Ἑσπερινός Ἀποστόλου Παύλου
Παῦλος ὁ Ἀπόστολος τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης
(Βήμα του Αποστόλου Παύλου, Κάτω Πάφος 29 Ιουνίου 2013 )
«Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»
Μέ δέος ἱερό στεκόμαστε, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, Πανιερώτατε Μητροπολίτα Πάφου κ.κ.Γεώργιε, ὁ καί οἰκοδεσπότης τῆς ἀποψινῆς ἱερᾶς συνάξεως, Σεπτή τῶν Ἱεραρχῶν χορεία, σεβαστοί πατέρες καί εὐσεβεῖς χριστιανοί στόν τόπο «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες» τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς» (Πραξ.θ΄15) τοῦ Χριστοῦ καί ὅπου τά θεϊκά ρήματα τά ἐξελθόντα ἐκ τοῦ στόματος τοῦ πρώτου μετά τόν Ἕνα ἐμύρωσαν τόν ἀέρα τῆς Πάφου, ἔπληξαν καίρια τίς χορδές τῆς ψυχῆς τοῦ Σεργίου Παύλου καί δρόσισαν τίς διψασμένες γιά φῶς καί ἀλήθεια καρδιές τῶν κατοίκων της. Ρίχνοντας ὅμως τήν ἄγκυρα τῶν ἐλπίδων μας στόν ὠκεανό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, θά ἐπιχειρήσουμε σύντομη ξενάγηση στούς ἀνθῶνες τῆς ἀγαπώσης καρδίας τοῦ Μεγάλου Ἀποστόλου, ὥστε ὀσφραινόμενοι τά θεῖα καί πολυποίκιλα ἀρώματα τῶν ἀνθέων της, νά διδαχθοῦμε τί θά εἰπεῖ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς ἔνοιωσε τήν ἀγάπη αὐτή ὁ Παῦλος καί τέλος πῶς τήν ἐκφράζει ὁ ἴδιος πρός τόν πλησίον του.
«Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»
Τά λόγια αὐτά μᾶς ἀποκαλύπτουν τό βαθύτερο βάθος τῶν σχέσεων τοῦ Παύλου μέ τόν Χριστό. Σχέσεων πού δημιουργήθηκαν ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί τόν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ κατά τήν συνάντησή τους στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ. Τότε ὁ Σαῦλος ἔνοιωσε καί πείσθηκε ὅτι ὁ Χριστός τόν ἀγάπησε μέ ἀγάπη τρυφερή, ἀλλά καί τόσο δυνατή ὅσο ὁ θάνατος, ἐφ’ ὅσον κατά τό Ἆσμα «κραταιά ὡς ὁ θάνατος ἀγάπη» (η΄6). Κατάλαβε ὄτι ὁ Χριστός ἀπό ἀγάπη ἔχυσε τό αἷμα του πάνω στό Σταυρό γιά ὅλο τόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ἀλλά καί γιά τόν Παῦλο προσωπικά. Ὁ Φαρισαῖος Σαούλ στό δρόμο πρός τή δαμασκό εἶδε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μεγάλος Θεός καί Σωτήρας τοῦ κόσμου «ἐν ὧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ.β΄3). Κατάλαβε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α΄Κορ. α΄24). Τότε βεβαιώθηκε πώς ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη μας (Ἐφεσ. β΄14) καί ἡ ζωή μας (Κολασ. γ΄4). Καί «σάν ἕνας ἔμπορος σοφός ποὗβρε τ’ ἀκριβό μαργαριτάρι», ἔτρεξε καί πούλησε ὅσα εἶχε καί δέν εἶχε καί τό ἀγόρασε. Γιά τήν κίνησή του αὐτή θά γράψει ἀργότερα μέ ἱερή καύχηση στούς ἀγαπημένους του Φιλιππησίους: «Τά πάντα ἐζημιώθην, καί ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. γ΄8).
Ὁ Παῦλος ἔχει συνδεθεῖ πλέον ἄρρηκτα μέ τόν Χριστό. Ἐνσωματώθηκε στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἔγινε πιστότατο ἀντίγραφο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἀπέραντος ὠκεανός τῆς ἀγάπης.
Αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἐδῶ καί μπρός καί μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς θά τήν παρουσιάζει ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ πρός κάθε κατεύθυνση, πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀδιακρίτως ὁλόψυχη καί ὁλοκάρδια.
Οἱ χριστιανοί, γράφει στούς πιστούς τῆς Ρώμης, χαιρόμαστε τήν ἐλπίδα, πού ποτέ της δέν ντροπιάζει. Κι ἐλπίζουμε δυνατά καί ἔντονα, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξεχύθηκε καί πλημμυρίζει τίς καρδιές μας μέ τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς δόθηκε καί μένει κοντά μας (Ρωμ. ε΄5). Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας καί δίνει τή μαρτυρία (Ρωμ. η΄16) ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ ἀγαπημένα. Ἄμεση δέ συνέπεια αὐτῆς τῆς υἱοθεσίας εἶναι ἡ συμμετοχή μας ὡς κληρονόμων στά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του. Ὁ Θεός τόσο μᾶς ἀγαπᾶ, λέγει καί τό βιώνει ὁ Παῦλος, ὥστε γιά χάρη μας «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο», δέν λυπήθηκε καί αὐτόν ἀκόμη τόν μονογενῆ του Υἱό, ἀλλά τόν παρέδωκε σέ θάνατο σταυρικό (Ρωμ. η΄32).
Αὐτή ἡ ἀγάπη, τήν ὁποία νοιώθει ὁ Ἀπόστολος νά πλημμυρίζει τήν καρδιά του καί νά πυρπολεῖ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του, τόν κάμνει νά διακηρύσσει ὅτι τίποτε δέν εἶναι δυνατό νά χωρίσει τόν ἴδιο ἀλλά καί κάθε χριστιανό ἀπό τήν ἀγάπη πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οὔτε θλίψη, οὔτε στενοχώρια, οὔτε διωγμός, οὔτε πείνα ἤ γύμνια ἤ ἔλλειψη ρούχων ἤ μαχαίρι πού φοβερίζει μέ θάνατο (Ρωμ. η΄35). Οὔτε καί αὐτά τά ἀγγελικά τάγματα, ἄν ἔπαιρναν κάποτε τέτοια ἀπόφαση. Κι ἄν τυχόν ὑπάρχει ἄλλη κτίση καί διαφορετικό ἀπό τό δικό μας σύμπαν, πάλι δέν θά μπορέσει νά μᾶς ἀποξε-νώσει ἀπό τήν αἰώνια, ἀπόλυτη καί παντοκρα-το¬ρική θεία ἀγάπη.
Ἀφοῦ ὅμως ὁ Ἀπόστολος εἶχε γεμίσει τήν καρδιά του μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Κύριο καί Θεό του, ἦταν φυσικό νά εἶναι καί ὁ πλούσιος σέ ἀγάπη πρός τόν κάθε ἄνθρωπο πλασμένον «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πού καί γι’ αὐτόν ὁ «Χριστός ἀπέθανεν» (Α΄Κορ. η΄11). Ἔτσι βλέπουμε τόν Παῦλο νά ἀσκεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο μέ ἕνα τρόπο πού δημιουργεῖ κατάπληξη.
Πρῶτοι πού γεύονται τήν ἀγάπη του εἶναι οἱ συμπατριῶτες του, οἱ ὁμοεθνεῖς του Ἑβραῖοι. Πόθος του εἶναι νά τούς γνωστοποιήσει αὐτά πού ὁ ἴδιος ἔζησε. Νά τούς κάμει μετόχους καί κοινωνούς τοῦ πλούτου πού κέρδισε. Ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του στό Χριστό μπαίνει στίς ἑβραϊκές συναγωγές τῆς Δαμασκοῦ γιά νά κάμει φανερή στούς συμπατριῶτες του τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Ναζαρέτ «οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. θ΄20). Καλεῖ ὅλους μέ τήν παρότρυνση: πιστέψετε, ἀδελφοί, στόν Ἰησοῦ Χριστό. Πιστέψετε στό Χριστό καί συνδεθεῖτε μαζί του, διότι μόνο ὁ Ἰησοῦς σώζει.
Αὐτός λοιπόν ὁ πρώην βλάσφημος καί διώκτης τοῦ Χριστοῦ, καί τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, πού τώρα θησαυρό τῆς καρδιᾶς του, λατρεία καί ζωή του εἶχε τόν Χριστό, προκειμένου νά σώσει τούς συμπατριῶτες του, θά δεχόταν νά γίνει ἀνάθεμα γι’ αὐτούς. Θά δεχόταν νά χάσει τόν Χριστό καί ὁ ἴδιος νά χαθεῖ χαμό αἰώνιο, παρά ἐκεῖνοι χωρίς τόν Χριστό νά βαδίζουν πρός τήν αἰώνια κόλαση (Ρωμ. θ΄3).
Μᾶς ἀφήνει ἐνεούς ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ Παύλου ἡ δυνατή, ἡ καθαρότατη καί ἅγια πρός τούς συμπατριῶτες του, ὅταν ἀναλογισθοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι τυφλωμένοι ἀπό τόν φανατισμό καί τήν μισαλλοδοξία εἶχαν ὁρκιστεῖ πολλέ φορές νά τόν θανατώσουν καί πολλές φορές τόν εἶχαν βασανίσει καί τόν εἶχαν κυριολεκτικά ἀλύπητα ξυλοφορτώσει. Καί οἱ ὁποῖοι τελικά ἔγιναν ἡ αἰτία νά τόν ἀποκεφαλίσει ὀ Νέρων.
Ὁ Παῦλος, ἀδελφοί μου, δέν ἀγαποῦσε μόνο τούς πατριῶτες του Ἰουδαίους. Ἀγαποῦσε μέ σπλάγχνα καί ἀγάπη Χριστοῦ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Τήν ἐντολή «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. ιθ΄19) τήν συνέλαβε στό πλήρωμά της ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ὁ Παῦλος τόν ἑαυτό του τόν ἀγάπησε μέ τή σωστή ἀγάπη γι’ αὐτό καί τόν συνέδεσε μέ τόν μόνο τέλειο, μόνο Ἅγιο, μόνο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Χρέος του λοιπόν τώρα θεωροῦσε τό νά συνδέσει καί τόν πλησίον του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό. Γι’αὐτό κάμνει φτερά καί πετάει. Πετάει νά φέρει τό λυτρωτικό μήνυμα παντοῦ. Νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή του καί νά ὁδηγήσει σέ ἐπιτυχία τό κοσμοσωτήριο ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσεν ὁ Χριστός. Ὅμως αὐτό τό ἔργο τοῦ νά φέρει σέ ἐπαφή καί νά δημιουργήσει σχέση γνωριμίας τῶν ἄσχετων καί ἀδιάφορων πνευματικά ἀνθρώπων μέ τόν Χριστό, εἶναι ἀπό τά δύσκολα τό δυσκολότερο ἔργο. Γι’ αὐτό καί ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του σέ κόπους καί θυσίες ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Κοπιάζει, μοχθεῖ. Δέν κάμνει διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Δέν προσέχει ἄν εἶναι Ἰουδαῖοι, Ἕλληνες, Σῦροι καί Γαλάτες, Εὐρωπαῖοι ἤ Ἀσιάτες. Δέν στέκεται στό ἄν εἶναι ἄνδρες ἤ γυναῖκες, γέροι, νέοι ἤ ἄπλαστα μικρά παιδιά. Ἕνα μονάχα προσέχει καί ἕνα τόν ἐνδιαφέρει: τό ὅτι εἶναι ἄνθρωποι. Εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὁ Θεός τούς τούς ἀγαπάει καί τούς θέλει στήν παράταξη τῶν σεσωσμένων. Γι’ αὐτό νοιώθει τόν ἑαυτό του καταχρεωμένο ἀπέναντι σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους (Ρωμ. α΄14).
Γι’αὐτό καί δέν ἡσυχάζει οὔτε στιγμή. Ξανοίγεται σέ ταξίδια θαλασσινά, ἀρκετά ἐπικίνδυνα, κι ἐπιχειρεῖ ὁδοιπορίες ἐξαντλητικές.
Ὁ Παῦλος ἀγαποῦσε κάθε ἄνθρωπο, καί ἤθελε νά ὁδηγήσει στό Χριστό κάθε ἄνθρωπο. Ὅμως ἡ ἀγάπη του πρός τούς χριστιανούς, «τούς οἰκείους τῆς πίστεως» (Γαλ. στ΄10), τούς «ἐν Χριστῷ» ἀδελφούς του καί ἰδιαίτερα πρός αὐτούς πού ὁ ἴδιος ὁδήγησε στήν πίστη, εἶναι ἄνθος πού μόνο στούς ἀνθῶνες τοῦ Παραδείσου μποροῦμε νά συναντήσουμε. Στούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης θά γράψει: «Σᾶς φέρθηκα σάν μητέρα πού ζεσταίνει στήν ἀγκαλιά της τά παιδιά της. Καί εἶναι τόση ἡ στοργή μου γιά σᾶς, πού θά δεχόμουνα μ’ ὅλη μου τήν καρδιά νά σᾶς μεταδώσω ὄχι μόνο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τή ζωή μου καί τήν ψυχή μου (Α΄Θεσ. β΄8).
Ἡ προκοπή τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν εἶναι χαρά του. Αὐτή τόν ἀναζωογονεῖ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή του. Γι’αὐτό καί ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἴδιο τό κάμνει. ὅποιο μέσο ἔχει στή διάθεσή του τό ἀξιοποιεῖ προκειμένου νά τούς βοηθήσει στόν πνευματικό τους ἀγώνα καί στόν καταρτισμό τους. Δέν ἡσυχάζει καθώς τόν συνέχει «ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» (Β΄Κορ. ια΄28). Μέριμνα ὄχι μόνο τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς συνόλου, ἀλλά μέριμνα καί ἐνδιαφέρον γιά κάθε πιστό ξεχωριστά. Τά λόγια του: «τίς ἀσθενεῖ καί οὐκ ἀσθενῶ, τίς σκανδαλίζεται καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι» (Β΄Κορ. ια΄29), μαρτυροῦν τόν ἀδαπάνητο πλοῦτο τῆς πατρικῆς του καρδιᾶς. Ὅταν, λέγει, κάποιος ἀπό σᾶς ἀρρωσταίνει σωματικά ἤ ψυχικά, ἀρρωσταίνω κι ἐγώ μαζί του. Ὅταν κάποιος σκοντάφτει καί πέφτει νικημένος, καίγομαι καί ἐγώ σέ καμίνι ντροπῆς καί λύπης. Μέ τόν ἴδιο τρόπο φερόταν καί στούς χριστιανούς, πού δέν εἶχαν ἀκόμη προοδεύσει στήν ἐπίγνωση τοῦ τέλειου εὐαγγελικοῦ νόμου καί παρουσιαζόταν μέ πίστη ἀσθενική. «Ἐγενόμην, θά γράψει στούς Κορινθίους, τοῖς ἀσθενέσι ὡς ἀσθενής, ἵνα τούς ἀσθενεῖς κερδήσω» ( Α΄Κορ. θ΄22). Καί τηροῦσε μέ προθυμία καί αὐταπάρνηση τήν ἐντολή πού ἔδινε στούς ἄλλους: «ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν». Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀγάπη του καί πρός τά πνευματικά παιδιά του τά ὁποῖα ὑστεροῦν στήν πρός τό Δάσκαλό τους ἀγάπη. ( Β΄Κορ. ιβ΄5, Α΄Θεσ. β΄19-20).
Ἀκριβής μιμητής τοῦ Χριστοῦ ὁ Παῦλος μιμεῖται τόν Κύριό του μέ ἀκρίβεια καί στό θέμα τῆς θυσίας τῶν δικαιωμάτων του, ὅταν ἡ ἄσκηση τῶν κατά πάντα νόμιμων αὐτῶν δικαιωμάτων, δημιουργεῖ πρόβλημα στή συνείδηση τῶν ἄλλων καί σκανδαλισμό. Γι’ αὐτό θά διακηρύξει στούς Κορινθίους: «οὐ μή φάγω κρέα εἰς τόν αἰῶνα ἵνα μη τόν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α΄Κορ. η΄13). Ὄντας ὁ ἴδιος ἐλεύθερος, προκειμένου νά βοηθήσει τούς ἄλλους νά σωθοῦν, γίνεται θεληματικά δοῦλος σέ ὅλους. Κι ἔτσι ἡ διακήρυξή του «γέγονα τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω» (Α΄Κορ. θ΄22), γίνεται κατάθεση ψυχῆς, τεκμήριο καί μαρτυρία τῆς μεγάλης του ἀγάπης πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο μέ κάθε τρόπο πασχίζει νά ἀνορθώσει καί νά τόν παραστήσει τέλειο ἐν Χριστῷ.
«Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»
Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη τοῦ Παύλου πρός τόν ἄνθρωπο, ὅπως τήν σκιαγραφήσαμε μέσα ἀπό τά κείμενά του, ὑπογραμμίζει μέ ἰδιαίτερα ἔντονο τρόπο τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’αὐτό ἰδιαίτερα σήμερα, πού ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται καί πάλι πεσμένη καί ἐν πολλοῖς θρυμματισμένη ἀπό τά ἀλλεπάλληλα κτυπήματα τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του, εἶναι προτιμότερο νά μιλᾶμε γιά τό μεγαλεῖο καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου παρά γιά τήν ἀθλιότητα καί τή δουλεία του.
Ἄν ὑπάρχουν σήμερα πολλοί πού μέ τά ἔργα τους ταπεινώνουν τόν ἄνθρωπο, ὑποτιμοῦν τήν ἀξία του καί τόν σπρώχνουν στό χάος καί τήν καταστροφή, ὑπάρχουν ἀπέναντί τους ἄν ὄχι περισσότεροι πάντως πολλοί ἄνθρωποι νηφάλιοι, τίμιοι μέ θέληση καί πίστη. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού αἰσθάνονται τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς καί τό σκοπό της. Αὐτοί μέ τήν πυρπολημένη ἀπό τή θεία ἀγάπη καρδιά, θά πυροδοτήσουν μέ τήν ἀγάπη τους καί ἄλλες καρδιές, ὥστε νά γίνει πυρκαϊά πού θά κάψει κάθε κακό καί σάπιο. Εὐχηθεῖτε, Μακαριώτατε, Ἅγιοι Πατέρες, ὅλοι οἱ κατοικοῦντες τήν νῆσον τοῦ υἱοῦ τῆς Παρακλήσεως καί τοῦ Οὐρανοβάμωνος Παύλου, γινόμενοι μιμητές τῆς ἀγάπης τοῦ Κορυφαίου πρός τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο νά ἀναδεικνυόμαστε «καινή κτίσις», νά γινόμαστε ἄνθρωποι γνήσιας, τέλειας καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καί μ᾽ αὐτή τήν ἀγάπη πού εἶναι ὁ «σύνδεσμος τῆς τελειότητος», ἑνωμένοι καί ἀγαπημένοι, νά διατρανώνουμε συνεχῶς ὅτι τοῦτο τό ἀνεμοδερόμενο θαλάσσιο ὄρος τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, πού φέρει τό ὄνομα Κύπρος, βρίσκεται στήν κατοχή καί τή διαφέντευση ἐκείνου, τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, πού ἀναμόρφωσε τήν οἰκουμένη καί σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο τήν φυλάσσει καί τήν προστατεύει, ὅπως φυλάσσει καί προστατεύει τίς Ἐκκλησίες καλύτερα ἀπό τούς ἀγγέλους.
Του Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Μουσουρούλη