Όταν οι Έλληνες επρόκειτο να πολεμήσουν εναντίον της δύναμης του Ξέρξη στις Πλαταιές, ορκίστηκαν ως εξής, κατά το ρήτορα Λυκούργο στο λόγο του Κατά Λεωκράτους:
«Δε θα προτιμήσω τη ζωή από την ελευθερία, ούτε τους αρχηγούς μου θα παρατήσω, είτε ζωντανούς είτε νεκρούς, αλλά όσους συμπολεμιστές μου σκοτωθούν στη μάχη θα τους θάψω. Και, νικητής στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, δεν θα βλάψω καμία από τις πόλεις που πολέμησαν για την Ελλάδα, εκείνες όμως που πήραν το μέρος του βαρβάρου θα τις κάνω φόρου υποτελείς. Και κανένα από τα ιερά, που οι βάρβαροι πυρπόλησαν ή γκρέμισαν, δε θʼ ανοικοδομήσω αλλά θα τʼ αφήσω να μένουν στους μεταγενέστερους μνημεία της βαρβαρικής ασέβειας.»
Οι Έλληνες, δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, πολέμησαν εναντίον της περσικής βαρβαρότητας, όπως εμείς σήμερα πολεμούμε εναντίον της τουρκικής. Η ελευθερία μας τίθεται υπεράνω όλων, όπως τότε, και τούτο ίσως να μην το αντιλαμβάνονται ή να μη θέλουν, άνθρωποι που διαχειρίζονται τις τύχες της Ευρώπης ή και του κόσμου μέσω διεθνών οργανισμών, εξυπηρετώντας μόνο συμφέροντα, που αντικατέστησαν τις ανθρώπινες αξίες. Μεταξύ ζωής και ελευθερίας ο Έλληνας από αρχαιοτάτων χρόνων προκρίνει την ελευθερία, γιατί χωρίς αυτήν η ζωή έρπει γλοιώδης και δεν ανίσταται περήφανη κι αξιοπρεπής.
Ο όρκος συνεχίζει πως «Δε θα παρατήσω τους αρχηγούς μου», όπερ αποδεικνύει πως τότε οι αρχηγοί ήταν αποδεκτοί και σεβαστοί, γιατί με δοκιμασίες και δημοκρατικές διαδικασίες αναδεικνύονταν και αναγνωρίζονταν οι άριστοι.
Δυστυχώς τα πράγματα σήμερα δεν είναι τα ίδια, αφού η έλλειψη πραγματικών ταγών είναι οφθαλμοφανής. Πίσω από τις κομματικές και συμφεροντολογικές εγωιστικές κουρτίνες καλύπτονται μετριότητες και καταστροφείς του όλου για τη σωτηρία του μέρους, του κόμματος. Το ζήσαμε και το ζούμε και τούτο.
Η ρήση όμως, «τους συμπολεμιστές μου θα τους θάψω», βρίσκει, έστω και όψιμη, πλήρη ανταπόκριση στην ελληνοκυπριακή καθημέραν ζωή, με τις κηδείες των παλικαριών του 1974, που σκοτώθηκαν πολεμώντας ή βίωσαν την άκρα τουρκική απανθρωπία. Το θάψιμο των πολεμιστών ήταν και είναι η σημαντικότερη μετά τη διεξαγωγή της μάχης ένδειξη σεβασμού του ανθρώπου, όπως μας δίδαξαν οι πρόγονοι.
Το απόσπασμα του όρκου, «τα ιερά που κατέστρεψαν οι εχθροί δε θα τα ανοικοδομήσω, για να μένουν μνημείο αιώνιο της βαρβαρικής ασέβειας», μας προβάλλει τις συγκλονιστικές εικόνες των ναών και μοναστηριών μας, που γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε στάβλους ζώων. Η τελευταία στο Φιλελεύθερο φωτογραφία της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου ήταν και είναι το μνημείο της βαρβαρικής ασέβειας και κανένας ας μη μας πει πως τα ίδια κάμαμε κι εμείς στα τζαμιά, κι ας το χωνέψουμε, πως είμαστε οι ηττημένοι, είμαστε κι εμείς του ιδίου βαρβαρικού φυράματος.
«Τις πόλεις που πήραν το μέρος του βαρβάρου θα τις κάνω φόρου υποτελείς», έλεγε ο όρκος. Από παλιά υπήρχαν οι φίλιες και οι εχθρικές πόλεις στην ίδια πατρίδα. Αν αναλογιστούμε τη σημερινή κατάσταση, δε θα θεωρήσουμε καινούργια την εμφάνιση των συνεργατών του εχθρού σε οποιαδήποτε πτυχή, στρατιωτική, πολιτική, οικονομική, προπάντων στη νεωτερική της έκδοση μέσω της πληροφόρησης και της παρεμβολής εξισωτικών φιλοτουρκικών θέσεων, υπό μορφή υπενθύμισης των δικών μας λαθών ή και εγκλημάτων με απώτερο σκοπό τη μείωση της απέχθειας για τα εγκλήματα των εισβολέων, με προκάλυμμα την αντιρατσιστική αλληλοκατανόηση.
Επειδή σήμερα βρίσκονται σε αμφισβήτηση κι η ίδια η ύπαρξη κι η ελευθερία μας, το κράτος πρέπει να πάρει τα μέτρα του και να διαφυλάξει το λαό από την πέμπτη φάλαγγα, που λειτουργεί κάτω από το μανδύα της ελευθερίας του λόγου.
Όταν θάβεις τόσα παλικάρια του 361 Τ.Π. δεν μπορείς να γράφεις πως παρόμοιες απάνθρωπες μετακινήσεις νεκρών συνέβησαν και με τους τουρκοκύπριους της Τόχνης, για να ανήκεις στους δήθεν αληθεύοντας.
Τα δικαστήρια γιʼ αυτό υπάρχουν, για να τιμωρούν τους εγκληματίες, κι όσοι εγκλημάτισαν εναντίον των τουρκοκυπρίων έπρεπε να είχαν ήδη πληρώσει, για να σταματήσει κι η εγκληματική εξίσωση. Τα ήθη και γενικά ο πολιτισμός μας δεν γεννήθηκαν χτες. Από Πλαταιών τα μηνύματα.
του Στέλιου Παπαντωνίου