Πιάνω ξανά και διαβάζω εκείνη τὴν «Πονεμένη Ρωμιοσύνη» του Φώτη Κόντογλου και επιστρέφω μαζί του, οδοιπορώντας μυστικώς στη μαγεία της ιστορίας και της μνήμης και της παράδοσής μας, αλλά και στον βαθύτατο καημό μας, που μας συνοδεύει και παρακολουθεί αιώνες τώρα. Σ’ αυτά επιστρέφω, τα αγιασμένα και μυροβλύζοντα, σ’ αυτό το άρωμα επιστρέφω της Ορθόδοξης ιστορίας και της παράδοσής μας, σ’ όλα εκείνα που θά ’πρεπε νὰ αποτελούν τους άξονες της παιδείας μας, αν θέλουμε να αντέξουμε και νὰ επιβιώσουμε σ’ αυτούς τοὺς βάρβαρους καιρούς της αλλοτρίωσης, της κενότητος και της αθλιότητος. Μὲ όλα εκείνα τα θλιβερά ενὸς ανόητου μοντερνισμού που μας έρχονται από τη Δύση. Όλα εκείνα που μας κουβάλησαν οι νεοφανείς φωστήρες, που θήτευσαν ως ανίδεοι και ανυποψίαστοι στις σχολὲς των Δυτικών και υπέστησαν όλη την απονεύρωση και τον μηδενισμό και τον αφανισμὸ της μνήμης και της ταυτότητός τους.
Αυτούς έχουμε, σκέφτομαι, νὰ διαχειρίζονται την παιδεία μας αλλά και τον ευρύτερο πνευματικό μας βίο, αυτοί περιφέρονται καθημερινώς μέχρι κορεσμού και ανίας στα ΜΜΕ, προβάλλοντας ή διαφημίζοντας την ανοησία και την ασέβεια και απρέπειά τους, ανευλαβείς οι περισσότεροι, υποκρινόμενοι τους δεδιωγμένους και κατατρεγμένους, επικαλούμενοι τὰ δικαιώματά τους, όταν δεν άφησαν κανένα που να μην έχουν καταδιώξει και κυνηγήσει έως θανάτου.
Στην εποχὴ του προοδευτισμού, λοιπόν, ή του λεβαντινισμού, τελούμε, όπως γράφει ο Κόντογλου. Πάνε πενήντα τόσα χρόνια από τη δημοσίευση της «Πονεμένης Ρωμιοσύνης». Πώς να μην είναι, σκέφτομαι, πονεμένη η Ρωμιοσύνη, με όσα άθλια και θλιβερά μας συμβαίνουν; «Η Κύπρος και η παράδοσή της» είναι ένα από τα κείμενα του Κόντογλου, που συναντούμε στο βιβλίο, σ’ εκείνη την ξεχασμένη πια σειρὰ του «Αστέρος», κι εκεί είναι ο καημός του γιὰ την αλλοτριωμένη παιδεία μας, για την ισοπέδωση και τον αφανισμό του προσώπου μας.
«Η Κύπρος που έχει τόση γερή παράδοση κι αγνὸν ελληνισμό, αρχίζει και κείνη να αρρωσταίνει. Να αρρωσταίνει από την πνευματική αρρώστεια, που λέγεται κοσμοπολισμός και νεωτερισμός, δηλαδὴ λεβαντινισμός.
Ο λεβαντινισμός είναι ο πιο σιχαμερός κι ο πιο ύπουλος οχτρός του Ελληνισμού. Γιατί δεν έρχεται σαν φανερός οχτρός, παρὰ χαϊδεύει σαν φίλος και παραπλανά τον πολύν κόσμον πως θα γίνει μοντέρνος, Ευρωπαίος, και τον βγάζει από την αληθινή ζωή του και τον κάνει κούφιον και πεθαμένον…»
Και πιὸ κάτω:
«Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως ο Ελληνισμός δεν χάνεται μονάχα σαν χάσει την πολιτικὴ ελευθερία του, αλλά σαν χάσει την πνευματική ελευθερία του. Στα χρόνια της σκλαβιάς, όσοι αλλαξοπιστούσανε, το έθνος τους λογάριαζε για χαμένους.»
Γυρίζω λοιπόν, μαζὶ με τον Κόντογλου, στις ευθύνες των δασκάλων, σ’ όλους εκείνους πού ’ναι φορείς αγωγής, που όμως παρακολουθούν απαθώς, αν δὲν πρωτοστατούν σ’ αυτή την εξαχρείωση και εξαθλίωση του πνευματικού μας βίου, της παιδείας και της αγωγής μας. Και σκέφτομαι εκείνη τὴν επώδυνη εν πολλοίς καταγγελία του Κόντογλου:
«Και κείνοι οι γραμματιζούμενοι που έχουνε χρέος να φροντίζουνε νύχτα-μέρα για την πνευματική υγεία του, (ενν. του ελληνισμού), αυτοί ίσα-ίσα συνεργούνε στην πνευματική του αρρώστεια…
Όσοι απομείναμε πιστοί στὴν παράδοση, όσοι δὲν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, καταπάνω στη ψευτιά. Καταπάνω σ’ αυτούς ποὺ θέλουνε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρουδιά. Κουράγιο! Ο καιρός θὰ δείξει ποιός έχει δίκιο, αν και δὲν χρειάζεται ολότελα αυτή η απόδειξη.»
Λόγος επώδυνος και σπαρακτικός, λόγος εξομολογητικός ενός κορυφαίου του νεότερου Ελληνισμού, ένας λόγος αυτοσυνειδησίας και αυτογνωσίας, διαχρονικός και αυθεντικός. Λόγος για όλους εμάς, που αφήσαμε την παιδεία μας να διαλυθεί και να καταρρεύσει, οδηγώντας συγχρόνως σε μια πρὸ πολλού καιρού ανιάτως νοσούσα κοινωνία, γυμνή και ρακένδυτη. Παράλληλα, οι όποιοι σχεδιασμοί γιὰ την παιδεία, ερήμην της ελληνορθόδοξης παράδοσης της καθ’ ημάς Ανατολής και παγιδευμένης στα μέτρα του δυτικότροπου, ωφελιμιστικού προοδευτισμού της αλλοτρίωσης, είναι εκ των προτέρων χαμένη και καταδικασμένη.
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ