Η Εκκλησία σήμερα τιμά τη μνήμη της αγίας Μάρτυρος Αγάθης της παρθένου, του Νεομάρτυρος Αντωνίου του Αθηναίου, του αγίου Πολυεύκτου Πατριάρχου Κων/πόλεως και του οσίου Θεοδοσίου του εν Σκοπέλω.
Η αγία Αγάθη, καταγόταν από το Παλέρμο της Σικελίας και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου. Διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά, το ήθος, τις αρετές και τη μεγάλη της πίστη και αγωνιστικότητα. Επειδή ο έπαρχος Κιντιανός έμαθε πως ήταν χριστιανή και αγωνιζόταν να διατηρήσει μέσα από τη ζωή της σταθερή αφοσίωση στο Σωτήρα Χριστό, θέλησε να την τρέψει προς τα είδωλα, γι’ αυτό και την παρέδωσε σε μια άπιστη γυναίκα για να την πείσει να αρνηθεί τον Ιησού.
Η αγία Αγάθη όμως, όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της στο θέλημα του Θεού, αλλά με μεγαλύτερο σθένος ήταν αποφασισμένη να μαρτυρήσει γι’ αυτήν. Έτσι, υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια δοξολογώντας τον Θεό, που την αξίωσε να παραμείνει μέχρι τέλους σταθερή και να λάβει με τον ηρωικό θάνατό της το στεφάνι του μαρτυρίου.
O όσιος Πολύευκτος ο νέος, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ενωρίς αφοσιώθηκε στην ασκητική ζωή, υπακούοντας στην εντολή του ιερού Ευαγγελίου προς όλους εκείνους που θέλουν να απομακρυνθούν από τις κοσμικές φροντίδες χάριν της τελείας ένωσης με τον Ιησού Χριστό.
Όταν τον Απρίλιο του 956 απεβίωσε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος, αναδείχθηκε διάδοχός του. Ήταν κάτοχος μεγάλης θεολογικής παιδείας και διακρινόταν για τη σεμνότητα, το ήθος, την εγκράτεια και ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Επί πατριαρχίας του κτίστηκαν στο Άγιο Όρος μεγάλες μονές, όπως της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων.
Σύμφωνα με το παράδειγμα της μάρτυρος Αγάθης και του οσίου Πολύευκτου, ο κάθε άνθρωπος, αφού αποφασίσει, να ακολουθήσει το δρόμο του Ευαγγελίου, αισθάνεται πνευματική χαρά και αγαλλίαση, παρά τη θλίψη και τον κόπο που βιώνει καθημερινά.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου