Εφτά μήνες μετά την απόπειρα δολοφονίας του –την πρώτη απόπειρα να τον σκοτώσουν– ο πρόεδρος και Αρχιεπίσκοπος Μακάριος άνοιγε τα χαρτιά του σε Ελλαδίτη δημοσιογράφο. Ήταν Οκτώβριος του 1970, σ’ ένα κρίσιμο φθινόπωρο για την Κύπρο και για τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος ως εθνάρχης έδινε τη μάχη του χρόνου. Τη μάχη να τα προλάβει όλα, σ’ ένα χρόνο που δούλευε προς όλες τις κατευθύνσεις – και πίσω και μπροστά και στο τώρα.
Και σε εκείνο το τώρα του χρόνου, όπως είχε ο Μακάριος απέναντί του τον δημοσιογράφο, έδινε την εντύπωση ενός ισχυρού άντρα. Ενός μη κοινού ανθρώπου, όπου πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του κρύβονταν δυο πανέξυπνα μάτια. Κάτω από το ράσο μια γενναία καρδιά. Από την πρώτη στιγμή, διαπιστώνει ο δημοσιογράφος, καταλαβαίνεις ότι το διαμέτρημα αυτού που κυβερνά την Κύπρο, είναι πολύ μεγαλύτερο από τη θαλάμη του. Είκοσι χρόνια –ώς τότε– Αρχιεπίσκοπος και δέκα πρόεδρος, γνωρίστηκε και μίλησε με 13 Έλληνες πρωθυπουργούς. «Εκείνοι έφυγαν. Αυτός έμεινε…».
Μέσα στο ασκητικό του κορμί, διακρίνει ο δημοσιογράφος, βράζει ένα ηφαίστειο ενεργητικότητας. Το πρόγραμμά του μονίμως γεμάτο. Τέλη του Σεπτέμβρη – αρχές του Οκτώβρη του 1970, ναύλωσε ένα Μπόινγκ, πέταξε στο Κάιρο, προσευχήθηκε στο φέρετρο του φίλου του Νάσερ, του τότε προέδρου της Αιγύπτου, χάθηκε στην αγκαλιά ενός υστερικού πλήθους, περιπλανήθηκε στους δρόμους της αιγυπτιακής πρωτεύουσας, βρέθηκε πάνω σε ένα στρατιωτικό τζιπ, μίλησε με τον Χαϊλέ Σελασιέ, τον Χουσεΐν, τον Αραφάτ, τον Κοσίγκιν. Στο πρόγραμμά του είχε και τον Παττακό, πρωτεργάτη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα και στέλεχος της Χούντας των Συνταγματαρχών. Τον προσκάλεσε σπίτι του!
Και ενώ ο Μακάριος είχε στενές σχέσεις με τους Χουντικούς και παρότι η Ελλάδα τη στιγμή εκείνη της συνέντευξης βρισκόταν υπό ένα τέτοιο αντιδημοκρατικό καθεστώς, ρώτησε τον δημοσιογράφο γελαστός: «Τι νέα από την Ελλάδα;»! Ο δημοσιογράφος τον κοίταξε και απόρησε: «Άραγε από τι υλικά είναι φτιαγμένος αυτός ο άνθρωπος;». Και καταμέτρησε ο δημοσιογράφος όλα τα «θαυμαστά» και «οδυνηρά» του Μακαρίου: «Που απόλαυσε τη δυνατή αγάπη του λαού του. Που ήπιε το φαρμακερό μίσος των εχθρών του. Που έσφιξε το χέρι του Κένεντι και της Ελισάβετ. Που οργάνωσε ένοπλο αγώνα και δημοψηφίσματα. Που “φυλακίστηκε” για 13 μήνες στις Σεϋχέλλες».
Στα 3 και 4 χρόνια
«Θα ‘λεγε κανείς ότι χόρτασε, απόκαμε, πικράθηκε, λύγισε», σημειώνει ο δημοσιογράφος για τον Μακάριο. «Όχι!», διαπιστώνει. «Να ‘τος, όρθιος στις επάλξεις, αγωνιστικός, μα και φιλειρηνικός, ατίθασος, μα και ευλύγιστος, προκλητικός, αλλά και παρακλητικός, να αντιστέκεται στους θυελλώδεις πολιτικούς ανέμους δίχως να αλλάζει θέση: “Θα κερδίσω τη μάχη του χρόνου”». Και η μάχη του χρόνου αφορά την Κύπρο. Την Κύπρο, που τότε το 1970, αντιμετώπιζε και εσωτερικά προβλήματα – και με τους Τούρκους του νησιού. Ο Μακάριος, όμως, δεν βιάζεται. «Ο χρόνος δουλεύει υπέρ των Ελλήνων και κατά των Τούρκων. Γιατί οι Έλληνες έχουν το κράτος, ενώ οι Τούρκοι τη δυστυχία και την κακομοιριά τους. Οι Έλληνες είναι παραγωγικοί, οι Τούρκοι παρασιτεύουν. Οι Έλληνες ευημερούν. Οι Τούρκοι ζητιανεύουν.» Τρίτα χρόνια μετά ήρθε η δεύτερη απόπειρα κατά του Μακαρίου. Το 1974 η τρίτη. Τότε που οι Τούρκοι των ανωτέρω χαρακτηριστικών πολεμούσαν τους Έλληνες των ανωτέρω στοιχείων, στην τουρκική εισβολή.
* «Ο Μακάριος δίνει τη μάχη του χρόνου» από το περιοδικό «Επίκαιρα», αρ. 114, 9/10/1970.
ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΑΚΑΛΛΗ