Τὴν Τρίτη, 30 Ἰουλίου 2013, ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, μὲ τὴ συνοδεία τριῶν κληρικῶν καὶ ἑνὸς ἱεροψάλτου ἀπὸ τὴ Μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου, τέλεσαν μικρὴ προσκυνηματικὴ περιοδεία σὲ σημαντικὰ παλαιὰ προσκυνήματα, ποὺ ἀνήκουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πάφου.
Πρῶτος σταθμὸς τῆς ἱεραποδημίας αὐτῆς ὑπῆρξαν τὰ ἱερὰ σπήλαια τῶν ἁγίων Βαρνάβα καὶ Τίμωνος, πλησίον τοῦ εὐλογημένου χωριοῦ Βάσα Κοιλανίου, στὴν ὁποία καὶ ὑπάγονται. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις πρόκειται γιὰ ταφικὰ σπήλαια-κοιμητήρια ρωμαϊκῆς περιόδου, λαξευτὰ στὸν βράχο, στὴν ἴδια πλευρὰ τοῦ λόφου ἐκείνου, τὰ ὁποῖα σὲ μεταγενέστερη περίοδο λειτούργησαν ὡς χριστιανικὰ ἀσκητήρια.
Στὸ πρῶτο κατὰ σειρὰν σπήλαιο διῆλθε τὸ ἡσυχαστικὸ στάδιο καὶ τελειώθηκε ἀσκητικὰ ὁ ὅσιος Βαρνάβας, ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἁγίους, ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὴ Συροπαλαιστίνη κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο στὸ νησί μας. Στὸ ὄνομά του ἦταν ἀφιερωμένος ναὸς καὶ Μονὴ στὴ σημερινὴ Βάσα, ποὺ δυστυχῶς γκρεμίστηκαν τὸ 1897, γιὰ νὰ κτισθεῖ στὴ θέση τους ὁ σημερινὸς ναὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Στὸν ναὸ τοῦτο, ὅπου θησαυριζόταν ἀρχικά, μετακομισθὲν ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ σκῆνος τοῦ ὁσίου Βαρνάβα, σήμερα φυλάσσεται ἡ ἁγία του κάρα σὲ ἰδιαίτερη ἀργυρὴ παλαιότερη λειψανοθήκη, ἐνῶ σὲ ἄλλη σύγχρονη εὑρίσκεται μέρος τῶν ἱερῶν του λειψάνων. Στὸν αὐτὸ ναὸ φυλάσσονται καὶ δύο παλαιές του εἰκόνες, μία τοῦ 15ου αἰ. καὶ ἄλλη τοῦ 19ου αἰ.
Στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Βαρνάβα ὑπῆρχαν ἀρκοσόλια (τοξωτοὶ τάφοι ρωμαϊκῆς περιόδου, λαξευτοὶ στὸ βράχο), μόλις ὅμως διακρινόμενα σήμερα, ἕνεκα μεταγενεστέρων ἐπεμβάσεων διεύρυνσης τοῦ σπηλαίου, γιὰ λειτουργία του ὡς ναοῦ. Στὴν ὀροφὴ μάλιστα τὸ σπήλαιο τοῦτο χρήζει στερέωσης, ἕνεκα ρωγμῶν.
Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ σύντομη προσκύνηση στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Βαρνάβα, ἡ συνοδεία μετέβη στὸ ἑπόμενο, τοῦ Ἁγίου Τίμωνος, ὅπου, μὲ τὴ μέριμνα τοῦ ἀγαπητοῦ ἐφημερίου τῆς Βάσας, π. Νικολάου, τελέστηκε πανηγυρικὴ Ἀκολουθία Ὄρθρου καὶ Θείας Λειτουργίας, πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Τίμωνος, κατὰ μετάθεση τῆς ἡμέρας μνήμης του ἀπὸ τὶς 28 Ἰουλίου, ἐπειδὴ ἐφέτος συνέπεσε ἡμέρα Κυριακή, στὴν 30ὴ τοῦ ἰδίου μηνός. Τὴ Θεία Λειτουργία τέλεσε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Καλογήρου, ψαλλόντων τοῦ Πανιερωτάτου καὶ τῆς συνοδείας αὐτοῦ. Στὴν Ἀκολουθία, ποὺ τελέσθηκε μὲ κατανυκτικὴ μεγαλοπρέπεια, παρέστη καὶ μικρὸς ἀριθμὸς πιστῶν, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων μετέσχον ἐν τέλει καὶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἀναφορικῶς πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐνταῦθα τιμωμένου ἁγίου, εἰκόνα τοῦ ὁποίου (16ου αἰ.) φυλάσσεται στὸν ὡς ἄνω ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Βάσας, πρόκειται προφανέστατα περὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἄνδρα, μαθητοῦ καὶ συνοδίτου τῶν ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου, ἀρχικὰ νεωκόρου σὲ εἰδωλεῖο στὸν Κρομμυακίτη (σημ. Κορμακίτη), ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἐτελειώθη ἀσκητικῶς ἐνταῦθα (περισσότερα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Τίμωνος μπορεῖ κάποιος νὰ διαβάσει στὸ σχετικὸ λῆμμα στὸν τομέα «Ἁγιολογία» τῆς παρούσης ἱστοσελίδος). Τὸ ἐν λόγῳ σπήλαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τοῦ Ὁσίου Βαρνάβα, διατηρήθηκε σχεδὸν ἀνέπαφο, στὴν ἀρχικὴ κατάστασή του. Σ’ αὐτὸ σώζονται ἄριστα τρία ἀρκοσόλια.
Μετὰ τὴν Ἀκολουθία, ἡ συνοδεία μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς μετέβησαν γιὰ λίγο καὶ πάλιν στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Βαρνάβα, καθὼς καὶ στὸν παρακείμενο ὡραιότατο νεόδμητο ναό του, καὶ κατόπιν στὴν φιλόξενη οἰκία τοῦ καλοῦ π. Νικολάου στὴ Βάσα, ὅπου ἔτυχαν ἀβραμιαίας φιλοξενίας.
Στὴ συνέχεια, ἡ ἐκ Μόρφου συνοδεία μὲ τὸν π. Νικόλαο (foto f) καὶ ὁρισμένους ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη τῶν πιστῶν συνέχισαν τὴν προσκυνηματικὴ ὁδοιπορία τους. Ἀρχικῶς ἐπισκεφθήκαμε τὸν μεγαλοπρεπὴ ναὸ τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου στὸ Ἄρσος, ὅπου μᾶς ὑποδέχθηκε φιλοφρόνως ὁ καλὸς τῆς κώμης ἐφημέριος π. Μιχαήλ, ἐξάγοντας πρὸς προσκύνηση λειψανοθήκη μὲ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου. Ἀξιοσημείωτη ἐδῶ ἡ μεγάλων διαστάσεων μοναδικὴ προσκυνηματικὴ εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ποὺ συντηρήθηκε πρὶν μερικὰ χρόνια, χρονολογούμενη γύρω στὸ 1280, μὲ παραστάσεις-μικρογραφίες περιμετρικὰ ἀπὸ τὸν Βίο του. Μετὰ τὴν τέλεση ὑπὸ τοῦ ἁγίου Μόρφου συντόμου Παρακλήσεως, ἐπισκεφθήκαμε τὸν ναΐσκο ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς ἁγίας Μαριάμνης, ἀδελφῆς τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, προσαρτημένο στὸν ἐν λόγῳ ναό, ποὺ ἔχει διαμορφωθεῖ σὲ Σκευοφυλάκιο, ὅπου σημαίνοντα παλαιὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐκθέματα.
Μετὰ ἀπὸ μικρὸ ἀναψυκτικὸ κέρασμα στὸ παρακείμενο κέντρο, εὐγενὴ προσφορὰ τοῦ ἀγαπητοῦ Κοινοτάρχη Ἄρσους, μεταβήκαμε γιὰ προσκύνηση τοῦ ναοῦ καὶ τάφου τοῦ παρὰ τὴν Ποταμιοῦ ἀσκητικῶς τελειωθέντος ὁσίου Μνάσωνος. Τὸ σπουδαιότατο τοῦτο ἐκκλησιαστικὸ μνημεῖο, τοῦ ὁποίου ἄρχισε ἀπὸ τοῦ ἔτους 2008 ἡ συντήρηση καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀποκατάσταση ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων Κύπρου, ἐνεποίησε σὲ ὅλους ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Κάτω ἀπὸ τὸν ἐπιμήκη ἐκεῖ μονόχωρο ναὸ (χρονολογούμενο περ. στὸν 15ο αἰ.) εὑρίσκεται ταφικὴ σήραγγα, όπου καὶ ὁ τάφος (κενοτάφιο) τοῦ ὁσίου Μνάσωνος (ἀρκοσόλιο) . Ἡ πρόσβαση στὴν ὑπόσκαφη ταφικὴ τούτη κρύπτη γίνεται μέσῳ κλίμακας στὰ δυτικὰ τοῦ ναοῦ, ἐνῶ στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς σήραγγας ὑπάρχει ἄλλη κλίμακα, ὁδηγοῦσα στὴν ἔξοδο, δίπλα ἀπὸ τὸ Ἱερό. Ἡ ὑπόγεια δίοδος ἔχει στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς ὀροφῆς ἀεραγωγό-φωταγωγό. Ὑπάρχει ἀρκετὴ ὁμοιότητα τοῦ ταφικοῦ τούτου θαλάμου πρὸς ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Πεντασχοινίτου. Πιθανώτατη χρονολόγηση τοῦ τάφου τοῦ ὁσίου Μνάσωνος στὸν 6ο/7ο αἰῶνα. Νὰ σημειωθεῖ, ὅτι στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνηςτῆς Ποταμιοῦ σώζεται εἰκόνα τοῦ 19ου αἰ., ἡ ὁποία ἀπεικονίζειτὸν ὅσιο Μνάσωνα ὡς ἀσκητή. Ὑπάρχει πάντως μεγάλη πιθανότητα ὁ ἐγχώριος τοῦτος ἀσκητής, γιὰ τὸν ὁποῖο καμμία παλαιότερη γραπτὴ μαρτυρία δὲν σώζεται, νὰ ὀνομαζόταν Ἰάσων καὶ ὄχι Μνάσων, γιὰ δύο βασικοὺς λόγους: Πρῶτον, γιατί, τόσο στὴν τοπικὴ προφορικὴ παράδοση, ὅσο καὶ στὰ παλαιότερα κτηματολογικὰ βιβλία, τὸ προσκύνημα κατονομάζεται «Ἅις-Γιάσονας», δηλ. Ἅγιος Ἰάσωνας=Ἰάσων. Δεύτερο, ἐπειδὴ ἡ παλαιότερη ἡμέρα μνήμης του ἦταν ἡ 28η Ἀπριλίου, ἡμέρα μνήμης τῶν ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα ἀποστόλων Ἰάσωνος καὶ Σωσιπάτρου. Καὶ εἶναι συνηθέστατο τὸ φαινόμενο, ὄχι μόνο στὴν Κύπρο, ἀλλὰ καὶ πανορθοδόξως, ὅταν ἐλησμονεῖτο ἡ ἀρχικὴ ἡμέρα μνήμης κάποιου τοπικοῦ ἁγίου, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἡμέρα μνήμης ὁμωνύμου μεγάλου-γνωστοῦ ἁγίου (γιὰ παράδειγμα, ὁ ἀνωτέρω ὅσιος Βαρνάβας τῆς Βάσας ἑορτάζεται μὲ τὸν ἀπόστολο Βαρνάβα, στὶς 11 Ἰουνίου, καὶ οἱ ὅσιοι Ἱλαρίων καὶ Βαρνάβας τῆς Περιστερώνας τιμῶνται στὶς 21 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα μνήμης Ἱλαρίωνος τοῦ Μεγάλου). Ἐὰν ὁ ἅγιος ἐκαλεῖτο Μνάσων, ἔπρεπε κανονικῶς νὰ συντιμᾶται μετὰ τοῦ ὁμωνύμου ἀρχαίου μαθητοῦ Ἁγίου Μνάσωνος, ἐπισκόπου Ταμασσοῦ, στὶς 19 Ὀκτωβρίου, πρᾶγμα, ποὺ μόλις πρό τινων ἐτῶν καθιερώθηκε, ἕνεκα ἐσφαλμένης ταυτίσεως τοῦ τοπικοῦ ὁσίου πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ δευτέρου.
Ἡ συνοδεία διευθύνθηκε στὴ συνέχεια στὸν μεσαιωνικὸ (16ου αἰ.) ναὸ τῆς ἁγίας Μαρίνης Ποταμιοῦς, ὅπου προσεκύνησε καὶ ἐθαύμασε τὴν ὡραία ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ναοδομία του, ρυθμοῦ σταυρεπίστεγου μὲ τροῦλλο. Στὸν ναὸ μᾶς ξενάγησε πρόθυμα ἡ φιλόθεη κ. Δομνίκη, ποὺ μᾶς ἀνέφερε, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ σχετικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἐκεῖ τιμὴ τοῦ ἀνωτέρω ὁσίου Μνάσωνος.
Κατόπιν οἱ προσκυνητὲς παρακάθησαν σὲ γεῦμα στὸ φιλόξενο κέντρο τῆς Βάσας «Ἀριάδνη», ὅπου ἐξυπηρετήθηκαν ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη δυναμικὴ καὶ εὐπροσήγορη ἰδιοκτήτρια. Σημειωθήτω, ὅτι σήμερα ἦταν ‘σήκωσες’, ἐνόψει τῆς τοῦ Δεκαπενταυγούστου νηστείας, ἐξ οὗ καὶ τὸ πλούσιο γεῦμα, καὶ ὁ παρατεθεὶς γλυκὺς Μαραθεύτικος οἶνος, εὐγενὴς προσφορὰ τοῦ ἐγχωρίου Οἰνοποιείου Ἀργυρίδη. Μετὰ τὴν τῆς τραπέζης εὐχαριστία, ἡ ἐκ Θεομόρφου συνοδεία ἀποχαιρέτισε τὸν π. Νικόλαο καὶ τὴν οἰκογένειά του καὶ κατευθύνθηκε στὸν τελευταῖο τῆς ἡμέρας προσκυνηματικὸ σταθμό, τὴν ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Σταυροῦ Ὁμόδους.
Στὴν εἴσοδο τῆς παλαίφατης καὶ σπουδαιότατης αὐτῆς Μονῆς μᾶς ὑποδέχθηκε ὁ φίλτατος ἐφημέριος π. Νεόφυτος. Ὁ ναὸς καὶ μέρος τῶν κελλίων ἔχουν προσφάτως ἀνακαινισθεῖ. Μὲ πολλὴ χαρὰ διαπιστώσαμε τὸ μὲ πόση φιλοκαλία καὶ παραδοσιακὴ ἱεροπρέπεια ἔχει εὐτρεπισθεῖ τὸ μεγαλοπρεπὲς καθολικὸ τῆς Μονῆς. Στὸν ναὸ προσκυνήσαμε τοὺς τρεῖς ἀργυρεπίχρυσους σταυροὺς (δύο μετὰ Τιμίου Ξύλου καὶ ἕνα μὲ τεμάχιον ἐκ τῆς ἁγίας καννάβου, ἤτοι τοῦ σχοινίου, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου προσεδέθη ἐπὶ τοῦ Ξύλου τοῦ Σταυροῦ), καθὼς καὶ τὰ ἐκεῖ ἀποτεθησαυρισμένα λείψανα: Τὴν τιμία κάρα καὶ ἄλλα ὀστᾶ τοῦ μεγαλώνυμου ἀποστόλου Φιλίππου, τῶν Κυπρίων ἁγίων Ἱλαρίωνος (τοῦ νέου;), Ἑρμογένους, Βαρνάβα τοῦ ἐν Βάσῃ, κ.ἄ. Ἄξιες σημείωσης οἱ ἀριστοκρατικῆς ρωσικῆς ἀναγεννησιακῆς τεχνοτροπίας δεσποτικὲς εἰκόνες τοῦ τέμπλου, ποὺ ἀποπνέουν μία ἰδιαίτερη πνευματικότητα, καὶ θυμίζουν ἔντονα τὶς ἀντίστοιχες εἰκόνες τοῦ ὁσίου Γέροντος τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου Διονυσίου Α´ (Χρηστίδη) (1820-1902). Παρακαθήσαμε κατόπιν στὸ Μέγα Συνοδικὸν (Ἀρχονταρίκι) τῆς Μονῆς γιὰ κέρασμα. Ὡραιότατα διακοσμημένος ὁ χῶρος ἐκεῖ μὲ ξυλόγλυπτη ἐπένδυση τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ. Ἀκολούθησε πνευματικὴ συζήτηση γιὰ σύγχρονα θέματα.
Ἦταν ἤδη 5 μ.μ., ὅταν ἡ συνοδεία μας πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὰ ἴδια. Εὐχαριστήσαμε ἐγκάρδια τὸν Θεό, τὸν «ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ», γιὰ τὴν πλούσιά Του εὐλογία τῆς σημερινῆς ἡμέρας, καὶ συνειδητοποιήσαμε γιὰ μία ἀκόμη φορά, ὅτι ἡ εὐλογημένη μας νῆσος ἀποκλήθηκε ὀφειλετικὰ «Νῆσος τῶν ἁγίων» καὶ «ἁγία Νῆσος».
του Ἀρχιμανδρίτη Φώτιου Ἰωακεὶμ