του Στέλιου Παπαντωνίου
Όταν έγραφα το Μελισσοχώρι με το μέλι και τις μελοχές, δεν φανταζόμουν πως θα εξαφανίζονταν μυριάδες τέτοιες εν μια νυκτί και πως σε λίγες μέρες ο βρωμερός ποταμός της Λευκωσίας θα ήταν ανθόνερο μπροστά στην τραπεζική μπόχα. ΄Ωσπου μια μέρα η Τέχνη είπε το λόγο της εικαστικά: είκοσι αυτοσχέδιες τουαλέτες έξω από την Κεντρική Τράπεζα, να ανοίγουν από τη μια το στόμιο για να δέχονται τα φανταστικά μελικά περιττώματα και από την άλλη να μοιάζουν και μ’ ανοιχτά στόματα, θου, Μαμμωνά, φυλακήν… Είναι, λέει ο καλλιτέχνης Ανδρέας Ευσταθίου, και τουαλέτα και ταφόπετρα όπως μοιάζει από την άλλη, και χώρος υποδοχής λέω εγώ, μα εδώ η σύγχυση: τραπεζιτικό στόμα είναι ή αφεδρών; Πάντως, στο τέλος τάφος.
Ο καλλιτέχνης δεν μας απάγγειλε το ποίημά του όπως ο επί του τύπου εκπρόσωπος του τέως κυβερνώντος. Εκφράστηκε ελεύθερα με την Τέχνη του, με την εικονική του δύναμη και ταυτόχρονα ένα βάρος έδιωξε από πολλών τα στήθια, που ’βλεπαν κάποιον να τους αντικειμενοποιεί και να ξεδιαλύνει το κουβάρι που είχαν στην καρδιά και το πηχτό σκοτάδι στο νου, μα δεν ήξεραν πώς να τα αναλύσουν και να τα προβάλουν. Ο καλλιτέχνης είπε και ελάλησε με το έργο του, πήρε θέση πολιτική στην οικονομική μας καταβόθρα, και σφράγισε με το έργο του το αχανές κενό της άγνοιάς μας, τη συγχυστική πληροφόρηση, την αντιδημοκρατική στάση τραπεζιτών και πολιτικών μας, για την πανθομολογουμένως πρωτάκουστη κλοπή αμέτρητων ποσοτήτων χρημάτων από τις ίδιες τις καταθέσεις των ανθρώπων που καταφεύγουν στις τράπεζες ως ασφαλή φυλακτήρια των χρημάτων τους και μένουν στο τέλος ενεοί, ίνα μη είπωμεν χάσκοντες. Κλοπή μερικών δεκάδων ευρώ τιμωρείται αυστηρά διά νόμου, ενώ κλοπή εκατομμυρίων, αμύθητες ατασθαλίες, κομματικές δολοπλοκίες με τροχοπέδες πολιτικής επένδυσης αποτελούν πολιτική πράξη που δεν μπορεί, λέει ο αρχηγός, να κρίνεται!
Ο άλλος καλλιτέχνης, ο Γιώργος Μοράρης, ποιητής, κέντησε τον πόνο του στο ποίημα Νιόβη (1974) σε στίχους και εικόνες από τον κόσμο της φαντασίας και του μύθου αλλά και σε αντιστοιχία προς τη φριχτή πραγματικότητα των ριγμένων στα πηγάδια νεκρών μας παιδιών, με εκείνη τη μαγεία που μόνο η τέχνη ξέρει να χαρίζει και να δημιουργεί στους πιστούς της, θεράποντες και λάτρεις. Και το ποίημα, λέει η είδηση , δεν άρεσε στους ξένους στις Βρυξέλλες, στα πλαίσια ενός ευρωπαϊκού διαγωνισμού για τον πολιτισμό, γιατί στην πόλη τους είναι πολλοί Τούρκοι που θα γιορτάσουν αυτές τις μέρες την πεντηκοστή επέτειο της τουρκικής μετανάστευσης στο Βέλγιο, και δεν είναι μέσα στο πνεύμα της γιορτής και άλλα τέτοια μαλλιοτραβηγμένα και ανελεύθερα λογοκριμένα κι ευρωπαϊκά απαράδεχτα. Συμπέρασμα, στο τέλος οι Τούρκοι κατάφεραν να μας σφαγιάσουν, να διχοτομήσουν, να σκλαβώσουν, να επικρέμανται επί των κεφαλών μας ως σπάθες, γιαταγάνια και άλλα ορνεομάχαιρα, σε στεριά και θάλασσα κι εμείς δεν δικαιούμαστε να εκφράσουμε τον πόνο μας ή μας απαγορεύεται να τον αναρτήσουμε εκπρόσωπο της θλίψης μας εις την ξένην, όπου ουκ ολίγοι οι προστάτες των. Ξινό σιρόπι μας βγαίνει η Ευρώπη!
Ευτυχώς λοιπόν που υπάρχει κι η Τέχνη, να κεντρίζεται από τη μνήμη και να την κεντρίζει, να δίνει διεξόδους, να μεταποιεί τα βοθρονέρια σε κρυστάλλινα νερά, να εκφράζει πόνους και καημούς, να ελευθερώνει, να καθαίρει ψυχές. Είναι κι αυτό μια ελπίδα, η διά της Τέχνης αυτογνωσία, γιατί πολλοί χαθήκαμε στο σκοτεινό λαβύρινθο των γεγονότων, ένας σκοπός κι αυτός του σύγχρονου δωδεκάθεου που αποφασίζει πού να ξεσπάσει νέος τρωικός. Η ελπίδα στα σκοτάδια ήταν πάντα και είναι πνευματική λυχνία. Ευχόμαστε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να το ξέρει.