καρδιά ὁλόκληρη μιά τρυφερή πηγή ποίησης καί λυρισμοῦ θά τολμήσει νά περπατήσει στά «ἴχνη τῆς ἀβύσσου». Δηλαδή θά ἐκζητήσει, ὅπως λέγει τό ἀπολυτίκιό του, τά βάθη τοῦ Πνεύματος. Θά ἐπιχειρήσει νά εἰσδύσει μέ πνεῦμα συντετριμμένο καί καρδιά ταπεινή καί διάθεση μαθητείας, στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Μέ τά γιγάντια ἀετίσια φτερά του θά σελαγήσει στούς αἰθέρες τοῦ οὐρανοῦ γιά νά προσκυνήσει τόν Θεόν. Νά ἰδεῖ τό «κάλλιστον τῶν ὄντων καί ὑψηλότατον». Νά ἀνάψει ἀπ᾽αὐτό τήν ἀνθρώπινη λαμπάδα, καί νά τήν μεταφέρει «θεωμένη» στούς ἀδελφούς του.
Ὁ ἱερός Πατήρ ἔχοντας σαφή ἐπίγνωση τῆς ἀβύσσου πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἰλιγγιᾶ καί φρίττει ὅταν πρόκειται νά καταθέσει λόγο περί Θεοῦ. Γι᾽αὐτό καί ἐπιχειρεῖ, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες, νά προσεγγίσει τή θεία μεγαλειότητα μέ τρόπο ἀποφατικό. Καρπός αὐτῆς του τῆς προσπάθειας εἶναι ὁ «Ὕμνος εἰς Θεόν». Ἕνα ποίημα πού μεταφέρει αὐτόν πού τό διαβάζει στό ἐπέκεινα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, στά ἀπύθμενα βάθη τῆς θείας ἀπειρίας. « Ὤ, λέγει, ἐσύ πού εἶσαι πέρα καί πάνω ἀπό κάθε τί• τί ἄλλο μπορεῖ κανείς νά ψάλλει γιά σένα; Πῶς ὁ λόγος νά σέ ὑμνήσει; ᾽Εσύ μέ κανένα λόγο δέν ὁρίζεσαι. Πῶς ὁ νοῦς νά σέ κατανοήσει; Ἐσύ εἶσαι ἀπρόσιτος στήν ἀνθρώπινη σκέψη. Μόνος ἐσύ εἶσαι ἄρρητος. ... Μόνος ἐσύ εἶσαι ἀκατανόητος. Ἐσύ πού δημιούργησες ὅσα κατανο-οῦνται. Διότι ἐσένα ὅλα ποθοῦν καί γιά σένα ὅλα πονοῦν.... Μέσα σέ σένα βρίσκονται ὅλα. Κι ἐσύ μέ ἕνα βλέμμα σου ἐποπτεύεις τά πάντα».
Ὁ Θεός γιά τόν Θεολόγο Πατέρα ὁ Θεός εἶναι «ὁ Ἕνας καί τά πάντα καί κανένας». Τό ὑπερπλεο-νάζον πλήρωμα τῆς ὑπάρξεώς Του ὑπερβαίνει κάθε μέτρο. Εἶναι ὁ Θεός ὁ «πάντων ἐπέκεινα».
Καί ταυτόχρονα εἶναι αὐτός γύρω ἀπό τόν Ὁποῖο καί μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονται τά πάντα. Εἶναι τό τέλος καί ὁ σκοπός τῶν πάντων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μέ τόν ὕμνο του αὐτό μᾶς ἀποκαλύπτει κάτι τό συγκλονιστικό: Μᾶς λέγει ὅτι τόν Θεό, πού εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό κάθε τι, «ἐπέκεινα πάντων», μποροῦμε νά τόν κλείνουμε μέσα μας, ὅταν τόν ποθοῦμε. Ἐκεῖνος τόν ἐπόθησε, τόν γνώρισε, τόν ἀγάπησε, τόν ὑπερασπίστηκε μέ τή ζωή καί τόν λόγο του σέ ὧρες κρίσιμες τῆς ἱστορίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί κάθε πιστός πού ἔχει πόθο Θεοῦ καί εἶναι γνήσιος ἀναζητητής τῆς Ἀλήθειας, θά τήν βρεῖ τήν Μόνη Ἀλήθεια, τόν Τριαδικό Θεό καί θά τήν κλείσει στήν καρδιά του δῶρο ἀτίμητο καί μοναδικό. Ἄλλωστε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ἐβεβαίωσε πώς αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν Υἱό, θά ἀγαπηθεῖ καί ἀπό τόν Πατέρα. Καί τότε «πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽αὐτῷ ποιήσωμεν». Ὁ Θεός Πατήρ καί ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός του, ἄρα καί τό Πανάγιο Πνεῦμα, ἐφ᾽ὅσον ἑνιαία καί ἀδιαίρετος εἶναι ἡ Ζωοποιός Τριάς, θά κάμουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δικό τους κατοικητήριο. Ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐλογία γιά τόν ἄνθρωπο, ἀδελφοί μου, ἀπό τό νά ἔχει τόν Θεόν μέσα του; Καί μπορεῖ νά ποθήσει κάτι περισσότερο ἀπ᾽αὐτό ὁ ἄνθρωπος;
*******
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει τόν Θεόν, ὅταν ἡ ὕπαρξή του γίνει κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, τότε καθίσταται ἱκανός νά ἀναδεχθεῖ καί τίς μεγαλύτερες θυσίες μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, ὅπως καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.
Ὡς γνωστόν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς περίφημους θεολογικούς λόγους του ἀνάστησε τήν Ὀρθοδοξία στήν Βασιλεύουσα. Κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου συγκαλεῖται τό 381 μ.Χ. ἡ Β´Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ προεδρεία της προσφέρθηκε στόν Γρηγόριο. Ὅταν στήν πορεία τῶν ἐργασιῶν τέθηκε θέμα κανονικό-τητας τοῦ Γρηγορίου, ὁ Ἅγιος ἔδειξε ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. Ἔδειξε ὅτι πράγματι ἡ ψυχή του ἦταν κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Λεπτός καί εὐαίσθητος, ἀλλά καί ταπεινός, ὅπως ἦταν, δέν ἄντεχε νά βλέπει διαιρεμένη τήν Σύνοδο. Ξαφνικά ἀπό τήν προεδρική καθέδρα ἀπήγγειλε λόγους πού ἄφησαν τούς συνέδρους ἔκπληκτους. Ἄν ἦταν αὐτός αἴτιος τῆς διαίρεσης, ἄς ἔπεφτε ὡς ἄλλος Ἰωνᾶς στήν θάλασσα γιά νά παύσει ἡ τρικυμία. Ὁ περίφημος Συντακτήριος λόγος πού ἀπηύθυνε πρός τούς συνέδρους πρίν τήν ἀποχώρησή του, φανερώνει τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. «Ἄνδρες συμποιμένες τῆς ἱερᾶς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ... εἰ... τι ὑμῖν ἐγώ τῆς διαστάσεως αἴτιος... Θρόνου ἐξώσατε, πόλεως ἀπελάσατε, μόνο τήν ἀλήθειαν καί τήν εἰρήνην ἀγαπήσατε...»
Ἄφησεν ὁ «κύκνος» τῆς Βασιλεύουσας τόν πρῶτο θρόνο τῆς χριστιανωσύνης! Κι ἔφυγε! Καί ἄφησε πίσω του ὅσους θέλουν νά ἐρίζουν γιά τά ἱερά. Τό μάθημα πού ἔδωσε εἶναι μοναδικό στούς αἰῶνες: Εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος ὅποιος ἔχει τήν ταπείνωση νά θυσιάζει τή δόξα του παρά ἐκεῖνος πού κάμνει πολλά καί μεγάλα, ὅταν δέν τοῦ τό ζητᾶ ὁ Θεός! Ἀλλοίμονο ἄν ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν βασιζόταν σέ τέτοιου εἴδους θυσίες.
Ἀθῶος ὁ πρωτόθρονος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀμέτο-χος σέ διαιρέσεις καί διχασμούς, προτιμᾶ νά μένει στό περιθώριο. Νά θυσιάζει τόν ἑαυτό του χάριν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἑνότητας. Προτιμᾶ νά αὐτοεξορίζεται παρά νά ἐπιμένει καί νά ζητεῖ δικαίωση ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχει πιό ἠχηρός λόγος περί Θεοῦ ἀπ᾽αὐτόν;
Ὤ, ἀδελφοί μου, ἄν τό μάθημα αὐτό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γινόταν βίωμα καί πράξη στή ζωή τοῦ καθενός ἀπό μᾶς! Πόσο πιό ὄμορφη καί εἰρηνική θά ἦταν ἡ ζωή μας; Πόσο καλύτερα θά ἦταν τά πράγματα γιά ἐμᾶς καί τούς ἄλλους, ἄν χάριν τῆς ἑνότητας καί τῆς ὁμόνοιας τῆς οἰκογένειας, τοῦ τόπου μας, προτιμούσαμε νά θυσιάζουμε τόν ἑαυτό μας!
*****
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μᾶς διδάσκει ἀκόμη μέ τήν θαυμαστή ἁπλότητα μέ τήν ὁποία ἀφήνει τό βιβλίο τῆς ψυχῆς του ἀνοιχτό στόν Θεό καί τόν ἀναγνώστη τῶν ποιημάτων του. Τά ποιήματά του εἶναι ταπεινή ἐξομολόγηση τῆς ψυχῆς του. Σἐ ἕνα του ποίημα μέ τίτλο: «εἰς νόσον» μᾶς στηρίζει στίς δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς μας. Κάποτε, λέγει, ἀνθοῦσα σάν λουλούδι. Μά τώρα ἡ ἀρρώστια μέ ἀφάνισε.... Πές, Χριστέ μου, ἕνα λόγο καί θά σταθῶ στά πόδια μου.... Ξέρω γιά τό καλό μου πονῶ. Μά ἔλα βάλε τό χέρι σου στήν ἀρρώστια μου. Διῶξε την. Κι ἄν πάλι αὐτό δέν εἶναι μέ τή θέλησή Σου, δός νά τήν ὑποφέρω καρτερικά».
Ἡ ἀντιμετώπιση καί τοῦ σωματικοῦ πόνου ἀπό μέρους του, μιλάει μέ τόν καλύτερο τρόπο γιά τόν Θεό.
*****
«Μῆτερ ἐμή, τί μ᾽ἔτικτες, ἐπεί Θεόν οὔτε νοῆσαι, οὔτε φράσαι δύναμαι τόσον, ὅσον ἐθέλω;»
Ἀδελφοί μου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τή ζωή καί τό ἔργο του γίνεται ὁδοδείκτης σ᾽ἐμᾶς τά μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σέ χρόνους κατ᾽ἐξοχήν κρίσιμους. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός καί πεπερασμένος, μπορεῖ νά μεγαλώσει τόσο, ὥστε νά χωρέσει μέσα του τόν ἄπειρο Θεό. Νά γίνει ἡ ψυχή του κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά γίνει κῆπος ἀρετῶν καί παράδεισος εὐτυχίας. Κάτι πού ἰδιαίτερα ποθεῖ καί ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰώνα. Μᾶς γίνεται φωτεινός ὁδοδείκτης μέ τήν ταπείνωση καί τήν αὐτοθυσία του, ὥστε νά μπορέσουμε νά σπάσουμε τά δεσμά τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς αὐτοδικαίωσης καί αὐτοπροβολῆς. Μᾶς μαθαίνει πώς νά δεχόμαστε καί τά δυσάρεστα τῆς ζωῆς μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζει τήν ἀρρώστια του. Ἄς ἀγωνιζό-μαστε νά τόν ἀντιγράφουμε στή ζωή μας. Ἡ ὠφέλεια θά εἶναι ἀνυπολόγιστη.
Γρηγόριος Μουσουρούλης