Της Δημοσιογράφου Αναστασίας Σιακαλλή
Ήταν ημέρες τέτοιες, του 1821, που λίστα μαύρη σύνταξε ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ Αγάς. «Να φύγει και ετούτος, να πάει και εκείνος», έγραφε κι όλο έγραφε τα άτομα εκείνα, που, κατά την κρίση του, έπρεπε να εξαλειφθούν. Να εξοντωθούν, διότι: «Σουλτάνε θα εξεγερθούν όπως οι Έλληνες και τότε τι χαμπάρια με την Αυτοκρατορία;». Και σκέφτηκε ο σουλτάνος: «Άραγε έχει δίκαιο ο αγάς; Αν σφάξουμε τους προτεινόμενους, έτσι θα ησυχάσουμε απ’ τους Κύπριους;». Το θέμα, κυρίως, ήταν η περιουσία εκείνων της μαύρης λίστας, των 486, στους οποίους και ο Χατζηνικόλας Λαυρεντίου Πρωτοσύγκελλου, προύχοντας Καραβά, δημογέροντας Λαπήθου-Καραβά, ο πιο πλούσιος της περιοχής κι από τους πλουσιότερους της λίστας.
Και η Ιστορία αναφέρει τον Χατζηνικόλα, αλλιώς Νικόλαο Προσκυνητή, που καρατομήθηκε τον μαύρο εκείνο Ιούλιο του 1821. Ο μαύρος Ιούλης, η αιματηρή 9η Ιουλίου του κυπριακού ημερολογίου των σφαγών-θυσιών, γράφει και το όνομά του μαζί με του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των τεσσάρων δεσποτάδων και των άλλων θυμάτων. Με τον Αρχιεπίσκοπο ο Χατζηνικόλας είχε συγγένεια. Ήταν ο Αρχιεπίσκοπος πρώτος εξάδελφος του πατέρα του, Λαυρέντιου Πρωτοσύγκελου, πρόσωπο με φήμη και περιουσία, ιερομόναχος και μετέπειτα πρωτοσύγκελος. Ιερέας ήταν και ο πατέρας του Λαυρέντιου, παππούς του Χατζηνικόλα, Νικόλαος και Λενού η γιαγιά του, η οποία αφιέρωσε σε εκκλησίες της περιοχής Λαπήθου και Καραβά εικόνες.
Ο Χατζηνικόλας γεννήθηκε στα 1765 και, κατά την παράδοση, στον τοκετό πέθανε η μητέρα του Μαριού, αφήνοντάς τον ορφανό, τον μονάκριβό της. Απέκτησε τεράστια περιουσία, με το εμπόριο, με το ιδιόκτητο καράβι που είχε, με το οποίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμανάκι της Λάμπουσας στην απέναντι μικρασιατική ακτή. Με τα Άδανα έκανε εμπόριο ξυλείας, επισκεπτόμενος συχνά την Αττάλεια, τη Μερσίνα και την Αλεξανδρέττα κι είχε φερμάνι απ’ τον σουλτάνο, εξ ου και το Φερμανλής ή Φερμανής που τον αποκαλούσαν. Εισέπραττε τους φόρους της Λαπήθου και απολάμβανε ειδικά προνόμια: να φορεί κόκκινες ποδίνες και να καβαλικεύει μούλα. Είχε τόση ισχύ, που όπως έλεγαν «εγλύτωννεν άθρωπον που την κρεμμάλλαν».
Τεράστια η κτηματική του περιουσία, περιλάμβανε δύο μεγάλες περιοχές: η μία από το Πέντε Μίλι και το Πικρό Νερό –μαζί με το τσιφλίκι της Ελιάς– μέχρι τα Φτέρυχα. Στο τσιφλίκι της Ελιάς είχε φιλοξενήσει τον δραγομάνο Χατζηγιωργάκη Κορνέσιο, με τον οποίο συγγένευε και συχνά συνεδρίαζε. Μάλιστα ο Χατζηνικόλας, κατά τις μαρτυρίες, του χάρισε το ανάγλυφο λιοντάρι της Ελιάς, που του ζήτησε ο Χατζηγιωργάκης και που κοσμεί την κεντρική είσοδο του αρχοντικού του στη Λευκωσία. Η άλλη περιοχή του Χατζηνικόλα εκτεινόταν από τα παράλια της Αχειροποιήτου ώς τους πρόποδες του Πενταδακτύλου. Εδώ είναι και η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που έκτισε το 1804 – πόθος που εξέφραζε με αυτόν τον τρόπο για ειρήνη και ελευθερία στον τόπο. Κτήτορές της ήταν εκείνος κι ο πατέρας του, στην οποία ο πατέρας του αφιέρωσε τις περισσότερες εικόνες. Ο Χατζηνικόλας έψαλλε εκεί κάθε Κυριακή. Κοντά ήταν το σπίτι του, διώροφο, με πολλές καμάρες, που έπιανε ένα ολόκληρο τετράγωνο κι ένα του δωμάτιο ήταν πρόχειρη φυλακή. Απέναντι ήταν το σπίτι του πατέρα του, γνωστό ως «του Πρωτοσύντζελλου», που επίσης έπιανε ένα τετράγωνο. Ο Χατζηνικόλας νυμφεύτηκε τη Μαριού και απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Σάββα, τον Γιάννη, την Ελένη και μία ακόμη κόρη.
Συνεργαζόταν στενά ο Χατζηνικόλας, σύμφωνα με την παράδοση, με τον θείο του Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και στη Φιλική Εταιρεία ήταν μέλος. Μέλος δραστήριο και ο συγγενής του αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς, που έφερε στην Κύπρο προκηρύξεις της Φιλικής και ξεσήκωνε για επανάσταση. Την Ελληνική Επανάσταση ο Χατζηνικόλας την ενίσχυσε, με έρανο που διεξήγαγε στην περιοχή, υποδεχόμενος, φιλοξενώντας και εφοδιάζοντας επίσης τον πυρπολητή Κανάρη, που προσορμίστηκε στην Ασπρόβρυση της Λαπήθου. Συνεργάτη του στον έρανο και στις ενέργειες με τον Κανάρη είχε τον Χατζηλία, προύχοντα της Λαπήθου και συμπέθερό του.
Ένθετο: Το Χρονικό του Θανάτου
9 Ιουλίου 1821: οι Τούρκοι απαγχονίζουν τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και καρατομούν τους δεσποτάδες στο Σεράγιο Λευκωσίας. Τον Χατζηνικόλα δεν προλαβαίνουν να τον ειδοποιήσουν, ο οποίος την επομένη, Κυριακή, ψάλλει ως συνήθως στην Αγία Ειρήνη. Με το τέλος της λειτουργίας τον συλλαμβάνουν και τον δένουν σαν ανεβαίνει στο άλογό του. Για Λευκωσία, όπου έφιππος πάει μαζί του ο πρωτογιός του Χατζησάββας. Τον συμβουλεύει ο Χατζηνικόλας να επιστρέψει στην οικογένειά του• ήταν νυμφευμένος με την Κουρσαρού, συγγένισσα του Χατζηλία και με παιδί εξάχρονο, τον Λοϊζή. Κινδυνεύει, του είπε ο πατέρας του, ενώ εκείνος, όπως πίστεψε, θα έχει την προστασία του Κυπριανού. Μπαίνουν στη Λευκωσία από την πόρτα της Κερύνειας και ο Χατζηνικόλας, μόλις αντικρίζει τον Κυπριανό πάνω στην αγχόνη, λιποθυμά. Φυλακίζεται. Τούρκος που βοηθήθηκε από τον Χατζηνικόλα μάταια προσπαθεί να τον απελευθερώσει. Στις 13 Ιουλίου 1821 αποκεφαλίζεται (και ο Χατζηλίας) και τη σορό του δεν τη δίνουν στους δικούς του. Οι γιοι του κρύβονται μες στις ελιές του Αγίου Αντωνίου για εφτά χρόνια. Η περιουσία του δημεύεται. Τα ανώγια του σπιτιού του οι Τούρκοι τα γκρεμίζουν και κόβουν τη μύτη του κυπαρισσιού. Και ο Χατζηνικόλας γίνεται λαϊκό τραγούδι.
* «Περί του προύχοντα ηρωομάρτυρα Χατζηνικόλα από τον Καραβά» της Καλλιόπης Χαρμαντά-Πρωτοπαπά, από την Επιστημονική Επετηρίδα της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, τόμος Ι’, Λευκωσία 2012.
Κατέβασμα
«Μα δεν εχάσασιν λεπτόν, ούτε πιλέ μιαν ώραν, επιάσαν τζιαι επήραν τον αμέσως εις την Χώραν. Κοντά εις το Σαράγιον τους έχουσιν έναν χάνιν, αμέσως εκρεμμάσαν τον στον κόσμον τζι’ εν εφάνην». Από το «τραούδιν του Χατζηνικόλα», που περιγράφει τις τραγικές στιγμές της σύλληψης και του αποκεφαλισμού του.