Με έκπληξη και θλίψη πληροφορήθηκα από τα Μ.Μ.Ε ότι το βιβλιοπωλείο ΕΣΤΙΑ στην Αθήνα κατέβασε τα ρολά του ύστερα από 128 χρόνια ζωής και άνθησης.
Το βιβλιοπωλείο που ήταν το στέκι πνευματικών ανθρώπων του «κλεινού άστεως», εκεί που μαζεύονταν φοιτητές από την απέναντι Νομική Σχολή στην οδό Σόλωνος και γέροι και παιδιά και κάθε είδους βιβλιόφιλοι, έκλεισε.
Εκεί είχα την τύχη στο μικρό χώρο του γραφείου της Μάνιας Καραϊτίδου στο βάθος δεξιά του βιβλιοπωλείου, που λειτουργούσε εκεί σαν ιέρεια, της σοφής, ευγενικής και χαριτολογούσας Μάνιας, να γνωρίσω τη Γαλάτεια Σαράντη, την Ελένη Λαδιά, τον Θανάση Βαλτινό, τον Άγγελο Δεληβοριά και ένα σωρό άλλους ανθρώπους του πνεύματος. Ήταν ένα πνευματικό στέκι της Αθήνας.
Ανάμεσα σ’ ένα καφέ ή μια τσικουδιά που η Μάνια πρόθυμα σου πρόσφερε, άκουγες τις πιο όμορφες ιστορίες για εκδόσεις και άλλα πνευματικά θέματα.
Μάθαινες για τις εκθέσεις βιβλίου στο εξωτερικό, τις προσπάθειες ανάδειξης του ωραίου σύγχρονου ελληνικού βιβλίου.
Οι εκδόσεις της Εστίας γίνονταν με το χρόνο καλλίτερες εμφανισιακά, πιο προσεγμένες.
Όμως εκεί συζητούσαν και για την πολιτική ζωή της χώρας.
Ελεύθεροι άνθρωποι, εξέφραζαν ελεύθερες απόψεις για θέματα ύψιστης σημασίας.
Βρέθηκα πολλές φορές σ’ εκείνο το όμορφο στέκι, η Μάνια ήταν πρόθυμη ν’ ακούσει τον καθένα, κι έπειτα με ύφος ήρεμο – ήταν πάντα ήρεμη, πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της – έλεγε και τη δική της άποψη. Δεν μασούσε ποτέ τα λόγια της.
Τη γνώρισα το 1975, στο Συνέδριο για τη Δεκαετία της Γυναίκας, που προκήρυξαν τα Ηνωμένα Έθνη, όπου γνώρισα και την Πρόεδρο του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών Χρυσούλα Καλλία, την Ιωάννα Τσάτσου, που μου χάρισε τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, την κ Σαμαρά, μητέρα του Πρωθυπουργού της χώρας, Αντώνη Σαμαρά.
Έκτοτε γίναμε φίλες. Κάθε φορά που ανέβαινα στην Αθήνα, περνούσα από το ζεστό στέκι της να μιλήσουμε – ήθελε πάντα να μαθαίνει τα νέα της Κύπρου, που την αγαπούσε ιδιαίτερα. Εκεί σαν να ’ταν εξομολογητήριο έλεγα και τα βάσανα της Κύπρου μετά την Τουρκική εισβολή, την πολιτιστική καταστροφή, τον εποικισμό, αλλά και τα δικά μου προσωπικά δεινά, ύστερα από το θάνατο του Νίκου.
Η Μάνια άκουγε, συμμετείχε.
Το βιβλιοπωλείο ήταν πάντα γεμάτο. Διάλεγα τα βιβλία που ήθελα, τ’ άφηνα στον πάγκο, με βοηθούσε πάντα ο κ Νίκος που φρόντιζε ύστερα από οδηγίες της Μάνιας να μου προσφέρει δυο – τρεις νέες εκδόσεις, ώσπου να ’ρθει η σειρά μου να πληρώσω, και στο διάστημα αυτό είχα την ευκαιρία να κουρνιάσω στο γραφειάκι της Μάνιας. «Καλώστηνε! Έλα να μου πεις τα νέα της Κύπρου μας».
Πάντα έτσι ξεκίναγε η κουβέντα μας κι εγώ εύρισκα την ευκαιρία να μιλήσω για όλα, τις αγωνίες, τους πόθους, τα όνειρα της επιστροφής στην Αμμόχωστο.
Μου γνώρισε την κόρη της, ένα ψηλό κορίτσι, όμορφο, γλυκό σαν τη μάνα της.
Όταν ξαναπέρασα, ύστερα από δυο χρόνια, η Μάνια δεν ήταν πια εκεί.
Έμενε στο σπίτι μου ’παν και αργά και που περνούσε.
Ένοιωσα απέραντη λύπη. Έλειπε από το χώρο η μορφή της. Η παρουσία της ήταν καταλυτική.
Δυο τρία ταξίδια αργότερα στην Αθήνα, πέρασα απλά έξω από το βιβλιοπωλείο της οδού Σόλωνος 60.
Δεν μπορούσα να μπω μέσα και να μη τη δω. Να μην ακούσω το καλωσόρισμά της.
Και τώρα ένοιωσα απέραντη θλίψη που το πιο μεγάλο και το πιο πλούσιο σε εκδόσεις Βιβλιοπωλείο δεν λειτουργεί πια.
Κλείνω τα μάτια και περπατώ στους διαδρόμους. Εδώ στα δεξιά οι ποιητικές εκδόσεις. Πιο πέρα η πεζογραφία, στα τραπέζια στο μέσον, οι νέες εκδόσεις, στο βάθος προς το γραφείο της Μάνιας, το περιοδικό Νέα Εστία και άλλα περιοδικά, στο υπόγειο τα πιο παλιά και σπάνια βιβλία.
Ένας χώρος ψυχής.
Τώρα καταλαβαίνω τον πνευματικό μαρασμό των ανθρώπων της Αθήνας.
Έτσι άρχισε και ο οικονομικός μαρασμός της Ελλάδος.
Όταν εκλείψει το πνεύμα, όλα χάνονται, σβήνουν.
Η βαθιά κρίση της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι πρώτιστα ηθική και πνευματική, κι ύστερα φυσικό επακόλουθο έρχεται η οικονομική. Μια αλυσίδα.
Ένα βιβλιοπωλείο έκλεισε, μια ιστορική σελίδα πνεύματος καταποντίστηκε.
Η ίδια ιστορία και σε μας. Διαβάζουμε τώρα ηλεκτρονικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά.
Το τυπογραφικό μελάνι μας ενοχλεί. Τα ράφια της βιβλιοθήκης δεν τα χρησιμοποιούμε για βιβλία, αλλά για την τοποθέτηση αλλοπρόσαλλων μπιπελό, που τα θαυμάζουμε κιόλας, τ’ αγοράζουμε πανάκριβα. Δεν διαβάζουμε. Δεν μαθαίνουμε τα παιδιά μας να διαβάζουν.
Γιορτάζουμε όμως «τη Μέρα του Βιβλίου».
Έκλεισε και στην Κύπρο το ιστορικό βιβλιοπωλείο στη Λεμεσό, του Αντρέα Ιωαννίδη.
Εύχομαι να μην υπάρξει και συνέχεια.
Η πίκρα θα ’ναι μεγάλη, για μερικούς τουλάχιστον ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους ανάμεσα σε βιβλία, σε βιβλιοθήκες γεμάτες, σε σελίδες που τα γράμματα φάνταζαν σαν λουλούδια.
Δεν θέλω να σκέφτομαι, πως αισθάνεται η Μάνια Καραϊτίδου, γόνος εκδοτών, κόρη του Κωνσταντίνου Σαραντόπουλου, λάτρης του ωραίου βιβλίου σε περιεχόμενο και εμφάνιση.
Κλαίρη Αγγελίδου