ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ Α. Μ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Κ. Κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΘΝΑΡΧΗ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄,
ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄,
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΩΝ
ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ.
ΣΑΒΒΑΤΟ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013.
Αναπολούμε σήμερα, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση τού αοιδίμου Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχη Μακαρίου, τη σεπτή και αγωνιστική του προσωπικότητα με αισθήματα θαυμασμού και βαθύτατης ευγνωμοσύνης για τα όσα μεγαλεπήβολα και ένδοξα έπραξε για την ελευθερία, την πρόοδο και την πνευματική καλλιέργεια τού αγαπημένου του κυπριακού λαού.
Αναπολούμε όμως και τη μαρτυρική του φυσιογνωμία• και η ψυχή μας γεμίζει με άφατη οδύνη• γιατί μία πολύ μικρή ομάδα αφρόνων, φθόνησαν με αφάνταστη κακεντρέχεια το μεγαλείο τής προσωπικότητας τού Μακαρίου και προσπάθησαν παντοιοτρόπως, να μειώσουν την αίγλη τής εκκλησιαστικής και ηγετικής του φυσιογνωμίας, και, παράλληλα με την πνευματική του δολοφονία, να επιτύχουν και τη σωματική.
Ο ίδιος όμως βάδισε την οδό τού μαρτυρίου του, με πόνο βέβαια και οδύνη πολλή αλλά και ευτόλμως. Ο Γολγοθάς ήταν γνωστός γι’ αυτόν και τον ανέμενε. « Γνωρίζω καλώς – διακήρυττε – ότι ο Θρόνος ούτος δι’ εμέ, σήμερον υψούμενος ως το Θαβώρ τής δόξης εις Γολγοθάν τού μαρτυρίου αύριον γενήσεται… Επί δάφνης και μυρσίνης εβάδισα σήμερον και ανθοστρωμένος ήτο ο δρόμος μου. Επί ακανθών και επί τριβόλων, όμως, αύριον θα βαδίσω και αληθής Σταυρός υπέρ τας ανθρωπίνας δυνάμεις μου και την ψυχικήν μου αντοχήν θα είναι η αποστολή μου… Και οι αγώνες τους οποίους έχω να διεξαγάγω δεν είναι «πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας τού σκότους τού αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά τής πονηρίας εν τοις επουρανίοις» ( Εφεσίους 6, 12).
Δεν θα λιποψυχήσω όμως. Σεις δε, ως άλλοι Κυρηναίοι, δώσατε χείρας βοηθείας εις το βάρος τού Σταυρού μου. Δι’ εμαυτόν έν μόνον εξαιτούμαι, την πειθαρχική πάντων αγάπην».
Ως Εκκλησιαστικός Ταγός, ανέδειξε τον εαυτόν του αληθινό και μαχητικό Ποιμένα εκπληρώσας πλήρως την ενθρονιστήρια υπόσχεσή του: « Περί τού εμπιστευθέντος μοι ποιμνίου τούτο μόνο λέγω: Μετά φροντίδος ανυστάκτου «εκζητήσω τα πρόβατά μου» και «εν νομή βοσκήσω αυτά» (Ιεζ.34,12-14). «Το απολωλός εκζητήσω και το πλανώμενον επιστρέψω και το συντετριμμένο καταδήσω και το εκλείπον ενισχύσω και το ισχυρόν φυλάξω και βοσκήσω αυτά μετά κρίματος» (Ιεζ. 34,16).
Και συμπλήρωσε κατά ένα τραγικά προφητικό τρόπο. «Έτι δε πλείον τούτου λέγω, «και την ψυχήν μου θήσω υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. 10, 15).
Όταν κανείς μελετά τον βίο τού λαοπρόβλητου και λαοπόθητου Ηγέτη μας μέσα του διαισθάνεται ότι ισχύει και για τον Μακάριο εκείνο που έγραψε ο θείος Παύλος για τον εαυτόν του: « … ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια τής χάριτος αυτού αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν…» ( Γαλ. 1,15-16). Και όντως, ο Μακάριος υπήρξε και εκ φύσεως και «εκ κλήσεως» κληρικός. Ο ίδιος στις προσωπικές συναντήσεις μας, μάς το τόνιζε αυτό ιδιαιτέρως. «… πάνω απ’ όλα είμαι κληρικός». Η δε ζωή του – παρ’ όλες τις πολιτικές φουρτούνες και αντιξοότητες, παρ’ όλες τις δολοφονικές απόπειρες εναντίον του – υπήρξε, αληθώς, ένας ευαγγελισμός στη θεωρία και στην πράξη τού λόγου τού Κυρίου.
Η φλογερή του αγάπη προς τον Χριστό συνετέλεσε ώστε «τη τού Θεού Χάριτι»… «πάση σπουδή και προθυμία αναλώσαι απάσας τας εαυτού δυνάμεις υπέρ τού θησαυρού τής αγίας και αμωμήτου ημών πίστεως και υπέρ τής θρησκευτικής και ηθικής καταρτίσεως τού εαυτού ποιμνίου».
« Η πνευματική ανύψωσις και η οικονομική βελτίωσις τού κλήρου δια την ευδόκιμον αυτού διακονίαν εν τω πληρώματι τής Εκκλησίας θα είναι εκ των σπουδαίων μελημάτων μου» τόνισε με έμφαση στον ενθρονιστήριό του λόγο. Και συνέχισε. « Η προ έτους ιδρυθείσα Ιερατική Σχολή πολλής θα τύχη μερίμνης μου δια την περαιτέρω αυτής προαγωγήν προς πληρέστερον αυτής καταρτισμόν τού κλήρου, τον οποίον επιθυμώ σεμνόβιον, πειθαρχικόν, αφωσιωμένον εις το καθήκον…».
Το 1963 ίδρυσε το «Ταμείον βελτιώσεως τής μισθοδοσίας τού Κλήρου», και αργότερα το «Γραφείον Θρησκευτικής Διαφωτίσεως». Μερίμνησε για την εβδομαδιαία έκδοση τού φυλλαδίου «Ρήματα ζωής» και εξέδωσε την εφημερίδα «Εκκλησιαστικό Βήμα» το οποίο μετά την επάνοδό του από την εξορία αντικατέστησε με την « Εκκλησιαστική Ζωή».
Το περιοδικό «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ», τυγχάνει τής ιδιαίτερής του αγάπης και φροντίδας. Το 1975, μέσα σ’ εκείνο τον ωκεανό τής οδύνης, με δική του πρωτοβουλία εκδίδεται ογκώδης αναμνηστικός τόμος για την πεντηκονταετηρίδα αυτού, που είχε ως αποτέλεσμα και τη βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών.
Για 32 ολόκληρα χρόνια υπηρέτησε ανελλιπώς και με υψηλή επίγνωση το ιερό Θυσιαστήριο συμμετέχοντας συνειδητά στη μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας μας. Όταν τελούσε τα Άγια Μυστήρια βρισκόταν σε μια πνευματική εξαΰλωση, γεμάτος κατάνυξη και δέος μπροστά στο «μέγα τής ευσεβείας μυστήριον». Η ψυχή του ήταν πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη ενώπιον τής ουρανόθεν σταυρικής και μυστηριώδους αγάπης τού Κυρίου.
Μνημειώδες είναι το πνεύμα της συγχωρητικότητας και της ανεξικακίας που τον διέκρινε. Πολύ εύστοχα Κύπριος δημοσιογράφος έγραψε για τον Μακάριο.
«… Στην κακία απαντούσε με καλωσύνη. Στο μίσος με αγάπη. Στην έχθρα με συγγνώμη… Προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, τους συγχώρησε… Προσπάθησαν να τον εξαφανίσουν με τον χειρότερο τρόπο, τους πρόσφερε κλάδο ελαίας… Τον έπληξαν, τους έδωσε άφεση αμαρτιών… Τον πλήγωσαν, τους έδωσε συγχώρεση… Τον κτύπησαν, τους ευλόγησε…».
Βιώνοντας το ουράνιο και λυτρωτικό πνεύμα του Κυρίου μας, ήθελε, όλοι οι άνθρωποι να βαπτισθούν, να γνωρίσουν συνειδητά τον Χριστιανισμό και να γευθούν τις ουράνιες και μυσταγωγικές του χαρές. Ως εκ τούτου η τελευταία προτροπή τού Κυρίου « πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…» (Ματθ. 28,19) δεν τον άφησε ασυγκίνητο. Αγωνίστηκε να μεταφέρει το λυτρωτικό μήνυμα τού Κυρίου και στην Αφρική.
Στην Κένυα βάπτισε χιλιάδες ιθαγενείς και ίδρυσε την Ιερατική Σχολή, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα, φέρουσα το όνομά Του. Σ’ αυτήν φοιτούν μαύροι ιεροσπουδαστές, οι οποίοι στη συνέχεια στελεχώνουν την ορθόδοξη Εκκλησία τής Αφρικής. Η Σχολή αυτή αποτελεί μια αέναη πηγή χριστιανικής προσφοράς, για την εξωτερική ιεραποστολή τής Εκκλησίας μας.
Θεολογικώς εκφραζόμενος θα μπορούσα να πω ότι ο Μακάριος καθ’ όλη την περίοδο τής ζωής του βρισκόταν σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης με τον πολυφίλητο λαό του. Ήταν « Εξαίρετος » για να εκφραστώ με τους λόγους τού μεγάλου σκευοφύλακα τής Λευκωσίας, τού ιερέως Λεοντίου « και υπέροχος εν αρχιερεύσι πάσι και πατριάρχαις αυτοίς, βασιλικοίς δήπου απαστράπτων γνωρίσμασι, σκήπτρω, πορφύρα τε και στεφάνω, και χαρακτήρων υπογράφων δι’ ερυθρών».
Πιστεύω ότι πολύ δίκαια η Ακαδημία Ιστορικών Μελετών τού Λονδίνου, το 1984 τον ανακήρυξε έναν από τους τέσσερις μεγάλους του εικοστού αιώνα μαζί με τον Ουίνστον Τσιόρτσιλ τής Αγγλίας, τον Τζιών Κέννεντυ τής Αμερικής και τον Μαχάντμαν Κάντι τής Ινδίας.
Η αντικειμενική αυτή απόφαση δηλώνει περίτρανα το μεγαλείο τής προσωπικότητας τού πνευματικού και πολιτικού μας ταγού, που σήμερα καθηκόντως τιμούμε. Δεν ήταν απλώς ο μεγάλος Ηγέτης τής Κύπρου• δεν ήταν μονάχα η μεγάλη ιστορική και ηγετική φυσιογνωμία τού νεότερου Ελληνισμού• ήταν και μεγάλος ανάμεσα στους μεγάλους τής οικουμένης!
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι ο Μακάριος ήταν μια φωτισμένη και πολυδιάστατη προσωπικότητα, πλημμυρισμένη από υψηλόφρονες ιδεολογικούς οραματισμούς. Στην ψυχοσύνθεσή μας βρίσκεται στο ίδιο ύψος που είναι και οι μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και πάντοτε τον νοιώθαμε ως τον πνευματικό μας Πατέρα και τον εμπνευσμένο μας Καθοδηγητή. Ήταν ο σημαιοφόρος των πόθων και των ελπίδων μας. Πρότυπο συνειδητού Εκκλησιαστικού ανδρός. Πρότυπο Εθνικού και Χαρισματικού Ηγέτη. Πρότυπο ευψυχίας και αγωνιστικότητας. Πρότυπο χρέους και προσήλωσης προς την Εκκλησία και την Πατρίδα.
Στη συνείδησή μας αναδείχθηκε και παραμένει ένα ίνδαλμα και ένα άγαλμα Ελληνοχριστιανικής Αρετής!