ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΛΗΡΟΥ
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΟΡΦΟΥ
Β´ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ (2013-2014)
Δ' ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (18.12.2013)
Ὁμιλητής: Οἰκονόμος Κυριακός Ἀ. Παπαγιάννης
Θέμα: Τά ἄμφια τοῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας
«ἐν περιβολῇ ἱματίων μή καυχήσῃ» (Σοφ. Σειρ. 11,4)
Πανιερώτατε,
Ἐν πρώτοις, θά ἤθελα ἀπό καρδιᾶς νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν ἐμπιστοσύνη καί, ἐξαιρέτως, γιά τήν τιμή πού δείξατε πρός τό πρόσωπό μου, μέ τήν ἀνάθεση σ᾽ ἐμένα τῆς ἔρευνας καί παρουσίασης στό ἱερατικό μας φροντιστήριο τοῦ θέματος, «Τά ἄμφια τοῦ κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας».
Περαιτέρω, ζητῶ ταπεινά τήν κατανόησή σας, Πανιερώτατε καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί, γιά τυχόν λάθη ἤ καί παραλείψεις μου.
Ἐπίσης, καλό θά ἦταν, νά ὑπάρξει, στό πέρας τῆς παρουσίασης, μιά ἐποικοδομητικὴ συζήτηση ἤ ἀκόμη καί καλοπροαίρετης κριτική, ὥστε νά ἔχουμε, μαζί καί μέ τή δική σας συμβολή, τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα.
Α. Εἰσαγωγικό σημείωμα
Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἱστορική ἐμβάθυνση στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτό ἀκριβῶς, φανερώνει τή θεϊκή καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ὁ Θεός συναντᾶ καί σώζει τό δημιούργημά Του μέσα στήν ἱστορία. Ὁ κόσμος καί ἡ ἱστορία, πού ἐκτυλίσσεται σέ αὐτόν, ἀποτελοῦν τόν κατεξοχήν τόπο συναντήσεώς μας μέ τόν Θεό. Ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων κατέχει σημαντική θέση στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, κάθε ἐξωτερικό στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας χρῄζει ἑρμηνείας καί διευκρινίσεως, προκειμένου νά συμβάλει ἀποτελεσματικότερα στή συμμετοχή τῶν πιστῶν.
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, κατανοεῖται καί ὁ πατερικός λόγος: «μή κάκιζε τήν ὕλην, οὐ γάρ ἄτιμός ἐστι. Οὐδέν γάρ ἄτιμον, ὅ παρά Θεοῦ γεγένηται ... καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται...». Στά ἐξωτερικά καί ὑλικά στοιχεῖα τῆς θείας λατρείας ἀνήκουν καί τά ἱερά ἄμφια.
Β. Ἡ καθιέρωση τῶν ἱερῶν ἀμφίων
Ὁ ὅρος «ἄμφιον» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ἀμφιέννυμι». Στήν κοινή γλῶσσα σημαίνει τήν ἀμφίεση, τό ἔνδυμα. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, εἰδικότερα, ὡς «ἄμφια» ἐννοοῦνται, τόσο τά καλύμματα τῆς ἁγίας τράπεζας, ὅσο καί τά ἐνδύματα τῶν λειτουργῶν. Ἐπίσης, σέ νεώτερους χρόνους συναντῶνται καί μέ ἄλλες ὀνομασίες, ὅπως «λειτουργικά ἐνδύματα», «ἱερατικά ἄμφια» καί «λειτουργικά ἄμφια». Στά Εὐχολόγια ἀπαντῶνται καί οἱ ὅροι «ἀμφίεσις» ἤ «ἀπαμφίεσις». Προορισμός τῶν ἀμφίων εἶναι ἡ βαθύτατη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς, προκειμένου νά ἐκφράσει τή λατρεία του πρός τόν Θεό μέ τήν καλύτερη καί πολυτιμότερη ὕλη. Ἐξάλλου, ἡ ἔνδυση τοῦ λειτουργοῦ μέ ἱερά ἄμφια, πρίν τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας, δηλώνει τή μετάβαση ἀπό τό κοσμικό στό ἱερό.
Τό ζήτημα τῆς ἀμφίεσης τῶν λειτουργῶν ἀπασχόλησε τήν πατερική διδασκαλία. Πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα, ὅπως οἱ Σεβηριανός Γαβάλων (5ος αἰ.), Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (5ος αἰ.), Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως (8ος αἰ.), Νικόλαος Καββάσιλας (14ος αἰ.) καί Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.).
Ἀρχικά, οἱ λειτουργοί δέν φοροῦσαν εἰδικά ἐνδύματα κατά τήν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἡ λειτουργική ἀμφίεση τοῦ κλήρου ἐπηρεάστηκε καί ἀπό τήν ἰουδαϊκή λατρευτική παράδοση. Σ’ αὐτήν ὀφείλεται καί ἡ συμβολική χροιά, πού τά περιβάλλει, ὅπως μαρτυρεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη. Μετά τή θέσπιση ἐλεύθερης ἄσκησης τῆς χριστιανικῆς λατρείας στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, τά ἱερά ἄμφια δέν διέκριναν ἁπλῶς τούς κληρικούς ἀπό τούς λαϊκούς, ἀλλά ὑποδείκνυαν καί τόν ἀκριβῆ βαθμό τῆς ἱερωσύνης.
Τή θέσπιση τῶν ἀμφίων εὐνοοῦσε τότε καί ἡ κοσμική ἀντίληψη, πού ἐνίσχυε τήν ἐνδυματολογική διαφοροποίηση τῶν ἐπαγγελματικῶν καί κοινωνικῶν τάξεων. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει: «χρήσιμον δέ καί τό τῆς ἐσθῆτος ἰδίωμα, προκηρυττούσης ἕκαστον καί προδιαμαρτυρομένης τό ἐπάγγελμα τῆς κατά Θεόν ζωῆς». Τά ἱερά ἄμφια στήν Ὀρθοδοξία ἀναπτύχθηκαν ἀπό τόν 3ο αἰ. Ἐκτός ἀπό τήν ἰουδαϊκή παράδοση, καί ὁ μοναχισμός ἀποτέλεσε κύριο παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν βασικῶν ἱερατικῶν ἀμφίων. Τά ἱερά ἄμφια, σέ ἐπακριβῶς καθορισμένες μορφές καί χρώματα, συνοδεύουν τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί ἄλλων ἱερῶν τελετῶν, καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ μορφή τους ἀναπτύχθηκε πλήρως μέχρι περίπου τό τέλος τοῦ 9ου αἰώνα. Παρόλο πού αὐτά ἐξελίχθηκαν καί παγιώθηκαν στό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐξακολουθοῦν νά διατηροῦν τήν παλαιά τους μορφή.
Β.1. Τά ἱερατικά ἄμφια
Τά ἱερατικά ἄμφια εἶναι ἑπτά «διά τάς ἑπτά ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί κατανέμονται στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἑξῆς: Τρία γιά τόν βαθμό τοῦ διακόνου (στιχάριο, ὁράριο καί ἐπιμάνικα), γιά τό ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ.
Πέντε γιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἤτοι τά ἄμφια τοῦ διακόνου καί ἐπιπλέον ἡ ζώνη καί τό φαιλόνιο, κατά τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑπτὰ γιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδή τά πέντε τοῦ ἱερέως καί ἐπιπλέον τό ὠμοφόριο καί τό ἐπιγονάτιο (ὁ σάκκος εἶναι στή θέση τοῦ φαιλονίου). Τά ἑπτά ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου δηλώνουν τήν πληρότητα τῆς ἱερωσύνης.
Ἐπιπλέον, πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι στούς χρόνους μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης προστέθηκαν στά ἀρχιερατικά ἄμφια τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου ἡ μίτρα, ὁ μανδύας καὶ ὁ σάκκος, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἰδιαίτερων προνομίων, πού ἔλαβε τότε ὁ πατριάρχης ἀπό τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή. Στή συνέχεια, ἡ χρήση τῶν ἐπιπλέον τούτων ἀμφίων ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅλους τούς ἐπισκόπους. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὁ ὁποῖος κατέχει ὡς προνόμοια ἀπό τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ζήνωνα, ἀπό τό 478 μ.χ., νά φέρει κατά τίς ἱεροτελεστίες πορφυροῦν μανδύα, νά κρατᾶ ἀντί τῆς ἐπισκοπικῆς πατερίτσας, αὐτοκρατορικό σκῆπτρο καί νά ὑπογράφει μέ κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι). Ἐπίσης ἐξαίρεση ἀποτελεῖ καί ὁ Πατριάρχης τῶν Ρώσων, ὁ ὁποῖος φέρει κατά τις ἱεροτελεστίες πράσινο μανδύα, καί στίς δύο κάτω ἄκρες φέρει τά ἀρχικά του ὀνόματός του.
Ἀπό τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ, παράλληλα μέ τή διαμόρφωση ξεχωριστῶν χώρων γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, χρησιμοποιοῦνται στήν Ἀνατολή καί εἰδικά ἄμφια γιά τούς ἱερεῖς. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀκριβή προέλευσή τους, τά ἱερατικά ἄμφια θά διατηρήσουν κάποια ἰδιαιτερότητα στό χρῶμα καί τήν ἐξέλιξή τους, ὥστε νά αποτελέσουν εἰδικά ἄμφια γιά τόν κλῆρο.
Τό ὀράριο, πού φέρει ὁ διάκονος στόν ἀριστερό του ὦμο, συμβολίζει τά φτερά τῶν ἀγγέλων. Τό λευκό ἤ πορφυρό φαιλόνιο, πού φέρει ὁ πρεσβύτερος, συμβολίζει, εἴτε τήν καθαρότητα καί φωτεινότητα τῆς θείας Χάριτος, εἴτε τήν κόκκινη χλαμύδα πού φόρεσαν στόν Χριστό οἱ στρατιῶτες στόν καιρό τοῦ Πάθους. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό ὠμοφόριο, διακριτικό τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καί τῆς ἐξουσίας, τό ὁποῖο ἦταν ἀρχικά μάλλινο, ἀπὸ ἔριο (μαλλί) προβάτου, συμβολίζοντας ἔτσι τό ἀπολωλός πρόβατο, πού ὁ Κύριος ἔφερε στούς ὤμους του. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος γίνεται μιμητής τοῦ ἀγαθοῦ καί μεγάλου Ποιμένα. Στά ἐπισκοπικά ἄμφια περιλαμβάνεται καί ὁ σάκκος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή λέξη «σάκ» καί σημαίνει τό ἔνδυμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως. Οἱ κωδωνίσκοι τοῦ σάκκου συμβολίζουν τό διδακτικό καί κηρυκτικό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ μανδύας, ἄμφιο πολυτελοῦς κατασκευῆς, φοριέται ἀπό τούς ἐπισκόπους πρίν ἀπό τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Εἶναι διακοσμημένος μέ «ποταμούς», πού ἀποτελοῦν καί αὐτοί ἔκφραση τοῦ διδασκαλικοῦ ἀξιώματος. Στά ἐπισκοπικά ἐμβλήματα συμπεριλαμβάνονται ἡ μίτρα, σύμβολο τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου τοῦ Κυρίου, τό ἐγκόλπιο, εἰκόνισμα τοῦ Σωτῆρος ἤ τῆς Θεοτόκου, πού συμβολίζει τήν ἀξία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, καί ἡ ποιμαντική ράβδος ἤ πατερίτσα, σύμβολο τῆς πνευματικῆς καί δικαστικῆς ἐξουσίας. Οἱ ὄφεις τῆς ποιμαντικῆς ράβδου, πού στρέφονται πρός τόν σχηματισμένο σταυρό, μᾶς θυμίζουν τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστέραι», κι ἀκόμη τή νίκη τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τῶν νοητῶν ὄφεων-διαβόλων.
Ἄλλα ἐμβλήματα, πού φέρονται ἀπό τούς ἐπισκόπους, ἀλλά καί τούς πρεσβυτέρους, εἶναι ὁ ἐγκόλπιος Σταυρός καί τό ἐπιρριπτάριο - ἐπανωκαλύμαυχο. Ὁ Σταυρός ἔχει τήν προέλευσή του στά φυλακτά, πού φοροῦσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Τό ἐπιρριπτάριο -ἐπανωκαλύμαυχο ἤ κουκκούλιο - θεωρείται σύμβολο τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης, καθώς καί τῆς ἐν Χριστῷ νηπιότητας καί παιδικῆς ἀκακίας.
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ...