του Στέλιου Παπαντωνίου
Είθισται την Κυριακή της Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής να ψάλλεται στην εκκλησία ο πολυέλεος επί των ποταμών Βαβυλώνος. Είναι ένα θλιβερό άσμα των Ισραηλιτών που τους θυμίζει την αιχμαλωσία τους από τους Βαβυλωνίους και τη μεταφορά τους κοντά στον Τίγρη κι Ευφράτη. Εκεί, λέει ο ύμνος, κάθισαν κι έκλαψαν, σαν θυμήθηκαν την αγαπημένη τους πόλη Ιερουσαλήμ , κι ύστερα κρέμασαν τα μουσικά και θρησκευτικά τους όργανα στις ιτιές. Οι αιχμαλωτεύσαντές τους ζήτησαν να τους τραγουδήσουν κανένα τραγούδι της Ιερουσαλήμ, κι αυτοί απαντούν σε θρηνητικό τόνο, «πώς να σας τραγουδήσουμε τραγούδι μακριά από την πατρίδα μας;» Και ακολουθεί το κάποτε πασίγνωστο και τώρα σπάνια ακουόμενο, «εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου εάν μη σου μνησθώ». Αν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ, να ξεράνει το χέρι μου και να κολληθεί η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου.
Αυτά λέγαμε και μεις στα παιδιά μας κάποτε στα σχολεία, όταν ήμαστε η ελληνική κοινότητα της Κύπρου που είχε δεχτεί την άνανδρη και βάρβαρη επίθεση από την Τουρκία, με πρόσχημα τη σωτηρία των εδώ τουρκοκυπρίων, και τώρα, αργά πια, συνειδητοποιούμε καθημερινά γιατί έγινε η επίθεση, αργά εμποτίζεται ο νους κι η καρδιά μας με την επεκτατική πολιτική του κακού όφεως γείτονα, στο βορρά την ξηρά, στο νότο τα αέρια και τα πετρέλαια, κι εμείς, ναʼ μας έχουν καταντήσει την «πολυπολιτισμική» κοινωνία που επεδείκνυε από την ευρωπαϊκότητά της ό, τι σύμφερε στο κόμμα που κυβερνούσε ως τώρα και που κατέστρεψε πολλά, ακόμα περισσότερα τα αφανή, όπως η δηλητηριασμένη ψυχή των παιδιών μας, κενά αέρος, χωρίς ταυτότητα.
Εκεί που περιμένουμε και πρέπει να απαιτούμε να μάθουν τα παιδιά μας να τραγουδούν «εάν σας ξεχάσω, Κερύνεια και σκλαβωμένε Πενταδάχτυλε, Μόρφου και Κυθρέα και Αμμόχωστος, εάν σας ξεχάσω να ξεραθεί το χέρι μου, να κολληθεί η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου», τʼ ακούμε να κενολογούν παπαγαλάκια περί των δικαιωμάτων των αλλοφύλων, ωσάν τα δικά τους δικαιώματα να τα απολαμβάνουν μέσα στην ίδιά τους τη σχιζοφρενή χώρα Κύπρο.
Κι οι γέροντες διερωτώνται: Γιατί να μη μάθουν τα παιδιά πως είμαστε η ελληνική κοινότητα της Κύπρου, που φιλοξενούμε πολλές άλλες εθνότητες, δεν παύουμε όμως γιʼ αυτό να είμαστε ο εαυτός μας, κατοχυρωμένοι από το σύνταγμά μας, οι Έλληνες του τόπου, που απαιτούμε τα ευρωπαϊκά μας ανθρώπινα δικαιώματα, της ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης στον τόπο μας; Γιατί τόση διαστρέβλωση στα σχολεία κατά διαταγήν ανωτέρων ή επικαλούνταν την Ευρώπη όταν και όπως συνέφερε στους τότε κυβερνώντες;
Κι άλλο κάκιστο, αντί να υποσχόμαστε την Κερύνεια πως δε θα την ξεχάσουμε, τόση μαυρίλα πλάκωσε στην ψυχή πολλών, που τη θυμούνται μόνο για τα καζίνο και τα ξενοδοχεία της. Τη σκλαβωμένη μας γη την ξεπουλούν και δεν διανοούνται πως έπρεπε να τους κρεμάσουν στην πλατεία Ελευθερίας για προδοσία. Κι ακόμα, μπαινοβγαίνουν στο αεροδρόμιο στα κατεχόμενα και είναι περισσότεροι από τους αιχμαλωτεύσαντας ημάς, δίνοντας το προβάδισμα στο παράνομο αεροδρόμιο και στις τουρκικές αεροπορικές εταιρείες, παρά στις Κυπριακές που κινδυνεύουν οικονομικά συνεχώς.
Με ποια καρδιά να ψάλλουμε τις επόμενες δυο Κυριακές το επί των ποταμών Βαβυλώνος, σε μια χώρα που την καταντήσαμε ζητιάνα και περίγελο μικρών και μεγάλων λαών; Έτσι μεγαλώσαμε εμείς; Έτσι μεγαλώσαμε τα παιδιά μας; Γιʼ αυτά τα ρεζιλίκια, εθνικά, οικονομικά, κομματικά; Η κατάντια αυτή θα έχει τέλος;