Σήμερα, 7 Ιουνίου, η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Θεοδότου εξ Αγκύρας της Γαλατίας και του αγίου Παναγή του Μπασιά.
Ο Άγιος Θεόδοτος καταγόταν από την Άγκυρα της Γαλατίας και ήταν έμπορος σιτηρών και συγχρόνως εξασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού. Άνθρωπος ευσεβής και ελεήμων, μοίραζε ψωμιά στους φτωχούς και έκανε συχνά επισκέψεις στους φυλακισμένους. Η ειδωλολατρική μανία όμως κατά των χριστιανών εκδηλώθηκε με το φόνο μιας ομάδας χριστιανών νέων, στα νερά μιας λίμνης. Τη νύχτα ο Θεόδοτος, άνδρας με θάρρος και θερμή πίστη στο Χριστό, έβγαλε από τη λίμνη τα τίμια λείψανα των νέων και τα έθαψε.
Η ενέργειά του αυτή καταγγέλθηκε στον έπαρχο Θεότεκνο, που αμέσως τον συνέλαβε και τον ανέκρινε. Ο Θεόδοτος παραδέχθηκε την ενέργειά του και ο έπαρχος του είπε ότι οι χριστιανοί δε σέβονται καμιά εξουσία και ότι είναι οι πιο μικροπρεπείς και μηδαμινοί των ανθρώπων. Τότε ο Θεόδοτος, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, απάντησε: «Πράγματι, έπαρχε, οι χριστιανοί γνωρίζουν πόσο μηδαμινοί είναι, διότι μόνο αυτοί είναι ικανοί να γνωρίζουν την υπέροχη και ασύγκριτη μεγαλειότητα του Θεού και να κατανοούν την άβυσσο της ανθρώπινης ασθένειας, όταν είναι γυμνή από τη θεία χάρη.
Έπειτα, γνώριζε ότι ο τελευταίος των χριστιανών, που έχει ελεηθεί από το Χριστό και φέρει τον αρραβώνα της αιώνιας βασιλείας, είναι ανώτερος και λαμπρότερος από τους ειδωλολάτρες βασιλείς, οι όποιοι αύριο θα είναι ντροπή και ατιμία μπροστά στο αδέκαστο κριτήριο της θείας δικαιοσύνης». Ο έπαρχος, εξοργισμένος από τα λόγια του Θεόδοτου, διέταξε και του έσχισαν τα πλευρά και τελικά τον αποκεφάλισαν, κερδίζοντας έτσι το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Παναγής Μπασιάς, γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1801 και ήταν γιος του Μιχαήλ Τυπάλδου - Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελαπόρτα. Λόγω της καλής οικονομικής του κατάστασης, έλαβε τεράστια θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση και μόρφωση. Μιλούσε ιταλικά, γαλλικά και λατινικά. Σε πολύ μικρή ηλικία χειροτονήθηκε αναγνώστης και εν συνεχεία υπηρέτησε ως γραμματοδιδάσκαλος σε δημοτικό σχολείο.
Tο έτος 1836 χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος. Έλαβε το όνομα Παΐσιος, από τον Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Παρθένιο. Λειτουργούσε στο εξωκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνα στο Πλατύ Γιαλό.
Επιδόθηκε σε όλη του τη ζωή σε έργα φιλανθρωπίας και διακονίας των πασχόντων και αδυνάτων. Tο 1846 αρρώστησε από κάποια ασθένεια και μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1867 τον περιποιούνταν ο εξάδελφός του Ιωάννης Κερουλάνος, ο οποίος τον ευλαβούνταν πολύ. Αν και για μία πενταετία ήταν κατάκοιτος (1882-1887) εν τούτοις, πλήθος χριστιανών πήγαινε να τον συμβουλευθεί, να εξομολογηθεί και να πάρει την την ευχή του. Εκοιμήθη ειρηνικά, στις 7 Ιουνίου 1888 και κατατάχθηκε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 4 Φεβρουαρίου 1986.
Μαρτυρούνται πολλά θαύματά του πριν και μετά την οσιακή κοίμησή του. Εντυπωσιάζεται ο άνθρωπος που μελετά το συναξάρι των αγίων της Εκκλησίας ότι άγιοι δεν ήταν φαινόμενο των παλαιών εποχών και αιώνων, αλλά σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει πρόσωπο ιερά, τα οποία υπερέβησαν την καθημερινότητά τους και έζησαν την παρουσία του αγίου Πνεύματος ενεργοποιώντας τα χαρίσματα που πλουσιοπάραχα προσφέρονται στον κάθε άνθρωπο.
Επιμέλεια: Ε. Μ. Γρ.