Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και των νεομαρτύρων ιερέως Χρίστου από την Ανδραβίδα και του δημογέροντος Πανάγου από τη Γαστούνη της Ηλείας.
Oι άγιοι Σαράντα μάρτυρες ήταν στρατιώτες στο τάγμα του Λικινίου. Συνελήφθησαν, γιατί με παρρησία διακήρυτταν την ακλόνητη Ορθόδοξη Πίστη. Οδηγήθηκαν στον έπαρχο Αγρικόλα, ο οποίος στην αρχή επαίνεσε την στρατιωτική τους αξία και τιμή, και κατόπιν τους υποσχέθηκε αξιώματα και πλούσιες αμοιβές, εάν αρνούνταν την πίστη τους και θυσίαζαν στα είδωλα. Παρά τις πιέσεις, οι Άγιοι εξακολούθησαν με γενναιότητα και παρρησία να ομολογούν την πίστη τους στο Χριστό.
Όταν όμως ο έπαρχος κατάλαβε ότι ματαιοπονεί, διέταξε να τούς βασανίσουν και να τούς ρίξουν στα παγωμένα νερά της λίμνης στη Σεβαστεία. Στη διάρκεια του μαρτυρίου, ένας μόνο λιγοψύχησε και εγκατέλειψε τη λίμνη. Τη θέση του αμέσως πήρε ένας από τους φρουρούς, ο οποίος είδε τούς στεφάνους της αγιότητος πάνω από τα κεφάλια των Μαρτύρων. Ομολόγησε δημόσια κι εκείνος το Χριστό, αφού μπήκε στη λίμνη μαζί με τούς άλλους 39, λαμβάνοντας το στεφάνι της τιμής του μαρτυρίου.
Οι δύο Ηλείοι Νεομάρτυρες Χρίστος και Πανάγος, που επίσης εορτάζουμε σήμερα, μαρτύρησαν κατά την Τουρκοκρατία. Ενώ, προέρχονταν από γονείς που είχαν αλλαξοπιστήσει, λόγω διωγμών και πιέσεων, οι ίδιοι ήταν ενάρετοι, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ένεκα της εκτίμησης των συμπατριωτών τους, ο Πανάγος αναδείχθηκε, ανάμεσα στους άρχοντες της Γαστούνης, ενώ ο Χρίστος, χειροτονήθηκε ιερέας στην Πάτρα.
Κατά το έτος 1715 μ.Χ., οι τούρκοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες και σφαγές εκείνων που δεν δέχονταν να προσκυνήσουν το Ισλάμ. Ο Πανάγος κλήθηκε από τον διοικητή της περιοχής «να αρνηθή την ευσέβειαν». Ο Άγιος απάντησε ότι «ετράφη χριστιανός και ο Χριστός ήταν η πνοή του, καύχημα και αγαλλίασις». Γι’ αυτό αδυνατούσε να υπακούσει, αν και ο πασάς, που τον αγαπούσε, τον συμβούλευσε να διαφύγει στην Κέρκυρα. Εντούτοις, παρέμεινε και πάλι πιεζόμενος να αποδεχθεί τον Μωαμεθανισμό, άλλως τον περίμεναν στερήσεις, δήμευση της περιουσίας του και τέλος ο δια ξίφους θάνατος.
Το μαρτύριο συντελέστηκε την 1η Μαρτίου το έτος 1716. Επί δύο ημέρες το «άγιον αυτού λείψανον έμεινεν εκεί εις τον ίδιον τόπον, την τετάρτη πλέον ημέρα, παρέλαβαν οι πιστοί και το ενταφίασαν» στο ναό του Αγίου Νικολάου Γαστούνης.
Ο δεύτερος νεομάρτυρας, «ο θαυμάσιος Χρίστος», συνελήφθη και ενώπιον των δημίων ομολόγησε δημόσιε την πίστη του στο Χριστό, λέγοντάς τους: «Χριστιανός ήμουν και είμαι και τον Χριστόν σέβομαι συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι». Οι λόγοι του «ετάραξαν τους ασεβείς» και χωρίς αργοπορία πρόσταξαν να τον αποκεφαλίσουν». Ο ιερεύς του Κυρίου έκλινε γόνυ και φονεύθηκε δια ξίφους, έμεινε δε άταφος επί τέσσερεις ημέρες. Ετάφη κι αυτός στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου Γαστούνης. Ήταν 9 Μαρτίου το 1716 το ίδιο έτος με το μαρτύριο του Αγίου Πανάγου.
Με αυτό το πνεύμα των Μαρτύρων της Πίστεως και αυτή την εσωτερική διάθεση ο Χριστιανός πορεύεται την εν Χριστώ σωτηρία μέσω των εφοδίων της πνευματικής πορείας προς το Πάσχα.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου