Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας*
του Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» (Ψαλμ.136,5)
«Σὲ τούτη τὴν πολύπαθη ἐνάλια γῆ ὅπου σταθῶ κι ὅπου βρεθῶ, ὅπου κι ἂν περπατήσω, παντοῦ θὲ ν᾽ ἀντικρύσω πέτρες, τοίχους, ἐρείπια, κάστρα, ναούς, μονές, σπηλιές, ἐπιγραφές, ὄχι βουβούς, μὰ μάρτυρες τρανοὺς ἑνὸς λαμπροῦ κι ἐνδόξου παρελθόντος, κληρονομιὰ βαρύτιμη σ᾽ ὤμους σημερινούς, ἀσθενικούς, ποὺ ὅμως πρέπει καὶ μπορεῖ νὰ ρυθμίζει τὸ παρὸν καὶ νὰ σφυρηλατεῖ τὸ μέλλον τοῦ τόπου τούτου, τοῦ πολύκλαυστου καὶ ἱεροῦ.»
Τὸ Σάββατο, 24 Αὐγούστου 2013, ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν γράφοντα καὶ δύο ἀγαπητοὺς ἀρχαιολόγους-βυζαντινολόγους, τοὺς κ. Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου καὶ κ. Ἀνδρέα Φούλια, ἔκανε προσκυνηματικὴ περιοδεία σὲ ἰδιαιτέρως σημαίνοντα ἀρχαῖα προσκυνήματα καὶ ἱεροὺς χώρους, ποὺ ἀνήκουν στὴν ὑπὸ παράνομη τουρκικὴ κατοχὴ Μητροπολιτικὴ Περιφέρεια Κυρηνείας. Καὶ ἡ ἔντονη αἴσθηση τῆς ἀλήθειας τῶν πιὸ πάνω στίχων μᾶς συνόδευε καθόλο τὸ ταξίδι.
Πρῶτο σταθμὸ στὴν πορεία τῆς μικρῆς συνοδείας ἀποτέλεσε τὸ μεγαλειῶδες κάστρο τῆς Κερύνειας, ριζωμένο, αἰῶνες τώρα, στὴν ἀκροθαλασσιὰ τῆς ἀρχαίας τούτης πόλης, δίπλα ἀπὸ τὸ γραφικώτατο λιμανάκι της. Χτισμένο ἀρχικὰ ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς, τὸ κάστρο ἀνακαινίζεται ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ Ἑνετούς, ἐνόψει τῆς ἀναμενομένης τότε εἰσβολῆς τῶν Τούρκων. Ὁ ἐντεταγμένος στὸ ἐπιβλητικὸ τοῦτο κάστρο ὡραιότατος καὶ μοναδικὸς στὴν Κύπρο τετρακιόνιος τρουλλαῖος ναὸς (ποὺ ὁ τροῦλλος του δηλ. στηρίζεται σὲ τέσσερεις κίονες), εἶναι ἀφιερωμένος στὸν μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ἕνα ἀπὸ τοὺς κατεξοχὴν προστάτες τῶν βυζαντινῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων, καὶ ἀνάγεται στὰ τέλη τοῦ 11ου αἰώνα. Ὁ ναός, παρὰ τὴν ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τὸ 1974, σώζεται σὲ καλὴ κτιριακὴ κατάσταση, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ εἶναι ἀπογυμνωμένος: Οὔτε τέμπλο, οὔτε εἰκόνες, οὔτε ἁγία Τράπεζα ὑπάρχουν, καὶ τὸ δάπεδο τοῦ Ἱεροῦ εἶναι ἄθλια κατασκαμμένο... Διατηρεῖται εὐτυχῶς σὲ κάποια σημεῖα τὸ βυζαντινὸ ἐπιδαπέδιο μαρμαροθέτημα (opus sectile), ποὺ παραπέμπει σὲ Κωνσταντινουπολίτικη ἐπιρροή. Ἀξιοσημείωτα καὶ τὰ πανέμορφα κιονόκρανα στὴν ἐπίστεψη τῶν κιόνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐκφράστηκε ἡ ὑπόθεση, ὅτι προέρχονται ἀπὸ ἐρείπια παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς τῆς περιοχῆς. Μετὰ τὴν ἐπίσκεψη στὸν ναό, περιηγηθήκαμε σὲ διάφορα τμήματα τοῦ κάστρου, χῶροι τοῦ ὁποίου ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μουσεῖα, ἐκθετήρια, καφενεῖο κ.λπ. Αὐτό, ποὺ διαπιστώνει ἀμέσως ὁ ἐπισκέπτης, εἶναι ὅτι ἔχουν ἐκεῖ μεταφερθεῖ (μετὰ τὸ 1974) πλεῖστες ὅσες λιθανάγλυφες ἀρχαιότητες (κίονες, πεσσοί, σαρκοφάγοι, ἐπιτύμβιες πλάκες, ἀγάλματα, χειρόμυλοι, κ.ἄ.), ἰδιαίτερα στὸν μεσαύλιο χῶρο. Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ἕνα μαρμάρινο ἀποσπασματικὸ παλαιοχριστιανικὸ θωράκιο, προερχόμενο πιθανώτατα ἀπὸ βασιλικὴ τῆς περιοχῆς. Κάπου ἐκεῖ ἀκουμπημένες εἶναι καὶ καμπάνες ναῶν τῆς περιφέρειας Κυρηνείας, σαράντα τώρα χρόνια σιωπηλές... Νὰ τονίσουμε ἀκόμη, πὼς ἐδῶ ἐκτίθενται, ἤδη προπολεμικά, καὶ τὰ εὑρήματα τοῦ περίφημου ναυαγίου τῆς Κερύνειας (ἡ καρίνα τοῦ πλοίου, ὀξυπύθμενοι ροδιακοὶ ἀμφορεῖς, κ.ἄ.), μαζὶ μὲ φωτογραφίες ἀπὸ τὴν εὕρεση καὶ συντήρησή του. Ἀνεβήκαμε καὶ γιὰ λίγο στὰ τείχη, πρὶν ἀναχωρήσουμε, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν πράγματι ἐξαίσια ὁλόγυρα θέα. Στὰ βόρεια, ἁπλώνεται τὸ βαθυγάλανο πέλαγος, πανάρχαιος ἀγωγὸς καλῶν κἀγαθῶν, μὰ καὶ θανατηφόρων δεινῶν, ποὺ σέρνει τὴ ματιὰ καὶ τὴν καρδιὰ ὥς τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Μικρασίας... Στὰ δυτικά, τὸ λιμάνι καὶ τὰ παραθαλάσσια ξενοδοχεῖα. Στὰ νότια, ἡ πόλη, ἀσφυκτικὰ οἰκισμένη, ποὺ ὅλο καὶ ἐπεκτείνεται, καὶ πιὸ πίσω, σὰν ἕνα κυκλώπειο τεῖχος θεογενές, ὁ ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Πενταδακτύλου, ποὺ καταλήγει πέρα ὥς πέρα στὰ ἀνατολικά, καὶ σμίγει μὲ τὴν πρασινογάλανη ἀκρογιαλιά.
Μά, ἐπιτέλους, κατεβήκαμε, γιατὶ ἔπρεπε νὰ προχωρήσουμε. Καὶ οἱ ἐκπλήξεις διαδέχονταν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη: Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ μικρὸ λεωφορεῖο, γιὰ νὰ ἀφήσει νεαροὺς Τούρκους ἐξοδούχους στρατιῶτες. Κι ὁ συνοδεύων ἀξιωματικός, μόλις εἶδε ρασοφόρους, φανερὰ συγκινημένος, μᾶς χαιρέτησε ἐγκάρδια κι ἐκεῖ, μέσα στὸ πλῆθος, ἔσκυψε καὶ πῆρε εὐχή, φιλῶντας τὸ χέρι μας... Αὐθόρμητα, ἔτρεξε ὁ νοῦς στὸ εὐαγγελικὸ ρητό, « καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν » (Ἰωάν. 10, 16). Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!
Ὁ ἑπόμενος βαρυσήμαντος σταθμὸς μᾶς πῆγε πολὺ πιὸ πίσω, σὲ χρόνους καθαρὰ παλαιοχριστιανικούς. Πρόκειται γιὰ μία ἑνότητα δύο σπουδαιοτάτων χριστιανικῶν μνημείων, λαξευτῶν στὸ βράχο, κι ἑνὸς ναοῦ: Ἑνὸς περικλείστου χώρου, μὲ τὸν μερικῶς λαξευτὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαύρας, ὅπου παλαιοχριστιανικὸς τάφος (ἀρκοσόλιο), ποὺ λειτούργησε προφανῶς ὡς πρώιμο ἀσκητήριο-μονύδριο, καὶ ἑνὸς κοιμητηρίου μὲ ἀρκοσόλια (τοξωτοὺς τάφους), ὅπου ἀρχαῖος μονόχωρος ναὸς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἢ Παναγίας Χρυσοκάβας, θεμελιωμένος πιθανώτατα πάνω σὲ παλαιοχριστιανικὴ βασιλική. Προτίμησα στὴ συνάφεια τούτη νὰ παραθέσω σχετικὸ ἀπόσπασμα προσφάτου δημοσιεύματος στὴν (Ἐφημερίδα Φιλελεύθερος (Φύλλο 28ης Ἰουλίου 2013), τοῦ ἐκ τῆς ἱεραποδημικῆς συνοδείας καὶ εἰδήμονος στὸ θέμα, ἀγαπητοῦ Ἀνδρέα Φούλια, μὲ τίτλο: «Η Χρυσοκάβα στην Κερύνεια. Επίσκεψη στο χώρο μετά την εξαίρεσή του από στρατιωτική ζώνη του τουρκικού στρατού κατοχής.»
«Αφορμή για το κείμενο αυτό έδωσε επίσκεψή μας πριν τρία χρόνια, αλλά και πρόσφατα, στην περιοχή της Χρυσοκάβας στην Κερύνεια, η οποία περιλαμβάνει τρία εξαιρετικής σημασίας βυζαντινά μνημεία: Το παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο (4ος-7ος αι.), τον καμαροσκέπαστο ναό της Αγίας Αικατερίνης και τον εν μέρει λαξευτό ναΐσκο της Αγίας Μαύρας με τις σημαντικότατες βυζαντινές τοιχογραφίες του 10ου αι. Από τα μνημεία αυτά, μόνο το τελευταίο είναι κηρυγμένο ως Αρχαίο Μνημείο πίνακα Α΄ από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιθανότατα γύρω στο 2009, μέρος της περιοχής εξαιρέθηκε της στρατιωτικής ζώνης, όπου είχε υπαχθεί από το τραγικό καλοκαίρι του 1974, με αποτέλεσμα το ναΰδριο της Αγίας Μαύρας να καταστεί προσβάσιμο. Φαίνεται ότι πρόσφατα το κατοχικό καθεστώς έχει εξαιρέσει και την περιοχή που περιλαμβάνει το κοιμητήριο και το ναό της Αγίας Αικατερίνης, με απώτερο σκοπό, εξ όσων πληροφορούμαστε, την τουριστική προβολή και εκμετάλλευσή του.
Η παραθαλάσσια περιοχή της Χρυσοκάβας βρίσκεται περίπου 1 χλμ. ανατολικά του κάστρου της Κερύνειας, δίπλα από το νέο λιμάνι της πόλης. Το τοπίο της περιοχής χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη παρουσία όγκων πωρόλιθου, γι’ αυτό από τα αρχαία χρόνια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλές αλλοιώσεις. Παρά το γεγονός ότι στην περιοχή δεν έγιναν πριν το 1974 οποιεσδήποτε αρχαιολογικές ανασκαφές, από τις σύντομες όμως μελέτες, επισκοπήσεις και φωτογραφικό υλικό των George Jeffery και Γεώργιου Σωτηρίου, προκύπτει ότι ο χώρος έχει σημαντικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Το παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο
Πιθανότατα μετά την εγκατάλειψη του λατομείου, μέρος του χώρου χρησιμοποιήθηκε ως χριστιανικό κοιμητήριο, όπως μαρτυρούν τα χριστιανικά σύμβολα στους λαξευτούς τάφους. Δυστυχώς το κοιμητήριο αυτό καταστράφηκε στο μεγαλύτερό του μέρος από λατόμηση κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Διασώζονται μόνο ορισμένοι νεκρικοί θάλαμοι και αρκοσόλια (τοξωτοί τάφοι) με εγχάρακτο φυτικό διάκοσμο γύρω από το τόξο, σταυροί και μονογράμματα, o χαρακτήρας των οποίων όμως δεν βοηθά στη χρονολόγησή τους. Είναι από τα λίγα παλαιοχριστιανικά κοιμητήρια, που εντοπίστηκαν στην Κύπρο.
Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης
Δίπλα από το κοιμητήριο υπάρχει ναός αφιερωμένος στην Αγία Αικατερίνη, ο οποίος όμως στους Κερυνιώτες ήταν γνωστότερος ως Παναγία Χρυσοκάβα. Η Αθηνά Ταρσούλη και η Μαρία Παρασκευοπούλου αναφέρονται στη συνήθεια γυναικών, ελληνίδων και τουρκάλων, να απλώνουν τα πλυμένα σεντόνια του γάμου έξω από την εκκλησία πριν το γάμο για να στεγνώσουν, ενώ εκεί κοντά υπάρχει και μια αγριοσυκιά, δίπλα σε θαυματουργό αγίασμα, όπου οι πιστοί κρεμούσαν διάφορα τάματα.
Ο βυζαντινός μονόχωρος ναός της Αγίας Αικατερίνης φαίνεται να υπέστη δραστικές επεμβάσεις, ειδικά στο δυτικό του τμήμα, που πιθανότατα αποτελεί προσθήκη της Φραγκοκρατίας, ενώ δεν αποκλείονται και μεταγενέστερες επιδιορθώσεις. Ο ναός έχει δυο εισόδους, μια στη δυτική και άλλη στη νότια πλευρά. Στο υπέρθυρο της νότιας εισόδου υπάρχει πρόχειρα χαραγμένος σταυρός, πιθανότατα της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Ούτε αυτός ο ναός ξέφυγε από τη λεηλασία δυστυχώς: ανατολικότερα της νότιας εισόδου, στον εξωτερικό τοίχο, σωζόταν μέχρι το 1974 κτιστό τόξο τάφου, φράγκικη προσθήκη του 14ου ή 15ου αιώνα. Το τόξο αυτό δυστυχώς σήμερα έχει εξαφανιστεί, ενώ παραμένει ως μάρτυρας μόνο το αποτύπωμά του …
Το λαξευτό ναΰδριο της Αγίας Μαύρας
Το ναΰδριο της Αγίας Μαύρας βρίσκεται σε ένα περίκλειστο ουσιαστικά χώρο, που ενώνεται με άλλο χώρο λατόμησης μέσω στενής σήραγγας. Στο ναΰδριο αυτό περικλείεται κιβωτιόσχημη εγκοπή στο ανατολικό του τμήμα, διαστάσεων 2.10μ. Χ 0.85μ., στην οποία θα μπορούσε να τοποθετηθεί ξύλινη ή λίθινη σαρκοφάγος. Η εγκοπή αυτή βρίσκεται πολύ ψηλά από το αρχικό δάπεδο, 2.40μ. περίπου, θυμίζοντας τους μεταγενέστερους τάφους του Αγίου Νεοφύτου στην Εγκλείστρα, τον λαξευτό τάφο στο «Παλαιό Έγκλειστρο» κοντά στα Κούκλια της Πάφου, όπως και το υπερυψωμένο αρκοσόλιο στο κοιμητήριο της αρχαίας Λάμπουσας.
Τα τοιχώματα του λατομείου στην Κερύνεια είναι κατακόρυφα και προσφέρουν απομόνωση και ασφάλεια, γι’ αυτό και έχει εκφρασθεί η γνώμη από τον Αθανάσιο Παπαγεωργίου, ότι εδώ υπήρχε ασκητήριο, που αργότερα μετατράπηκε σε μικρό μοναστήρι, ένα από τα αρχαιότερα λαξευτά μοναστήρια της Κύπρου. Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος τάφος στο λατομείο αυτό. Ο περίκλειστος χώρος, όπου ο ναΐσκος της Αγίας Μαύρας, απέχει από την παραλία και το χριστιανικό λαξευτό κοιμητήριο με την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης γύρω στα 200μ.
Από την επιτόπια εξέταση των σημαντικών βυζαντινών τοιχογραφιών του 10ου αι., διαπιστώσαμε δυστυχώς και εδώ προσπάθεια βίαιης αποτοίχισής τους, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή ενός από τους αγγέλους της Ανάληψης, του προσώπου του Χριστού από την ίδια σκηνή, όπως και των προσώπων του τελευταίου και προτελευταίου αποστόλου, όπως σώζονταν μέχρι και τον Ιούλιο του 1974. Έχει επίσης καταστραφεί σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπο του Αγγέλου, που ομιλούσε στην κουστωδία των αποστόλων. Η συντήρηση και στερέωση των διασωθεισών τοιχογραφιών είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία.»
Ὁ ὅλος αὐτὸς σπουδαιότατος ἁγιασμένος χῶρος, λόγῳ τοῦ μακρόχρονου ἐγκλωβισμοῦ του σὲ στρατιωτικὴ ζώνη, εὑρίσκεται σήμερα σὲ θλιβερὴ καὶ ἄθλια κατάσταση: Παντοῦ ἄγρια βλάστηση, σκουπίδια ὅλων τῶν εἰδῶν, μπάζα... Χρειάζονται ἀσφαλῶς συντονισμένες προσπάθειες γιὰ ἀποκατάστασή του, ὅσο εἶναι δυνατόν, «ἵνα μὴ χεῖρόν τι γένηται».
Στὴ συνέχεια κατευθυνθήκαμε σ᾽ ἕνα ἄλλο ἐπίσης σημαντικώτατο πρώιμο χριστιανικὸ προσκύνημα, τοὺς Ἁγίους Φαίνοντες ἢ Φανέντες, ποὺ βρίσκεται περὶ τὸ ἕνα χιλιόμετρο βορείως του χωριοῦ Ἅγιος Ἐπίκτητος καὶ παραθαλασσίως, πάνω στὴ βραχώδη ἐκεῖ ἀκτή, καὶ ποὺ ἔχει μετατραπεῖ ἀπὸ τοὺς μωαμεθανοὺς κατακτητὲς τῆς νήσου (1571) σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος.
Οἱ ἐλάχιστα σήμερα γνωστοὶ τοῦτοι ἅγιοι, γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῶν ὁποίων δημιουργήθηκε σὺν τῷ χρόνῳ ἀρκετὴ σύγχυση, ἦσαν ἑπτὰ στὸν ἀριθμό, ἀλλὰ δὲν μᾶς εἶναι σήμερα γνωστὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό τους. Προφανῶς ὅμως μαρτύρησαν, εἴτε κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων, εἴτε κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς κατὰ τῆς Κύπρου ἐπιδρομές, τὰ δὲ ἱερά τους λείψανα μεταφέρθηκαν καὶ τέθηκαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σὲ ἀπόκρημνο παραθαλάσσιο σπήλαιο, ὅπου σήμερα τὸ ὡς ἄνω τέμενος. Στὸν χῶρο ἐκεῖνο ἀκούγονταν οὐράνιες ψαλμωδίες καὶ ἐνεργοῦνταν πλήθη θαυμάτων στοὺς προστρέχοντες μὲ πίστη στὴ χάρη τῶν ἁγίων Φαινόντων. Τὴν ἀρχαιότερη καὶ βασικὴ πηγὴ γιὰ τοὺς ἁγίους τούτους ἀποτελεῖ ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἰουδαίων (ἡ μνήμη του στὶς 26 Δεκεμβρίου), ποὺ ἔζησε τὸν ἔνατο αἰῶνα καὶ ἐπισκέφθηκε, κατόπιν θείας ὀπτασίας καὶ θαυμαστῆς πρόσκλησης τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμιθοῦντος, τὴν Κύπρο, προερχόμενος ἀπὸ τὴ μονὴ Φλουβουτῆς, κοντὰ στὴ Νίκαια τῆς Μικρασίας. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ σχετικὰ ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Βίου (BHG 370) ἀπὸ τοὺς Βολλανδιστὲς (Acta Sanctorum, Novembris, t.IV [1925], σελ. 635,636, 637): «Κάποτε, κατὰ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν (ὁ ὅσιος Κωνσταντῖνος), ἔχοντας στὰ δεξιά του σεβάσμια εἰκόνα τοῦ μεγάλου ἐκείνου Σπυρίδωνος..., αὐτὸς λοιπόν, μέσῳ τῆς εἰκόνας του, φάνηκε σὰν νὰ ὁμιλοῦσε στὸν μακάριο (Κωνσταντῖνο) κατὰ τὴν προσευχή του (καὶ τοῦ εἶπε): ῾῾ Ἔχεις λάδι ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ἄναψε λοιπὸν τὸ κανδήλι μου ἐδῶ, καί, ἀναχωρῶντας ἀπὸ τὴ μονή σου, πήγαινε στὴν Κύπρο κι ἐγώ, ἀφοῦ σὲ ὑποδεχθῶ ἐκεῖ, θὰ σοῦ παράσχω κάθε βοήθεια.᾽᾽[Ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἀναχώρησε ἀπ᾽τὴ μονή του, ξανάκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, νὰ τοῦ λέγει:] ῾῾ Ἔξελθε, μὴ φοβοῦ, μετὰ σοῦ ἡ χάρις μου ᾽᾽. [ Μετὰ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας, μεταβαίνει ὁ Κωνσταντῖνος] «στὴν πόλη Ἀττάλεια, ἀπὸ τὴν ὁποία συνηθίζουν νὰ ἀναχωροῦν οἱ περισσότεροι, ποὺ μεταβαίνουν στὴν Κύπρο... Μόλις λοιπὸν ἀποβιβάστηκε στὸ νησί, συναντάει κάποιους ντόπιους ἄνδρες, καί, ὅπως συνήθιζε ὁ μακάριος νὰ ζητᾶ νὰ πληροφορεῖται γιὰ πνευματικὰ πράγματα μᾶλλον, παρὰ γιὰ βιοτικά, μαθαίνει ἀπ᾽αὐτοὺς κάτι ἀπ᾽ ἐκεῖνα, ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Τοῦτο δὲ ἦταν, ὅτι σὲ κάποιο τόπο τοῦ νησιοῦ, δυσπρόσιτο καὶ ἀπόκρημνο, κατάκεινται ἱερὰ λείψανα ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν Φαίνοντες, καὶ ἐκεῖ ἀκούγεται οὐράνια ἱερὰ ψαλμωδία. Εἶναι δὲ τόσος μεγάλος ὁ σεβασμὸς τῶν περιοίκων πρὸς τοὺς ἁγίους, ὥστε, νὰ καταφρονοῦν μὲν τὸν ἐπικίνδυνο ἐκεῖνο κρημνὸ καὶ νὰ τελοῦν πανήγυρη πρὸς τιμή τους κάπου ἐκεῖ πλησίον, μόνος δὲ ὁ ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν ἐκείνων (τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης, ἀσφαλῶς δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος Κυρηνείας), νὰ τολμᾶ νὰ πλησιάζει στὴ σωρὸ ἐκείνη (στὸ ταφικὸ δηλ. σπήλαιο τῶν ἁγίων) καὶ νὰ κατεβάζει ἀπὸ ἐπάνω μπροστὰ στὸ σπήλαιο τὸ θυμιατήριο, γιὰ νὰ μεταδίδει σ᾽ αὐτὰ τὴν εὐωδία τῶν ἀρωμάτων (τοῦ θυμιάματος). Μόλις τὰ ἄκουσε τοῦτα ὁ μακάριος, χωρὶς καθόλου νὰ ἀναβάλει, μεταβαίνει πρὸς τὴν ἱερὴ ἐκείνη σορὸ (τῶν ἁγίων), μὴ ὑπολογίζοντας διόλου τὸν κίνδυνο... Ἀφοῦ λοιπὸν μπῆκε σ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἀπόκρημνο σπήλαιο, ἐνῶ ἔδυε ἤδη ὁ ἥλιος, διανυκτέρευσε μέχρι τὸ πρωὶ μαζὶ μὲ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα λείψανα, τιμῶντας τα μὲ ὑμνωδία καὶ ἀμώμητη προσευχή, στολίζοντας ἔτσι κατὰ κάποιο τρόπο τὴ χάρη τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου χώρου.
Τοῦ ἦλθε δὲ ἐπιθυμία, νὰ μὴν ἀναχωρήσει ἀπ᾽ ἐκεῖ κενὸς τῆς συνοδίας τῶν ἁγίων. Ἐνῶ δὲ διαλογιζόταν τοῦτο, βλέπει ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα λείψανα νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὸν σύνδεσμο τῶν ἄλλων μὲ δική του κίνηση, σὰν νὰ ἔδειχνε φανερὰ στὸν μακάριο ὅτι ἤθελε νὰ γίνει δικό του ἀπόκτημα, ἐφόδιο σωτηρίας. Αὐτὸς δέ, ἐννοῶντας ὅτι ἦταν ἐκ Θεοῦ τὸ γεγονός, προσευχήθηκε μὲν στὸν Θεὸ γιὰ τὴ χάρη τούτη, εὐχαρίστησε δὲ καὶ τοὺς ἁγίους γιὰ τὴ φιλοξενία. Καί, μὲ πόθο καὶ δάκρυα, ἐκτείνοντας μὲ κάθε εὐλάβεια τὸ χέρι του, λαμβάνει τὸ ἀποκομμένο ἐκεῖνο τμῆμα λειψάνου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀντίχειρας (δάκτυλο δηλ. ἑνὸς χεριοῦ τῶν λειψάνων ἐκείνων), καὶ τὸ κρύβει προσεκτικὰ ἐπάνω του, θησαυρίζοντας ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀνεξάλειπτο πλοῦτο πίστεως. [Κατόπιν, ἐπειδὴ ὁ ὅσιος συνδέθηκε μὲ κάποιο μοναχό, ποὺ προσπάθησε καταρχὴν νὰ τοῦ κλέψει τὸ τίμιο λείψανο, ὕστερα δέ, ἀποτυγχάνοντας, τὸν ἔπεισε νὰ τὸ ἀποθέσει σὲ ἕνα μοναστήρι στὴν Κύπρο, τοῦ ἐμφανίζονται οἱ ἅγιοι Φαίνοντες, ἐμποδίζοντάς τον ἀπὸ τὴν πράξη αὐτή]. Καὶ ἔτσι, ὅταν τελείωσε ἡ οὐράνια ἐκείνη ὀπτασία, ἡ ὁποία συμπλήρωνε τὸ στεφάνι τῶν ἑπτὰ ἱερῶν ἐκείνων μαρτύρων, ὅπως φάνηκε στὸ ὄνειρο τοῦ μακάριου [Κωνσταντίνου], παρέμεινε εὐχαριστῶντας... τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς μάρτυρές του, γιὰ τὴν ἐπιθυμία τους νὰ παραμένουν μαζί του.»
Ἐκτὸς τῆς ἀρχαίας αὐτῆς σπουδαίας μαρτυρίας γιὰ τοὺς ἁγίους μας, ἀναφέρονται σ᾽ αὐτοὺς καὶ οἱ μεσαιωνικοὶ χρονογράφοι Λεόντιος Μαχαιρᾶς καὶ Φλώριος Βουστρώνιος, ἂν καὶ τοὺς ἐντάσσουν, λόγῳ ἀγνοίας, στοὺς ἐκ Συροπαλαιστίνης ἐλθόντες στὴν Κύπρο καὶ ὡς 300 θεωρουμένους ὁσίους, οἱ ὁποῖοι τελειώθηκαν ἀσκητικὰ στὸ νησί μας. Γράφει συγκεκριμένα ὁ Μαχαιρᾶς στὸ Χρονικό του (ἔκδ. R.M. Dawkins, Oxford 1932, Vol.I, σελ. 36, § 36): « Ὁμοίως εἰς τὴν γῆν τοῦ Κάζα Πιφάνη (στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Καζάφανι, ποὺ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο) πρὸς τὸν βορέαν εὑρίσκεται μία περνιέρα γεμάτη λείψανα, ὅγοιον (ποὺ) λέγονται Ἅγιοι Φανέντες καὶ τὰ λείψανα ἐστεγνῶσαν καὶ ἦλθαν καὶ ἐκολλῆσαν ὥσπερ πέτρα, καὶ ἂν ἐβγῇ κανέναν βαρὺ ὡς γοιὸν πέτρα, καὶ εἶναι ἀποὺ τοὺς τ´ (τριακοσίους), ὅπου φύγαν ἀπὲ τὴν Συρίαν.» Ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Φλ. Βουστρώνιου.
Ὁ ναὸς-μαρτύριο τῶν Ἁγίων Φαινόντων καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους μὲ τὴν κατάληψη τοῦ νησιοῦ ἀπ᾽αὐτοὺς (1571) καὶ μετατράπηκε σὲ τέμενος. Ἔκτοτε οἱ ἅγιοι τιμῶνταν, γιὰ τὰ πολλά τους θαύματα, καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, πού, σὺν τῷ χρόνῳ, τοὺς θεώρησαν ὡς ἑπτὰ «μουσουλμάνους ἁγίους»! Τὸ ἐν λόγῳ τέμενος εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους κατὰ τὰ νεώτερα χρόνια, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ ἐπισκέπτονταν ἀνέκαθεν τὸ ὑποκείμενο σπήλαιο τῶν ἁγίων, ἀνάβοντας κεριά, τῶν ὁποίων τὰ ἴχνη εἶναι ἐμφανὴ μέχρι σήμερα (οἱ μωαμεθανοὶ δὲν ἀνάβουν κεριὰ στοὺς χώρους λατρείας τους). Εἶναι μετὰ τὸ 1974, ποὺ ἀνακαινίσθηκε τὸ τέμενος, ποὺ ἔλαβε τὴν ὀνομασία Hazaret Omer, καὶ ποὺ φαίνεται ἀνήκει σὲ μωαμεθανικὸ τάγμα τῶν