H εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του προφήτου Αββακούμ, της μάρτυρος Μυρόπης και του οσίου Αββακούμ του εν τω όρει της Καλαμιθίας στο Φτερικούδι. Επίσης, εορτάζουμε τη μνήμη του Οσίου Πορφυρίου, του οποίου η αγιοκατάταξη έγινε το Νοέμβριο του 2013.
Ο Προφήτης Αββακούμ προέβλεψε την απελευθέρωση των συμπολιτών του από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα και προείδε τη δόξα του Θεού, η οποία αποκαλύφθηκε στον κόσμο δια του Υιού και Λόγου του Θεού.
Ο όσιος Αββακούμ, μόνασε κοντά στην κοινότητα Φτερικούδι, της επαρχίας Λευκωσίας, στο όρος της Καλαμιθάσας. Υπάρχει εκεί ιερό προσκύνημα, όπου προσέρχονται οι πιστοί ζητώντας την ευλογία του Θεού και τη θεραπεία, με τις πρεσβείες του Αγίου. Ιδιαίτερα θεραπεύει τους κωφούς.
Ο όσιος Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 μ.Χ., στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της Καρυστίας. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και γι’ αυτό ο πατέρας του έφυγε στην Αμερική, για να δουλέψει στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Ο Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Εργάστηκε τρία χρόνια σ΄ ένα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Δωδεκαετής έφυγε για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, από το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και αφοσιώθηκε με πνεύμα απόλυτης υπακοής σε δύο αυτάδελφους Γέροντες.
Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Με πολλή άσκηση και πνευματικό κόπο, ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα. Στα δεκαεννέα του χρόνια, λόγω ασθένειας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Το 1926 χειροτονήθηκε ιερέας στην Κύμη από τον Πορφύριο Γ’, Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης.
Το 1940, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Όσιος Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών, πλησίον της πλατείας Ομονοίας. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον ψυχικό πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, ενώ το καλοκαίρι του 1979, εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο, κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, το 1990, αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τον Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια, και το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν λόγια από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἓν».
Ευλογημένος ο τόπος μας με πλήθος Οσίων και Αγίων, σε κάθε εποχή, που αποτελούν τεκμήρια ότι η πίστη και η ευσέβειά μας είναι ζωντανή. Αυτή την παρακαταθήκη οφείλουμε να μεταλαμπαδεύσουμε ανόθευτη στις επόμενες γενεές της πατρίδας μας.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου